Στη διαπίστωση προβλημάτων δεν μπορεί να πει κανείς ότι έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Αν κοιτάξεις τις ατζέντες των κοινοβουλευτικών επιτροπών ή τις δηλώσεις μελών της Κυβέρνησης ή κρατικών αξιωματούχων, πόσο μάλλον κομματικών στελεχών της αντιπολίτευσης, διαπιστώνεις πως είναι βουνά τα προβλήματα που εντοπίζονται και δημοσιοποιούνται.

Το θέμα είναι πως δεν δίνουμε λύσεις έγκαιρα. Δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε, παίζεται. Κάποιες φορές δεν προσπαθούμε καν. Διαπιστώνουμε το πρόβλημα, δακτυλοδείχνουμε ο καθένας και από έναν φταίχτη, γίνεται πανδαιμόνιο στα ΜΜΕ και ΜΚΔ και ξαφνικά η συζήτηση κόβεται μαχαίρι. Αρχίζει μια άλλη για άλλο πρόβλημα, άλλο σκάνδαλο, άλλη κατραπακιά. Και τα προηγούμενα μένουν στο περιθώριο. Μέχρι να ξαναβγούν στην επικαιρότητα, συνήθως επειδή κάτι κακό συμβαίνει πάλι και μας υποχρεώνει να ξαναπιάσουμε την κουβέντα.

Χθες, με αφορμή τη συζήτηση που έγινε για το ρεπορτάζ του Φιλελευθέρου για τις καθυστερήσεις στον περιμετρικό της Λευκωσίας αλλά και τον διάλογο που οργάνωσε το πρωί ο Πανίκος Χατζηπαναγή, στο Τρίτο, με θέμα τα συμβόλαια για μεγάλα έργα του δημοσίου, που σπανίως υλοποιούνται εμπρόθεσμα και μέσα στο αρχικό προϋπολογισθέν κόστος, μέσω μιας αναζήτησης στο διαδίκτυο πέσαμε σε κατεβατό από πρόσφατα δημοσιεύματα του Φιλελευθέρου για τα θέματα δημοσίων συμβάσεων. Και όντως, όλες οι πτυχές των θεμάτων αυτών, που ορθώς ανέσυρε χθες στη δημοσιότητα ο συνάδελφος του ΡΙΚ, συζητήθηκαν ξανά και ξανά και στη Βουλή και αλλού. Συζητήθηκαν εις βάθος, που λέμε. Αλλά λύσεις δεν βρήκαμε να δόθηκαν, μέσα από τα δημοσιεύματα. Και η συζήτηση σταμάτησε. Μέχρι νεοτέρας μάλλον.

Ένα από τα δημοσιεύματα είχε τίτλο «Οδυσσέας Μιχαηλίδης: Αναθέσεις έργων €115 εκατ. χωρίς προσφορές – Γάγγραινα και πεδίο διαφθοράς». Ένας άλλος τίτλος έλεγε «Έργα του δημοσίου: Μια στις δύο προσφυγές γίνεται αποδεκτή – Μπάζουν οι διαγωνισμοί» και ένας άλλος «Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών: Η μείωση (σ.σ. λουκέτο) μικρών (οικοδομικών) επιχειρήσεων μείωσε τις προσφυγές», επειδή, όπως εξηγούσε η τότε πρόεδρος της Αρχής, «έμειναν λίγοι παίκτες στο παιγνίδι». Όπως κι αν ερμηνεύεται αυτό.

Και ένας άλλος τίτλος δημοσιεύματος του Οκτωβρίου του 2023 κατάγγελλε πως «Σε μία μόνο εταιρεία καταλήγει το 90% των δημοσίων έργων». Και ήταν ρεπορτάζ από συνεδρία της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου, όπου, παρουσία του Γενικού Ελεγκτή, συζητήθηκε η ειδική έκθεση που ετοίμασε για τις δημόσιες συμβάσεις.

Σε εκείνη τη συνεδρία λέχθηκαν πολλά που λογικά δεν έπρεπε να μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε σαν να μην συμβαίνει κάτι, χωρίς να αναληφθούν επείγουσες πρωτοβουλίες για να τροποποιηθούν οι σχετικοί με τις προσφορές νόμοι, στο βαθμό που δεν θα καταργούνται υποχρεώσεις έναντι δεσμευτικών αποφάσεων της ΕΕ.

Δυστυχώς, όπως συμβαίνει σε πολλά άλλα θέματα όπου διαπιστώνονται εξωφρενικές αστοχίες και παλινωδίες, καθυστερήσεις, διασπάθιση χρήματος κλπ, κατέληξε και αυτό το θέμα στα αζήτητα. Βγήκε δειλά-δειλά χθες, έκανε (άλλη) μια δήλωση το ΕΤΕΚ και άλλη μία ο πρόεδρος των εργολάβων και υγεία να έχουμε.

Προφανώς θα συνεχίσουν να δικαιώνονται περίπου οι μισές προσφυγές επιχειρηματιών εναντίον αποφάσεων των κρατικών αρχών για ανάθεση διαγωνισμών, θα συνεχίσουν να καθυστερούν μεγάλα και αναγκαία έργα για επουσιώδεις έως εξωφρενικούς λόγους που σκαρφίζονται ακριβοπληρωμένοι δικηγόροι, θα συνεχίσουν να είναι πολύ λίγοι οι παίκτες – διεκδικητές των μεγάλων και πανάκριβων οικοδομικών έργων του κράτους, να καταλήγουν στη Δικαιοσύνη «η μια στις τρεις δημόσιες συμβάσεις» εξαιτίας προβλημάτων μεταξύ αναθέτουσας αρχής και ανάδοχου και να υπάρχουν πολλές αναθέτουσες αρχές, ανάμεσα στις περίπου 650 που υπολογίζονται στο ευρύτερο κράτος, που σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία δεν διαθέτουν την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη.

Με αποτέλεσμα, όπως είχε λεχθεί σε εκείνη τη συνεδρία στη Βουλή, «να τυγχάνουν εκμετάλλευσης κατά τη συνομολόγηση των συμβάσεων από τους ανάδοχους – εργολάβους»! Πιάνονται κορόιδα οι κρατικοί λειτουργοί ήθελαν να πουν; Επειδή δεν σκαμπάζουν ή επειδή «παίζουν και λλίον πελλόν» κάποιοι; Ποιος ξέρει. Θα μείνουμε με τις υποψίες.