Δεν ήταν πάντοτε ομαλή διαδικασία η διενέργεια αρχιεπισκοπικών εκλογών στην Κύπρο, ιδιαίτερα την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του οξύτατου διχασμού την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, που οδήγησε την κυπριακή κοινωνία στον έντονο διχασμό, σχεδόν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Ουδείς υποψιαζόταν ότι θα είχε τόσο περιπετειώδη και επώδυνη εξέλιξη η κοίμηση του μητροπολίτη Πάφου, Επιφάνιου Κυκκώτη, το 1899. Είχε παραμείνει στον μητροπολιτικό θρόνο της Πάφου για εννέα χρόνια, από το 1890. Ο θάνατός του επήλθε τον Ιανουάριο του 1899. 

Πραγματοποιήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη των εκλεκτόρων, οι οποίοι μαζί με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου θα επέλεγαν τον διάδοχό του. Οι εκλέκτορες έφτασαν στις 30 Απριλίου 1899 από τη μακρινή Πάφο στη Λευκωσία, όπου διαπίστωσαν ότι ήταν άλλος ο εκλεκτός της Ιεράς Συνόδου από εκείνον που προτιμούσαν οι ίδιοι. 

Για να αρθεί το αδιέξοδο, επαναλήφθηκαν τον Απρίλιο του 1900 οι μητροπολιτικές εκλογές και επικράτησε η υποψηφιότητα του από Κυρηνείας Κύριλλου Βασιλείου (του μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Κύριλλου Γ’, που πολλοί τον αποκαλούσαν Κυριλλούδι, λόγω της λεπτής σωματικής του διάπλασης). Ο Κύριλλος Βασιλείου όμως δεν αποδέχτηκε την εκλογή του, γιατί προτιμούσε να παραμείνει στη μητρόπολη Κερύνειας. Προέκυψε εμπλοκή… Η εμπλοκή αυτή επρόκειτο να στοιχίσει στην Εκκλησία της Κύπρου μακρόχρονη εκκρεμότητα, που προκάλεσε βαθύτατο διχασμό στην κυπριακή κοινωνία.

Στις 9 Μαΐου 1900 εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος Γ’, μετά από 35 χρόνια παραμονής στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ως εκ τούτου, η Ιερά Σύνοδος δεν μπορούσε να λειτουργήσει, γιατί είχαν απομείνει μόνο δύο μέλη της, ο μητροπολίτης Κερύνειας Κύριλλος και ο μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος Παπαδόπουλος (τον οποίο αποκαλούσαν Κυριλλάτσο, γιατί εκείνος ήταν σωματώδης, σε αντίθεση προς τον συνονόματό του, Κύριλλο). Τα άλλα μέλη ήταν ο μητροπολίτης Πάφου και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Επομένως, μετά τον θάνατό τους το 1899 και το 1900 αντίστοιχα, η Ιερά Σύνοδος δεν μπορούσε να έχει απαρτία για τη λήψη οποιωνδήποτε αποφάσεων, μεταξύ των οποίων και η προκήρυξη αρχιεπισκοπικών εκλογών!

Το κενό που άφησε ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος ήταν δυσαναπλήρωτο. Γεννήθηκε το 1825 στον Πρόδρομο, από όπου καταγόταν η μητέρα του. Παρεμπιπτόντως, από το ίδιο χωριό καταγόταν και ο προκάτοχός του, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α’, καθώς επίσης ο διάδοχός του, όπως θα δούμε στη συνέχεια, Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β’ (Κυριλλάτσος). Και δεν ήταν μόνο αυτοί. Και ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’ (Μυριανθεύς, ο από Κυρηνείας), καταγόταν από τον Πρόδρομο. Όπως σημειώνει ο γνωστός εμβριθής μελετητής και ερευνητής της Ιστορίας της Εκκλησίας της Κύπρου, Κωστής Κοκκινόφτας, σε χρονικό διάστημα περίπου 100 χρόνων, από το 1854 μέχρι το 1950, οι τέσσερις από τους έξι προκαθήμενους της Εκκλησίας της Κύπρου γεννήθηκαν στον Πρόδρομο! Εκεί έζησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, προτού ακολουθήσουν τον δρόμο της ιεροσύνης.

Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, γεννήθηκε μεν στον Πρόδρομο, αλλά μεγάλωσε στο Φοινί, ορεινό χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Γι’ αυτό και έφερε το προσωνύμιο Φοινιεύς, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Όταν έφτασε σε σχολική ηλικία, επτά ετών, εν μέσω της στυγνής οθωμανοκρατίας, η οικογένειά του τον οδήγησε στο μοναστήρι της Τροοδίτισσας, όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Έγινε δόκιμος μοναχός και το 1842 χειροτονήθηκε διάκονος. 

Ακολούθως μετέβη στην Αττάλεια της Πισιδίας, όπου υπηρέτησε ως διάκονος, από το 1843 μέχρι το 1847, οπόταν πήγε στη Σμύρνη για να υπηρετήσει ως διάκονος στο Ελληνικό Νοσοκομείο. Παράλληλα φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Παρέμεινε για ακόμη δύο χρόνια στη μικρασιατική πόλη, όπου ανθούσε ο ελληνισμός, για να διδάξει στη Σχολή. Ακολούθως πήγε στον Πειραιά, ως διάκονος του ναού Αγίου Νικολάου. Φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. 

Το 1861, αφού περάτωσε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Κύπρο, ο Σωφρόνιος διορίστηκε διευθυντής του Σχολαρχείου Λευκωσίας (που μετεξελίχθηκε αργότερα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, με τη συμβολή και του ιδίου, ως Αρχιεπισκόπου πλέον). Αποχώρησε από τη θέση αυτή, μετά που εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κύπρου το 1865. 

Αναδείχθηκε σε μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα. Μάλιστα το 1871 ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος προτάθηκε ως υποψήφιος για τον θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, έφερε ένσταση η Υψηλή Πύλη, η ανωτάτη Αρχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία αφαίρεσε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο από τον κατάλογο των υποψηφίων για τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος υποδέχτηκε τον πρώτο ύπατο αρμοστή της Κύπρου, σερ Γκάρνετ Γούσλεϊ, όταν η διοίκηση του νησιού πέρασε το 1878 υπό τη διοίκηση της Βρετανίας, με τη μορφή της «ενοικίασης» από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος τόνισε ότι ο λαός της Κύπρου αποδέχτηκε τη μεταπολίτευση. 

Οι Κύπριοι τότε έτρεφαν φρούδες ελπίδες ότι η Βρετανία θα βοηθούσε την Κύπρο να ενωθεί με την Ελλάδα, όπως είχε συμβεί με τα νησιά του Ιονίου πελάγους. Οι Βρετανοί προσποιούνταν ότι δεν εξαρτάτο από τους ίδιους το θέμα αυτό, με την πρόφαση ότι δεν κατείχαν την κυριότητα του νησιού. 

Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος μετέβη το 1889 στο Λονδίνο για να καταθέσει αυτοπροσώπως υπόμνημα προς τις αποικιοκρατικές Αρχές, όσον αφορά την κατάσταση διαβίωσης στο νησί. Με αυτή την ευκαιρία, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τον αναγόρευσε σε επίτιμο διδάκτορα Θεολογίας.

Πέρασαν 22 ολόκληρα χρόνια από την έλευση των Βρετανών στην Κύπρο. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος έκλεισε για πάντα τα μάτια του στις 9 Μαΐου 1900, σε ηλικία 75 χρόνων, χωρίς να υπάρξουν ουσιαστικές βελτιώσεις στη ζωή των Κυπρίων.

Η θυελλώδης κρίση στην Εκκλησία της Κύπρου συμπαρέσυρε στη δίνη των αντιπαραθέσεων ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Η παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που απέστειλε στο νησί επίσκοπο για να διευκολύνει τη διεξαγωγή αρχιεπισκοπικών εκλογών, δεν απέφερε καρπούς. Οι ασάφειες στις εκκλησιαστικές εκλογικές διαδικασίες, αλλά και η στάση των δύο ανθυποψηφίων ιεραρχών, δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την εξεύρεση της κατάλληλης λύσης.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε το 1908 να παρέμβει καθοριστικά για την επίλυση της κρίσης στην Εκκλησία της Κύπρου. Καλές οι προθέσεις μεν, αλλά ακολουθήθηκε λανθασμένη πρακτική. Πρώτο, υπήρχε θέμα παραβίασης του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Κύπρου. Δεύτερο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε προκλητικά αυθαίρετη επιλογή, ανακηρύσσοντας τον μητροπολίτη Κερύνειας Κύριλλο (Κυριλλούδι) ως νέο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Αυτό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, γιατί ο ανθυποψήφιός του, Κύριλλος Παπαδόπουλλος (Κυριλλάτσος), ο από Κιτίου, ήταν απείρως πιο δημοφιλής ανάμεσα στους Κυπρίους. 

Ενώ οι υποστηρικτές του από Κυρηνείας Κύριλλου Βασιλείου πανηγύριζαν, στην Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία (τότε υπήρχε μόνο το μικρό κτήριο στα δεξιά του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Ιωάννη) συγκεντρώθηκαν πλήθη εξοργισμένων υποστηρικτών του Κύριλλου Παπαδόπουλου. 

Ο κίνδυνος αιματοχυσίας ήταν πολύς, μετά από τα πολλά επεισόδια, τα οποία είχαν σημειωθεί στα οκτώ χρόνια που σοβούσε η ακραία αντιπαράθεση. Αυτό έδωσε αφορμή και ευκαιρία στους Βρετανούς αποικιοκράτες να συμπεριφερθούν ως δήθεν «ειρηνοποιοί». Αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις εκκένωσαν την Αρχιεπισκοπή. Μάλιστα οι Βρετανοί κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο. 

Ευτυχώς, η αιματοχυσία αποφεύχθηκε, γιατί ο από Κυρηνείας Κύριλλος ανακοίνωσε ότι δεν αποδεχόταν την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Δεν επιθυμούσε να πατήσει επί πτωμάτων, προκειμένου να αναρριχηθεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, όπως εξήγησε.

Μετά από αυτά τα συνταρακτικά και άκρως δυσάρεστα γεγονότα, διεξήχθησαν κανονικά αρχιεπισκοπικές εκλογές το 1909. Λόγω της υψηλής δημοτικότητάς του, εκλέγηκε ως Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος Β’ ο από Κιτίου Κύριλλος Παπαδόπουλλος, ενώ οι κυρηναϊκοί απείχαν από τις εκλογές.

Τα πάθη όμως παρέμεναν στα ύψη. Γι’ αυτό με τη μεσολάβηση και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Φεβρουάριο του 1910 ο μητροπολίτης Κερύνειας Κύριλλος Βασιλείου αναγνώρισε τον από Κιτίου Κύριλλο Παπαδόπουλο ως νέο Αρχιεπίσκοπο. Στον Κύριλλο Βασιλείου αποδόθηκε ο άνευ θεσμικού αντικρίσματος, επινοημένος τίτλος του «Μακαριωτάτου προέδρου Κυρηνείας», προφανώς για κατευνασμό των υποστηρικτών του.

Έτσι έληξε το λεγόμενο αρχιεπισκοπικό ζήτημα, ωστόσο άφησε βαθιές χαρακιές του διχασμού στην κυπριακή κοινωνία, που θα εκδηλωνόταν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση κατά τα επόμενα χρόνια.

– Για την ετοιμασία του αφιερώματος αυτού είχαμε πολύτιμη βοήθεια από τον διευθυντή του Κέντρου Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, Κωστή Κοκκινόφτα, τον οποίο θερμά και εκ βάθους καρδίας ευχαριστούμε.

Η διχόνοια εξυπηρετούσε τους Βρετανούς αποικιοκράτες

Στην εξέλιξη της διαμάχης για τη διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, σχηματίστηκαν δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Από τη μια ήταν οι υποστηρικτές του μητροπολίτη Κιτίου, Κύριλλου Παπαδόπουλλου (Κυριλλάτσου), οι «Κιτιακοί», ενώ από την άλλη ήταν οι «Κυρηναϊκοί», δηλαδή οι υποστηρικτές του μητροπολίτη Κερύνειας (ή Κυρηνείας, κατά την παλαιότερη έκδοση της ονομασίας της πόλης) Κύριλλου Βασιλείου (Κυριλλουδιού). Οι Κιτιακοί ήταν οι αδιάλλακτοι, ακραιφνείς ενωτικοί. Υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα τάσσονταν βέβαια και οι Κυρηναϊκοί, αλλά, κατά την άποψή τους, αυτό το όραμα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα μόνο με τη συγκατάθεση των Βρετανών αποικιοκρατών. 

Λόγω αυτής της αντιπαράθεσης, η κυπριακή κοινωνία διχάστηκε από φανατισμό. Επικρατούσε το μίσος. Οι Κιτιακοί καταφέρονταν εναντίον των Κυρηναϊκών, αλλά και αντίστροφα. Σύλλογοι, σωματεία, καφενεία, εφημερίδες, ακόμη και σχολεία διαχωρίστηκαν σε κιτιακά και κυρηναϊκά.

Ο διχασμός των Κυπρίων εξυπηρετούσε την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» των Βρετανών αποικιοκρατών. Τους επέτρεπε να συνεχίζουν απρόσκοπτα την εκμετάλλευση του νησιού, με βαριές φορολογίες στον πληθυσμό, αδιαφορώντας για την πείνα, τη φτώχια, τις στερήσεις, τις μολυσματικές ασθένειες, που θέριζαν, λόγω τραγικών ελλείψεων στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας, γενικά για την κοινωνική υστέρηση. 

 

 

 

Επικράτησε στη διαμάχη ο ηγέτης των αδιάλλακτων

Ήταν 55 χρόνων το 1900, ο διεκδικητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου, μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος Παπαδόπουλλος. Γεννήθηκε το 1845, στον Πρόδρομο, και το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος. Φοίτησε στην Ελληνική σχολή της Λευκωσίας και στη συνέχεια στη Θεολογική σχολή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα. 

Επέστρεψε στην Κύπρο και το 1873 χειροτονήθηκε διάκονος. Εργάστηκε ως καθηγητής στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας (που μετεξελίχθηκε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο). 

Αρχικά εκλέγηκε μητροπολίτης Κερύνειας το 1889, δηλαδή 11 χρόνια ύστερα από την αλλαγή καθεστώτος στην Κύπρο και την έναρξη της αγγλοκρατίας. Ο μητροπολιτικός θρόνος Κερύνειας είχε κενωθεί, γιατί ο τότε οικείος μητροπολίτης Χρύσανθος προτίμησε να μετακινηθεί στη μητρόπολη Κιτίου. Γιατί, αφού το αξίωμα ήταν το ίδιο; Απλούστατα, γιατί η μητρόπολη Κιτίου ήταν πιο εύρωστη από τη μικρή μητρόπολη Κερύνειας. Κάλυπτε τόσο τη Λάρνακα, όσο και τη Λεμεσό. Σημειώνεται ότι πολλοί αρχιερείς έθεταν υποψηφιότητα και εκλέγονταν βουλευτές, δηλαδή μέλη του Νομοθετικού συμβουλίου, που ήταν κοινοβουλευτικός θεσμός, αλλά χωρίς ουσιαστικό ρόλο επί βρετανικής αποικιοκρατίας. 

Όταν απεβίωσε το 1890 ο μητροπολίτης Κιτίου Χρύσανθος, ο Κύριλλος Παπαδόπουλλος ακολούθησε το παράδειγμά του. Μετακινήθηκε από τη μητρόπολη Κερύνειας στη μητρόπολη Κιτίου, το 1893, μετά από τρία χρόνια εκκρεμότητας στις διαδικασίες.

Το 1889 ο μητροπολίτης Κύριλλος Παπαδόπουλλος αναδείχθηκε για πρώτη φορά μέλος του Νομοθετικού συμβουλίου (βουλευτής) και θα παρέμενε, επανεκλεγόμενος, επί πέντε συνεχείς θητείες, μέχρι το 1911. Ήταν ο ηγέτης της παράταξης των αδιάλλακτων ενωτικών.

Εκλέγηκε ως Αρχειπίσκοπος Κύριλλος Β’ το 1909, εν μέσω οξύτατης διαμάχης, η οποία διήρκεσε μια δεκαετία (1900-1910). Ανθυποψήφιός του ήταν ο μητροπολίτης Κερύνειας Κύριλλος Βασιλείου (Κυριλλούδι).

Η θητεία του ήταν σύντομη, αλλά μεστή από ιστορικά γεγονότα. Διεξήχθησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι το 1912-1913, όταν πολλοί Κύπριοι, μεταξύ των οποίων και ιερωμένοι, ακόμη και αρχιερείς (όπως ο μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης, που καταγόταν από την Κρήτη, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Οικουμενικός Πατριάρχης και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, καθώς επίσης και ο αρχιμανδρίτης Μακάριος Μυριανθεύς, μετέπειτα μητροπολίτης Κερύνειας και Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’). 

Στη συνέχεια ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, στον οποίο επίσης συμμετείχαν πολλοί Κύπριοι, ελπίζοντας ότι η Βρετανία, ως σύμμαχος, θα παραχωρούσε την Κύπρο στην Ελλάδα. Αυτό το ενδεχόμενο είχε τεθεί επί τάπητος το 1915, επί πρωθυπουργίας Ελευθέριου Βενιζέλου. Σε διαβήματα προέβη και ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β’. 

