Σημαντικά συμπεράσματα προκύπτουν καθημερινά μέσα από τις επίσημες στατιστικές μελέτες που εκπονεί η Στατιστική Υπηρεσία και ιδιαίτερα μέσα από την αναθεώρηση των Εθνικών Λογαριασμών που γίνεται σε ετήσια βάση.

Τα συμπεράσματα αφορούν κυρίως την κατάσταση της ανεργίας, τον έλεγχο της αδήλωτης εργασίας, την παραγωγικότητα, τον πληθωρισμό αλλά και τις απολαβές των μισθωτών και την κερδοφορία των επιχειρήσεων ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

Ως προς το τελευταίο, από την αναθεώρηση των Εθνικών Λογαριασμών που έγινε μόλις τον περασμένο Μάρτιο, προκύπτει το συμπέρασμα πως από το 2012 έως και το 2023 οι απολαβές των μισθωτών μειώθηκαν από το 48.3% του ΑΕΠ στο 41.1%, ενώ την ίδια περίοδο τα κέρδη αυξήθηκαν από το 18% στο 29%.

Η δυσανάλογη αυτή κατανομή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, ενώ οι επιχειρήσεις έκαναν κέρδη, δεν έδιναν και τις ανάλογες αυξήσεις, κυρίως τα χρόνια που υπήρχε ανάκαμψη της οικονομίας (π.χ. 2015-2019).

Αυτή η στατιστική διαπίστωση συνάδει απόλυτα με αυτό που εντόπισε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το 2015. Στις τότε χειμερινές προβλέψεις της, η Επιτροπή διαπίστωσε υψηλά περιθώρια κέρδους στις κυπριακές επιχειρήσεις, ως αποτέλεσμα της μείωσης των μισθών. «Αυτή την κερδοφορία την χρειάζονται οι επιχειρήσεις γιατί η πιστωτική επέκταση είναι αναιμική και δεν έχουν άλλες πηγές χρηματοδότησης», έλεγε τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Με απλά λόγια, από τα πιο πάνω συμπεραίνεται με ασφάλεια πως οι μισθωτοί τα τελευταία χρόνια, μέσα από τις θυσίες τους, μισθολογικές και άλλες, στήριξαν και υποστήριξαν (μεσούσης της οικονομικής κρίσης και αργότερα μεσούσης της πανδημίας) τις κυπριακές επιχειρήσεις και συνέβαλαν στην απαιτούμενη ρευστότητα τους. Κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει ο τραπεζικός τομέας.

Απ’ όλα τα πιο πάνω συμπεραίνεται επίσης πως στην Κύπρο διαχρονικά οι πολλοί (από το σύνολο των απασχολουμένων πέραν του 88% είναι υπάλληλοι) παίρνουν τα λίγα.

Αναφέροντας όλα τα πιο πάνω, σε καμία περίπτωση δεν δαιμονοποιούμε το κέρδος. Θέλουμε να υπάρχουν κερδοφόρες επιχειρήσεις που θα δημιουργούν και θα προσφέρουν στην αγορά ποιοτικές, καλές θέσεις εργασίας.

Απλά, αρθρογραφικά και άλλως πως, διεκδικούμε αυτό που ανήκει στους μισθωτούς πολίτες από τον παραγόμενο εθνικό πλούτο. Διεκδικούμε ισορροπία, που θα δημιουργεί υγεία και ποιότητα στις εργασιακές σχέσεις. Διεκδικούμε το αυτονόητο.

Η ΑΤΑ

Σε μια άλλη παράπλευρη εξέλιξη, το συνδικαλιστικό κίνημα δικαίως διεκδικεί πλήρη επαναφορά του θεσμού της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ). Είναι χρήσιμο να λεχθεί στο σημείο αυτό πως η ΑΤΑ σ’ όλα τα χρόνια λειτουργίας της υπήρξε χρήσιμη και ωφέλιμη για το σύνολο της κυπριακής οικονομίας, όπως αποφάνθηκαν τρεις πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ξεχωριστές χρονικές περιόδους.

Να θυμίσουμε επίσης πως, για εφτά συνεχή χρόνια (2011-2017), η ΑΤΑ ήταν παγοποιημένη και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δεν βελτιώθηκε. Για τα επόμενα τέσσερα καταβάλλετο κατά το ήμισυ (50%) του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), ενώ σήμερα καταβάλλεται στο 66.7%. Όλα αυτά τα χρόνια, η ΑΤΑ, που δεν δόθηκε στους εργαζόμενους, παρέμεινε στα χέρια των εργοδοτών και ασφαλώς ενίσχυσε και την κερδοφορία τους, όπως αυτή τεκμηριωμένα παρουσιάζεται στους Εθνικούς Λογαριασμούς.

Η ΑΤΑ αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στη διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων του τόπου και συμβάλλει στην αποκατάσταση της αγοραστικής αξίας των μισθών.

Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συστήματος συλλογικών συμβάσεων που ελεύθερα συνομολογούνται ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, ενώ η ύπαρξη και παρουσία της δημιουργεί προϋποθέσεις διαρκούς εργατικής ειρήνης αφού συμβάλλει στη συνομολόγηση συμβάσεων πολυετούς διάρκειας. Η διαρκής εργατική ειρήνη βοηθά την οικονομική πρόοδο και ανάπτυξη της χώρας και όλων των επιχειρηματικών μονάδων. Αυτό το στοιχείο από μόνο του θα έπρεπε να κάμνει τους εργοδότες υποστηρικτές του θεσμού και όχι να επιδιώκουν την κατάργηση ή και την υποβάθμιση του.

Η χαμηλή παραγωγικότητα φταίει, όχι η ΑΤΑ

Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε προς όσους υποστηρίζουν πως ο θεσμός είναι αναχρονιστικός, ότι η Κύπρος κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις ήρθε πρώτη στην κούρσα της τότε διεύρυνσης, χωρίς η παρουσία της ΑΤΑ να δημιουργεί οποιονδήποτε πρόβλημα. Βεβαίως ούτε και σήμερα δημιουργεί.

Η ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας δεν απειλείται από την παρουσία της ΑΤΑ, αλλά από τη χαμηλή παραγωγικότητα, από τη διαφθορά που πλεονάζει αλλά και από τη σοβαρή καθυστέρηση που υπάρχει στην απονομή της δικαιοσύνης.

Αναχρονισμός είναι η άρνηση για βελτίωση της παραγωγικότητας, που αποτελεί ευθύνη των εργοδοτών και των εκάστοτε κυβερνήσεων και όχι βεβαίως η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών.

Οικονομολόγος Δημοσιογράφος