Αν ο πλανήτης Γη περιστρεφόταν κανονικά, την ώρα που εσείς θα διαβάζατε αυτές τις γραμμές κάποιος θίασος στην Αμερική θα ανέβαζε τη «Μικρή μας πόλη». Μπορεί, ελέω πανδημίας, η θεατρική δράση ανά τον κόσμο να έχει μπει στον πάγο, εντούτοις το διαχρονικό έργο του Θόρντον Ουάιλντερ παραμένει μια δημοφιλέστατη επιλογή για μια σειρά από λόγους. Και να που έτσι έφερε τα πράγματα η ζωή, το μεγαλείο της οποίας κανείς δεν συνειδητοποιεί εν όσω ζει (όπως πικρά διαπιστώνει η Έμιλι Γουέμπ πριν επιστρέψει στον τάφο της), ώστε το θρυλικό αυτό κείμενο να σημάνει την επανεκκίνηση της σκηνικής δράσης στην Κύπρο.   
 
Ο συμβολισμός της συγκεκριμένης παράστασης «εκτοξεύτηκε» από το ειδικό βάρος και τη θεματική του συγκεκριμένου έργου, σε σημείο που η ευτυχής συγκυρία έμοιαζε σχεδόν μεταφυσική. Το θέατρο διαθέτει αυτή την ιδιότητα, να επιφυλάσσει κραυγαλέες συμπτώσεις με έργα που «κουμπώνουν» με το Τώρα του επίκαιρου παράλληλα με το Πάντα του υπερχρονικού.
 
Αυτό που ζήσαμε έμοιαζε με σύμπτωση, ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερο έργο για τη συγκυρία. Αλλά φυσικά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Χρωστάμε την υπέροχη ψευδαίσθηση στο διορατικό πνεύμα του Αμερικανού συγγραφέα. Όσο συχνά κι αν σεριανίσει κανείς στη μικρή πόλη, δεν μπορεί παρά να αφεθεί σε νέες αντηχήσεις και εκπλήξεις, σε συνάρτηση με τις εκάστοτε προσλαμβάνουσες. «Άλλο» έργο ήταν εκείνο που είχα παρακολουθήσει το 2008 στη Νέα Σκηνή ΘΟΚ σε σκηνοθεσία Χρίστου Σιοπαχά κι άλλο είναι αυτό που υπέγραψε η Αλεξία Παπαλαζάρου εν έτει 2020. Αλλά τι λέω; Άλλο έργο ήταν αυτό που είδε κάποιος τον περασμένο Φεβρουάριο όταν ξεκινούσε η περιοδεία στο πλαίσιο του νέου θεσμού «Εκτός έδρας» κι άλλο τον Ιούνιο. Μοιάζει άλλωστε και τόσο απόκοσμα μακρινός ο πρόσφατος Φεβρουάριος!
 
Είναι μεγάλη υπόθεση για έναν θεατρόφιλο να παίρνει τη «δόση» του μετά από τρεις ολόκληρους μήνες στέρησης. Και μετά από ένα μακρύ διάστημα περιορισμού, με όλη την πίεση και την αβεβαιότητα που συνεπάγεται η πρωτόγνωρη εμπειρία του εγκλεισμού. Δεν ήταν μόνο ο χρονισμός και η πρόσφορη στιγμή που κατέστησαν τόσο εμβριθή τη θέαση. Για πρακτικούς λόγους, για συμμόρφωση με τα πρωτόκολλα υγειονομικής συμπεριφοράς, αλλά και για να κλείσουν το μάτι στον συμπάσχοντα θεατή εξερευνώντας ακόμη πλατύτερα τα όρια του καλλιτεχνικού οράματος του Ουάιλντερ, οι συντελεστές φρόντισαν να προτείνουν μια προσαρμοσμένη παράσταση. Προσαρμοσμένη στον ευρύτερο χώρο του Αμφιθεάτρου της Σχολής Τυφλών, στα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και τους κανόνες υγεινής. Με τον τρόπο αυτό, η χρήση μάσκας από τους ηθοποιούς και η αποφυγή –όσο το δυνατόν- της επαφής μεταξύ τους πετύχαινε ακόμη έναν στόχο εκτός από τον προφανή: προέβαινε σ’ ένα σκωπτικό, άκρως καίριο σχόλιο για τις τραγικωμικές καταστάσεις που υποχρεωτικά βιώνουμε στη σκιά των πρωτοκόλλων.
 
