H οικονομική δυσπραγία για πολλά νοικοκυριά μεταφράζεται και σε αντίστοιχες καθυστερήσεις στην αποπληρωμή οφειλών για στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Από την πολυεπίπεδη έρευνα της Eurostat που αφορά το επίπεδο της στέγασης το 2021, προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία τόσο για την ποιότητα στέγασης, όσο και για τις πληρωμές των εξόδων που καλούνται να διεκπεραιώσουν τα νοικοκυριά.
Το 17,3% του πληθυσμού στην Κύπρο εμφάνισε καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση των οφειλών του, είτε για το ενοίκιο, είτε για τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας, είτε για τη δόση του στεγαστικού του δανείου. Στην ΕΕ ο μέσος όρος ήταν 9,1% το 2021, από 12,4% το 2020.
Μετά την Κύπρο ακολουθεί σε… καθυστέρηση η Κροατία με 16,6 %, η Ιρλανδία (13,6 %) και τα μικρότερα ποσοστά, που υποδηλώνουν και καλύτερη κατάσταση των νοικοκυριών, είναι στην Τσεχία (2,4 %), Ολλανδία (2,6 %), Βέλγιο (4,2 %) και Αυστρία (4,8 %).
Με δεδομένο ότι το 2022 προστέθηκε και ο παράγοντας της ενεργειακής κρίσης, που εκτόξευσε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης, αναμένεται σημαντική αύξηση των παραπάνω ποσοστών στην επόμενη έρευνα της Eurostat.
Επιπλέον, το 2022 έχει ακόμη ένα επιβαρυντικό παράγοντα, που είναι η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, που μεταφράζεται σε ψηλότερη δόση για την εξυπηρέτηση του δανείου κάθε μήνα. Το 2021, μια χρονιά που δεν υπήρχε η ενεργειακή κρίση και όλα τα κράτη της Ευρωζώνης εφάρμοσαν μέτρα δημοσιονομικής στήριξης για τους πολίτες τους ως απάντηση στις επιπτώσεις της πανδημίας Covid, η εικόνα των νοικοκυριών εμφανίζεται αρκετά καλή.
Ένας άλλος τρόπος για να δούμε αν η στέγαση είναι προσιτή, σημειώνει η Eurostat, είναι η σχέση του κόστους στέγασης με το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα. Κατά μέσο όρο στην ΕΕ, το 2021, το 18,9 % του διαθέσιμου εισοδήματος αφιερώθηκε στο κόστος στέγασης. Αυτό διέφερε μεταξύ των κρατών μελών, με τα υψηλότερα ποσοστά να είναι στην Ελλάδα (34,2 %), Δανία (26,3 %) και Ολλανδία (23,9 %). Η Κύπρος σύμφωνα με την ανάλυση της Eurostat, βρίσκεται στην προτελευταία θέση, με το 11,2% του διαθέσιμου εισοδήματος να πηγαίνει στην στέγαση το 2021, όταν ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 18,9%.
Το 70% είναι ιδιοκτήτες
Το να είσαι ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής του σπιτιού σου είναι κάτι που διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Στην ΕΕ, το 2021, το 69,9% του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριό που είχε το σπίτι του, ενώ το υπόλοιπο 30,1% ζούσε σε ενοικιαζόμενες κατοικίες. Τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (95% του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριό που κατείχε το σπίτι του), Σλοβακία (92 %), Ουγγαρία (92 %) και Κροατία (91 %). Στην Κύπρο, το 69,8% των νοικοκυριών είχε το δικό του σπίτι και το 38,2% ήταν ενοικιαστές. Στην Ελλάδα το ποσοστό ιδιοκατοίκησης των νοικοκυριών ήταν 73,3% και των ενοικιαστών 26,7%.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σημαντική αύξηση στις τιμές των διαμερισμάτων
Σε όλα τα κράτη μέλη, εκτός από τη Γερμανία, η ιδιοκτησία ήταν πιο συνηθισμένη. Στη Γερμανία, η ενοικίαση ήταν ελαφρώς πιο συνηθισμένη, με λίγο περισσότερο από το 50% του πληθυσμού να είναι ενοικιαστές. Ακολούθησαν η Αυστρία (46 %) και η Δανία (41%).
