Εκείνη την άνοιξη του 2020, ενώ ξενυχτούσα δίπλα στον άρρωστο πατέρα, εν μέσω εγκλεισμού λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, άκουσα από το απέναντι σπίτι με τις πικροδάφνες που έφραζαν την είσοδό του, ομιλίες και την καμπάνα ενός εκκρεμούς που κτυπούσε μες στην ησυχία της νύχτας. Ήξερα πως οι μέρες και οι ώρες του παπά σ’ αυτόν τον κόσμο ήταν πλέον μετρημένες και πως το μόνο στο οποίο μπορούσα πια να ελπίζω ήταν να φύγει ήσυχα χωρίς πόνους. Αν εκείνη την ώρα δεν ήμουν στη σκηνή που έμπαινε ο Μέγας Ιεροεξεταστής, στην ταινία Αδελφοί Καραμαζόφ, που παρακολουθούσα στον υπολογιστή μου, θα είχα πιστέψει πως με πήρε ο ύπνος και πως είχα ονειρευτεί τόσο τις φωνές, όσο και τον ήχο του εκκρεμούς, που έμοιαζε πιότερο με το σφύριγμα ενός τραίνου. Μα το σπίτι ήταν εγκαταλειμμένο και έρημο εδώ και χρόνια και το εκκρεμές αν υπήρχε, θα είχε ίσως πωληθεί σε ένα παλαιοπωλείο και τώρα θα σήμαινε την ώρα σε ένα άλλο σπίτι της πόλης.   

Το μόνο βέβαιο ήταν πως ο πατέρας έφευγε από τη ζωή στο σπίτι που έκτισε και έζησε τα τελευταία εξήντα χρόνια, συντροφιά με τις δυο κόρες του και τον γάτο του τον Άργο ξαπλωμένο στα πόδια του. Κανείς δεν μπορούσε να ανακόψει το μεγάλο ταξίδι, για το οποίο ήταν έτοιμος να κινήσει. Το ίδιο πρωί τον είχαμε κατεβάσει στην αυλή όπου επιθυμούσε να πιεί καφέ, κάτω από την καλύφη με ένα ορμητικό ροζ σύννεφο της βουκαμβίλιας. Το γιασεμί ετοιμαζόταν να πελίσει, να βγάλει τα πρώτα του άνθη αφού σύντομα θα έμπαινε το καλοκαίρι. Η νύχτα μύριζε Επιτάφιο και μαζί Ανάσταση, από τη μυρωδιά των ρόδων του Μαγιού που έμπαιναν από την αυλή, μέσω της ανοιχτής μπαλκονόπορτας. Ποτέ πριν δεν έζησαν τέτοιον οργασμό ανθοφορίας οι τριανταφυλλιές του κήπου του.

Οι φωνές και η καμπάνα ενός τραίνου που είχα ακούσει μες στην ησυχία της πόλης που κοιμόταν, ήταν τόσο αληθινές όσο και μεταφυσικές και φαντασιακές, αφού τραίνα δεν έχουμε  στον τόπο μας, τα τραγουδάμε μόνο και τα βλέπουμε σε ταινίες, να φεύγουν μες στη νύχτα διασχίζοντας χιονισμένες στέπες με σημύδες, ή λαμπερές φωτισμένες πολιτείες. Ταυτισμένα στο συλλογικό μας ασυνείδητο με μυστήριο αλλά και με αποχωρισμό και εγκατάλειψη, γι αυτούς που μένουν πίσω στην άδεια πλατφόρμα. Για τους ταξιδιώτες, αντιθέτως, που απομακρύνονται από την πατρίδα, τους δικούς τους ανθρώπους, τους γνωστούς δρόμους και τα κτήρια, όσο η απόσταση μεγαλώνει τόσο απελευθερώνονται από συνήθειες, εθιμοτυπίες, συμβατικότητες τα πρέπει και τα μη. Ο επιβάτης ενός τραίνου ή ενός αεροπλάνου, πλάνητας, μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, μπορεί να ’ρθει πιο κοντά στον εαυτό του, να απελευθερωθεί από όσα τον βάραιναν, να αναθεωρήσει ζωή του και το κάθε τι να πάρει τις πραγματικές του διαστάσεις, ακόμη και να αναγεννηθεί.

Ο ήχος του τραίνου που άκουσα εκείνη τη νύχτα, μου έδωσε την ίδια γνωστή αίσθηση, όπως όταν κάποτε λικνιζόμουν σε ταξίδια για άγνωστους προορισμούς, σε νέες χώρες ή πόλεις, με αχαρτογράφητους δρόμους. Συναπαντήματα με ανθρώπους άγνωστους σε σταθμούς, δρόμους, πλατείες, σε ναούς ή μουσεία. Σπίτια στα οποία έζησα σε διάφορες χώρες στα χρόνια των σπουδών μου. Καφενεία όπου ήπια καφέδες ή ένα ποτήρι κρασί. Άνθρωποι, πόλεις, θάλασσες και βουνά έχουν αφήσει ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους μέσα μου, στο μακρύ πέρασμα του χρόνου. Εκείνη τη νύχτα, που δεν ήταν νύχτα, ούτε πρωί, μα η πιο σκοτεινή ώρα πριν χαράξει, άκουσα φωνές γνώριμες μα μακρινές και οικείες. Η καμπάνα, με παρακινούσε να πάω πίσω, εκεί όπου ξεκίνησα, αναζητώντας μες στον χαμένο χρόνο ανθρώπους που αγάπησα, οι οποίοι έλαμψαν κάποτε στη ζωή μου.   

Ό τι έζησα και θυμάμαι υπάρχει. Ζωντανεύει αυτή τη στιγμή που σας γράφω, καθισμένη σε μια κάμαρα, με τα παντζούρια ανοιχτά, λουσμένη με άπλετο μεσογειακό φως, μιας μέρας καλοκαιριάς κι ας είμαστε μες στην καρδιά του χειμώνα. Βρίσκομαι σε μια παραθαλάσσια πόλη του Νότου, σ’ ένα νησί, στο μακρινότερο και ανατολικότερο άκρο της Μεσογείου, του οποίου οι βόρειες και οι ανατολικές ακτές, τα βουνά κι οι πεδιάδες τελούν εδώ και μισό αιώνα υπό τουρκική κατοχή.

Σ’ αυτό το σταυροδρόμι ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, που ενώνει μα και χωρίζει Ευρώπη, Αφρική και Ασία, ακούω φωνές προγόνων και αγαπημένων προσώπων που μου ψιθυρίζουν λέξεις οι οποίες γίνονται ιστορίες. Μέσω της φαντασίας και της δύναμης της γραφής, ταξιδεύω πίσω στον χώρο και στον χρόνο. Όλα γίνονται προσιτά και οικεία. Επιστρέφω πίσω εκεί που ξεκίνησα, στην πρώτη μας πατρίδα, την παιδική ηλικία. Όσοι επιθυμείτε, μπορείτε να με ακολουθήσετε σ’ αυτό το ταξίδι.

Καλή νέα χρονιά με αίσιο τέλος στην πανδημία…! Καλό μπόλι!

dena.toumazi@gmail.co