Ακόμη μια παράμετρος που καθόρισε την όλη εμπειρία ήταν φυσικά η ψυχολογία του θεατή. Η διαμορφωθείσα συνθήκη ήταν τέτοια που έδινε την αίσθηση ότι όλοι κάναμε πρόβα, δίναμε εξετάσεις ή συμμετείχαμε σ’ ένα είδος ελεγχόμενου πειράματος, από την έκβαση του οποίου εξαρτάται η αντιμετώπιση των παραστατικών θεαμάτων ανοιχτού χώρου από τους επιδημιολόγους. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι στην πρεμιέρα είχε ευρεία εκπροσώπηση η Επιδημιολογική Ομάδα. Ο καθένας είχε καθήκον να είναι τύπος και υπογραμμός. Με τις μάσκες μας, τις αποστάσεις μας, τη συντεταγμένη είσοδο και αποχώρηση, υπό την κατατοπιστική καθοδήγηση και της ταξιθετικής ομάδας. Με τη συνδρομή και του αφηγητή του έργου (!), που λειτουργεί ταυτόχρονα ως φερέφωνο του συγγραφέα αλλά βολικά κι ως σύνδεσμος μεταξύ σκηνής και πλατείας. Αναπόφευκτα, προκύπτει μια αμηχανία και μια υπερευαισθησία που διαμορφώνει ένα κλίμα χάπενινγκ περισσότερο, που ανταγωνιζόταν το ίδιο το δρώμενο.
 
Υπό αυτή την έννοια, και με δεδομένη τη δίψα για δράση, θα απολαμβάναμε κι ένα μέτριο σκετσάκι. Γιατί όπως οι ήρωες του Θόρντον Ουάιλντερ μάθαμε να εκτιμάμε αυτά που έχουν αξία στη ζωή μόνο αφού τα χάσαμε. Από αυτά τα απλά και καθημερινά, τα επιφορτισμένα με περιεκτικούς συμβολισμούς, προκύπτει ο στοχασμός για την εφήμερη φύση της ανθρώπινης εμπειρίας με φόντο το επιτηδευμένα λαϊκό ύφος του έργου. Η εκδοχή της Αλεξίας Παπαλαζάρου είναι ακόμη πιο λαϊκή και απλουστευμένη και σαφώς συντετμημένη σε διάρκεια, διαλόγους και πρόσωπα. Δεν απαρνείται τις οδηγίες του συγγραφέα, ακολουθεί μια συμμετρική σκηνική προσέγγιση για να διαπραγματευτεί συγκροτημένα και με μπρίο τη μυθοποίηση του συμβατικού και συνηθισμένου, αναδεικνύοντας την έμφυτη λυρικότητα και θεατρικότητά του.
 
Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η μεταθεατρική, διαλεκτική προσπέλαση επιτυγχάνει την προσδοκώμενη αποστασιοποίηση μέσω ακριβώς της εμπλοκής του κοινού. Κι εν τέλει όσο πιο πολύ πατούσε η πρόταση πάνω στα απωθητικά πρωτόκολλα, τόσο πιο εύγλωττα και άμεσα επικοινωνούσε τα οικουμενικά μηνύματα. Και μας καθιστούσε όλους κατοίκους της μικρής πόλης, άμεσα εμπλεκόμενους με τα διαδραματισθέντα.