Πόλεις και αγροτικές περιοχές
Στην έρευνα της Eurostat σημειώνεται ότι με τις τιμές των κατοικιών και των ενοικίων να αυξάνονται, το κόστος της στέγασης μπορεί να είναι σοβαρή επιβάρυνση. Αυτό μπορεί να μετρηθεί με το ποσοστό υπερφόρτωσης του κόστους στέγασης, το οποίο δείχνει το μερίδιο του πληθυσμού που ζει σε ένα νοικοκυριό όπου το συνολικό κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40 % του διαθέσιμου εισοδήματος.
Στην ΕΕ, το 2021, το 10,4% του πληθυσμού στις πόλεις ζούσε σε ένα τέτοιο νοικοκυριό και το αντίστοιχο ποσοστό για τις αγροτικές περιοχές ήταν 6,2% ενώ στην Κύπρο το ποσοστό είναι αντίστοιχα 3,4% και 5%. Η επιβάρυνση του κόστους στέγασης ήταν υψηλότερη στις πόλεις από ό,τι στις αγροτικές περιοχές σε όλα τα κράτη μέλη, εκτός από τη Ρουμανία, Βουλγαρία, Λιθουανία, Κροατία και Λετονία.
Ζουν μόνοι σε μεγάλα σπίτια οι Κύπριοι
Σύμφωνα με την έκθεση της Eurostat, το μέγεθος της κατοικίας μπορεί να μετρηθεί ως ο μέσος αριθμός δωματίων ανά άτομο. Υπήρχαν κατά μέσο όρο 1,6 δωμάτια ανά άτομο στην ΕΕ το 2021. Μεταξύ των κρατών μελών, ο μεγαλύτερος αριθμός καταγράφηκε στη Μάλτα (2,3 δωμάτια ανά άτομο), ακολουθούν Βέλγιο, Ιρλανδία και Ολλανδία (2,1 δωμάτια). Στην Κύπρο η έρευνα δείχνει ότι αντιστοιχούν 2 δωμάτια ανά άτομο, όπως και στην Ισπανία, Φιλανδία, Λουξεμβούργο.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας ήταν η Πολωνία και η Ρουμανία (και οι δύο με 1,1 δωμάτια), η Κροατία, η Λετονία και η Σλοβακία (όλες με 1,2 δωμάτια κατά μέσο όρο ανά άτομο). Επίσης, στην ΕΕ, το 2021, το ένα τρίτο του πληθυσμού (33,6 %) ζούσε σε σπίτι που θεωρείται πολύ μεγάλο για τις ανάγκες του νοικοκυριού, ποσοστό το οποίο ήταν αρκετά σταθερό από το 2010. Η κλασική αιτία είναι ότι άτομα μεγαλύτερης ηλικίας ή ζευγάρια που παραμένουν στο σπίτι τους είναι μόνοι τους, αφού τα παιδιά τους έχουν μεγαλώσει και έχουν φύγει. Το 2021, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Μάλτα (71,8 %), Κύπρο (70,9 %) και Ιρλανδία (69,1 %) και τα χαμηλότερα στη Ρουμανία (7,2 %), Λετονία (10,1 %) και Ελλάδα ( 11,8 %).
Δεν ζεσταίνουν τα σπίτια – στέγες με διαρροές
Δεν είναι μόνο ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε ένα σπίτι που επηρεάζει την ποιότητα ζωής, αλλά και η ποιότητα της στέγασης, όπως η ικανότητα να διατηρείται ζεστό το σπίτι, η έλλειψη τουαλέτας και ντους και η στέγη που έχει διαρροή.
Στην ΕΕ, το 2021, το 6,9% του πληθυσμού δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει το σπίτι επαρκώς ζεστό. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στη Βουλγαρία (23,7%), Λιθουανία (22,5%), Κύπρο (19,4%) και Ελλάδα (17,5%). Τα χαμηλότερα ποσοστά είναι στη Φινλανδία (1,3 %), Σλοβενία, Σουηδία και Αυστρία (1,7 %).
Κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 1,5% του πληθυσμού δεν είχε τουαλέτα, ντους και μπάνιο. Αυτό ήταν πιο συχνό στη Ρουμανία (21,2 % του πληθυσμού), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία και τη Λετονία (και οι δύο 7,0 %) καθώς και τη Λιθουανία (6,4 %). Όσον αφορά τις στέγες με διαρροή, το 14,8 % του πληθυσμού της ΕΕ είχε τέτοιο πρόβλημα. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην Κύπρο (39,1%), Πορτογαλία (25,2 %) και Σλοβενία (20,8 %).