Η Βρετανία αρχικά ανταποκρίθηκε θετικά, ωστόσο τελικά η προοπτική της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ναυάγησε, κυρίως λόγω της στάσης της νέας ελληνικής κυβέρνησης Ζαΐμη. Για πολλούς μελετητές αυτή ήταν η μοναδική πραγματικά χαμένη ευκαιρία για επίλυση του κυπριακού ζητήματος προς όφελος της Κύπρου και της Ελλάδας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β’ ήταν 71 ετών, όταν απεβίωσε στις 6 Ιουλίου 1916, αφού παρέμεινε στον θρόνο μόνο για επτά χρόνια. 

Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον διαδέχτηκε το 1916, όπως τον είχε διαδεχτεί και στον μητροπολιτικό θρόνο Κερύνειας το 1895, ο Κύριλλος Βασιλείου (Κυριλλούδι). Είχαν προταθεί και άλλες σημαίνουσες εκκλησιαστικές προσωπικότητες για την πλήρωση του αρχιεπισκοπικού θρόνου, ωστόσο στο τέλος επικράτησε στην εκλογική αναμέτρηση και ενθρονίστηκε ως Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ’.

Στον θρόνο και ο ηγέτης των διαλλακτικών

Ο Κύριλλος Βασιλείου, γνωστός και ως Κυριλλούδι, ο οποίος, εκπροσωπώντας την παράταξη των διαλλακτικών, ήταν ο άλλος πόλος στο αρχιεπισκοπικό ζήτημα του 1900-1910, καταγόταν από την επαρχία Αμμοχώστου. Συγκεκριμένα γεννήθηκε στο Πραστειό το 1859 και γαλουχήθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Κύκκου, όπου εντάχθηκε ως δόκιμος το 1872, σε ηλικία 13 χρόνων. 

Αφού χειροτονήθηκε διάκονος το 1880, απεστάλη στην Ελλάδα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όταν επέστρεψε ως πτυχιούχος στην Κύπρο, διορίστηκε καθηγητής στην Ελληνική Σχολή Λεμεσού και ιεροκήρυκας της μητρόπολης Κιτίου. Το 1895 εξελέγη μητροπολίτης Κερύνειας.

Διεκδίκησε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1900, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου. Ήταν μικρότερος κατά 14 χρόνια από τον ανθυποψήφιό του, Κύριλλο Παπαδόπουλλο (Κυριλλάτσο). Επικράτησε τελικά ο Κυριλλάτσος ως Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β’, αλλά ο Κύριλλος Βασιλείου αναδείχθηκε και αυτός στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ως Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ’, το 1916, μετά από τον θάνατό του.

Επί αρχιεπισκοπίας του Κύριλλου Γ’ συνέβησαν πολλά ιστορικά γεγονότα, καθοριστικά για τον ελληνισμό και για την Κύπρο. Τα κυριότερα ήταν η μικρασιατική καταστροφή το 1922 και η εξέγερση των Κυπρίων τον Οκτώβριο του 1931. Τότε επιβλήθηκε στο νησί στυγνό δικτατορικό καθεστώς αφόρητης καταπίεσης. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες δεν σεβάστηκαν ούτε τον πράο χαρακτήρα, τη συγκαταβατικότητα και τη διαλλακτικότητα του προκαθήμενου της Εκκλησίας της Κύπρου.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ’ απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα, στις 16 Νοεμβρίου 1933, μετά από 17 χρόνια στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο θάνατός του, σε ηλικία 74 χρόνων, σηματοδότησε μιαν άλλη μακρά περίοδο χηρείας του αρχιεπισκοπικού θρόνου. Αυτό οφειλόταν τόσο στις εγωκεντρικές και πολιτικές διαμάχες μεταξύ Κυπρίων αρχιερέων, στο πλαίσιο της διεκδίκησης του θρόνου, όσο και στις ύπουλες μεθοδεύσεις των Βρετανών αποικιοκρατών. 

Το βάρος κράτησε στους ώμους του εκείνη την περίοδο (1933-1947), επί 14 χρόνια, ο μητροπολίτης Πάφου και Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου Λεόντιος. Εκλέγηκε τελικά Αρχιεπίσκοπος το 1947, αλλά έμεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο μόνο για 36 μέρες, αφού απεβίωσε αιφνιδίως!