Θετική γενικά η πορεία της τιμής του κυπριακού κρατικού ομολόγου, με την απόδοση στη λήξη του δεκαετούς να διαμορφώνεται στο 3%.

Σίγουρα, το κρατικό χρεόγραφο έχει δει και καλύτερες ημέρες αλλά ακόμη και έτσι είναι σημαντικό το ότι η χώρα μπορεί να βγει στις διεθνείς αγορές και να δανειστεί με χαμηλό επιτόκιο για μακρές χρονικές περιόδους.

Για να συνεχίσει βέβαια να συμβαίνει αυτό πρέπει να διατηρηθεί ο χαμηλός συντελεστής χρέους/ΑΕΠ, κάτι που προαπαιτεί αφενός συνετή δημοσιονομική διαχείριση και αφετέρου καλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Κοιτώντας και τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία), το spread, δηλαδή η διαφορά του επιτοκίου με το οποίο δανείζονται συγκριτικά με τη Γερμανία, την «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας, έχει μειωθεί σε χαμηλό αρκετών ετών.

Αυτό καταδεικνύει ότι οι κεφαλαιαγορές δεν ανησυχούν -τουλάχιστον όχι ακόμη- για το ρίσκο αθέτησης πληρωμής των «δεύτερης ταχύτητας» κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης.

Ακόμη και πριν από μερικές εβδομάδες, όταν οι τιμές των αμερικάνικων κρατικών ομολόγων δέχθηκαν σοβαρότατη «επίθεση» λόγω των παλινωδιών Τραμπ, οι οποίες μεταφράστηκαν από τις αγορές ως περαιτέρω αύξηση του κολοσσιαίου αμερικάνικου χρέους και του ρίσκου αποπληρωμής από την υπερδύναμη, τα άλλοτε «υποτιμημένα» ομόλογα των ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου ανταποκρίθηκαν ψύχραιμα, στεκόμενα, δεδομένων των συνθηκών, στο ύψος των περιστάσεων.

Επιστρέφοντας στα κυπριακά χρεόγραφα, το κόστος δεκαετούς δανεισμού κινείται στο 3%, τη στιγμή που η Γαλλία -μια οικονομία προφανώς σημαντικότερη για την Ευρωζώνη- δανείζεται με 3,30% και… ολόκληρες ΗΠΑ με 4,20% για το ίδιο χρονικό διάστημα.

Η Ελλάδα δανείζεται με 3,30%. Βασικότερες αιτίες της ισχυρής ζήτησης για τα κυπριακά και τα ελληνικά χρεόγραφα είναι:

Η ικανοποιητική πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και η υπεραπόδοση της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτός ο συνδυασμός παραγόντων μειώνει τον λόγο Χρέος/ΑΕΠ, κάνει τη μελλοντική αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων ευκολότερη και συνεπώς τους επενδυτές πιο δεκτικούς στο να αγοράσουν κυπριακά και ελληνικά ομόλογα.

Οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας και το βελτιούμενο credit rating των δύο χωρών
πιστοποιούν την πρόοδο που έχει είναι συντελεστεί και μειώνουν το country risk.

Οι ενδείξεις για αυξανόμενο διαμοιρασμό του χρέους μεταξύ των μελών του Ευρωμπλόκ, ειδικότερα σε περιόδους κρίσης, με το σενάριο έκδοσης «κοινού χρέους» να ενισχύει την αισιοδοξία ότι τα κόστη δανεισμού των κρατών-μελών θα συνεχίσουν να συγκλίνουν. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι όποιες συζητήσεις από κοινού χρηματοδότησης ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών.

Παράλληλα, εντείνονται οι ανησυχίες για το υπερβολικό ύψος του χρέους μεγάλων οικονομιών, όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ιαπωνία κλπ., κάτι που πιέζει τα ομόλογά τους. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, τα ομόλογά της υποχωρούν ενόσω οι αγορές αναμένουν τη νέα κυβέρνηση της χώρας να προβεί σε δαπάνες της τάξης του €1 τρισ. ευρώ για άμυνα και τις υποδομές.

Στον αντίποδα, άλλοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι το «αγκάθι» του υψηλού παγκόσμιου κρατικού και ιδιωτικού χρέους παραμένει και ότι όταν νέες κρίσεις κάνουν την εμφάνισή τους, το κόστος δανεισμού των κρατών του Νότου θα επιστρέψει δριμύτερο, πυροδοτώντας νέες δημοσιονομικές κρίσεις χρέους, διασώσεις και… πόνο.

Σημαντικό, πλέον, για Κύπρο και Ελλάδα είναι να παραμείνουν στον σωστό δρόμο, να μην έχουν μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και -γιατί όχι;- να συνεχίσουν να δανείζονται «φθηνότερα» από διεθνείς οικονομικές υπερδυνάμεις. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν η ανθεκτικότητα των ομολόγων των δύο χωρών, αλλά και των πάλαι ποτέ «αδύναμων κρίκων» της Ευρωζώνης θα συνεχιστεί…

*Οικονομολόγος