Πλησιάζοντας στο τέλος ακόμα μιας δύσκολης χρονιάς, με ανατροπές και προκλήσεις, εργοδότες και συνδικαλιστικές οργανώσεις θα υποβάλουν εκατέρωθεν τα αιτήματα τους για την ανανέωση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (σε κλαδικό επίπεδο ή σε επίπεδο επιχείρησης), που εκπνέουν κατά το τέλος του 2023.

Εξερχόμενες από την παρατεταμένη κρίση από την πανδημία του Covid-19, οι επιχειρήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις κυρώσεις στη Ρωσία, που προκάλεσαν σοβαρές αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, ελλείψεις και ιδιαίτερα υψηλές τιμές στα τρόφιμα, τις πρώτες ύλες και την ενέργεια.

Οι τεράστιες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για διαχείριση των προκλήσεων είχαν ως αποτέλεσμα την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής πορείας της κυπριακής οικονομίας και σημαντικών τομέων οικονομικής δραστηριότητας, που κατά τα προηγούμενα χρόνια παρέμειναν ουσιαστικά σε αδράνεια (π.χ. τουρισμός, διοργανωτές εκδηλώσεων και εκθέσεων, κέντρα αναψυχής, κλπ.).

Πέραν των διεθνών εξελίξεων, κατά το 2023 οι επιχειρήσεις κλήθηκαν να διαχειριστούν την εφαρμογή του Εθνικού Κατώτατου Μισθού (ΕΚΜ) και την συνεπαγόμενη αύξηση στα κατώτατα όρια μισθών, την υψηλότερη αύξηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) των τελευταίων ετών (και σε υψηλότερη απόδοση από 50% σε 66,7% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), ενώ από 1/1/2024 θα καταβάλουν αυξημένες κατά 0,5% εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ).

Οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και στην ενέργεια, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις στο εργατικό κόστος, οδηγούν τις επιχειρήσεις που πλέον δεν μπορούν να απορροφήσουν το αυξανόμενο κόστος, σε περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών τους, θέτοντας σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα τους.

Οι πρόσφατες εχθροπραξίες στη Μέση Ανατολή εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν αναπόφευκτα την κυπριακή οικονομία και τις επιχειρήσεις, ενώ η συνέχιση της σύγκρουσης για μεγάλο διάστημα και τυχόν κλιμάκωση της θα μας επηρεάσει σε μεγαλύτερο βαθμό, ειδικότερα τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τουριστικό τομέα.

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις και οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις έχουν δημιουργήσει ένα ασταθές επιχειρηματικό και εργασιακό περιβάλλον. Η συνεχιζόμενη αύξηση του εργατικού κόστους κατά τρόπο ανελαστικό, σε μια περίοδο που η οικονομία παραμένει ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες, αποτελεί επιπρόσθετο αποσταθεροποιητικό παράγοντα.

Συνεπώς, η ειρηνική ανανέωση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και η προσήλωση στις διαδικασίες του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων για επίλυση εργατικών διαφορών που ενδεχομένως να προκύψουν κατά τις διαπραγματεύσεις αποκτά για φέτος ακόμα μεγαλύτερη σημασία.

Ο διαπραγματευτικός κύκλος του 2024 αφορά την ανανέωση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας αριθμού μεμονωμένων επιχειρήσεων αλλά και νευραλγικών κλάδων της οικονομίας (εισαγωγείς μηχανοκίνητων και ηλεκτρικών οχημάτων, νοσηλευτήρια, λιμάνια, αεροδρόμια). Επίσης, παραμένουν υπό διαπραγμάτευση οι Συλλογικές Συμβάσεις που αφορούν τον Κατασκευαστικό Τομέα και την Ξενοδοχειακή Βιομηχανία.

Λαμβάνοντας όλα τα δεδομένα υπόψη, τα αιτήματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων θα πρέπει να είναι ρεαλιστικά και συγκρατημένα, αποφεύγοντας μαξιμαλιστικές προσεγγίσεις, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτά.

Επιπλέον, θα πρέπει να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η διασύνδεση της καταβολής αυξήσεων σε μισθούς και παρεμφερή ωφελήματα με την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Υπενθυμίζεται ότι για την ανανέωση των Συλλογικών Συμβάσεων είχε συμφωνηθεί προ δεκαετιών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ότι το συνολικό κόστος της ανανέωσης των Συλλογικών Συμβάσεων θα κυμαίνεται στο ποσοστό που προκύπτει από τον μέσο όρο της ποσοστιαίας μεταβολής της εθνικής παραγωγικότητας εργασίας ανά απασχολούμενο, της τριετίας που προηγείται του έτους των διαπραγματεύσεων.

Η Ομοσπονδία Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ) επισημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις για ανανέωση των Συλλογικών Συμβάσεων θα πρέπει να διεξαχθούν με καλή πίστη, αναγνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες και τα δεδομένα κάθε κλάδου ή επιχείρησης και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον και τις γεωπολιτικές εξελίξεις, όπως αυτές διαμορφώνονται, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ειρηνική ανανέωση τους.

Στις περιπτώσεις που η ανανέωση των Συλλογικών Συμβάσεων δεν επιτευχθεί στο απευθείας στάδιο, τότε οι δυο πλευρές θα πρέπει να τηρήσουν πιστά τις θεσμοθετημένες διαδικασίες για επίλυση διαφορών, ειδικά στις ουσιώδεις υπηρεσίες, διασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση την προστασία της ασφάλειας και υγείας των πολιτών.

Οι κοινές προσπάθειες θα πρέπει στον νέο κύκλο των διαπραγματεύσεων να επικεντρωθούν στην εκπαίδευση των εργαζομένων για απόκτηση πράσινων και ψηφιακών δεξιοτήτων (upskilling και reskilling) για διασφάλιση της απασχολησιμότητας τους αλλά και για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον, θέτοντας τις βάσεις για την βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας και την πρόοδο της χώρας μας για τα επόμενα έτη.

  • Ανώτερος Λειτουργός, Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων και Κοινωνικής Πολιτικής,
    Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων