Η θέση που υιοθέτησε το χθεσινό ECOFIN για εποπτεία το 2024 με βάση την πρόταση της Κομισιόν αλλά με όρους του υφιστάμενου δημοσιονομικού πλαισίου που υποτίθεται ότι θα αντικαθιστούσε, δείχνει ότι η συμφωνία για ουσιαστικές αλλαγές είναι μακριά. Το ερώτημα είναι ποια θα είναι η τύχη της Ελλάδας σε αυτό το μεταβατικό καθεστώς. 

Πολλά ερωτηματικά που θέλουν χρόνο για να απαντηθούν οριστικά άφησε η χθεσινή συνεδρίαση του Ecοfin, για τις αλλαγές των δημοσιονομικών κανόνων αφού αντί για συμφωνία, όπως περίμεναν οι πιο αισιόδοξοι, κατέληξε σε έναν -ακόμη – συμβιβασμό. 

Σε γενικές αρχές οι υπουργοί οικονομικών της ΕΕ συμφώνησαν από το 2024 να εφαρμοστεί η πρόταση που έκανε τον περασμένο Νοέμβριο η Κομισιόν, για τις αλλαγές στον τρόπο δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών, ειδικά αυτών που έχουν χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα.

Ωστόσο, η εποπτεία αυτή όμως αν και περισσότερο εξειδικευμένη ανά χώρα, θα βασίζεται στο σημερινό Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δηλαδή αυτό το οποίο φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει.

Η πρόταση της Επιτροπής, προβλέπει ότι οι χώρες που έχουν χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ, θα συνάπτουν αρχικά ένα τετραετές συμβόλαιο με την Κομισιόν, αναλαμβάνοντας δέσμευση, για συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους οι οποίοι θα επιτυγχάνονται με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη. Μοναδικό κριτήριο της αξιολόγησης, θα είναι οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, για τις οποίες θα υπάρχει μια συμφωνημένη “οροφή” η οποία θα βοηθά τη μείωση του χρέους. 

Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα τέσσερα χρόνια είναι προφανές ότι δε θα είναι αρκετά για να μειωθεί το χρέος από το 159,3% του ΑΕΠ που αναμένεται να φτάσει το 2023 σε ένα ποσοστό κάτω από το 60% του ΑΕΠ που παραμένει ως ανώτατο όριο.

Σε αυτή την περίπτωση, η πρόταση της Επιτροπής προβλέπει ότι το “συμβόλαιο” αυτό, θα μπορεί να παρατείνεται, φτάνει το κράτος μέλος να δεσμεύεται σε νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων.

Οι λεπτομέρειες 

Το κρίσιμο σημείο που δεν διευκρινίστηκε, είναι αν οι στόχοι που θα συμφωνηθούν τώρα, με κράτη όπως η χώρα μας θα βασίζονται στους εκτός από τα όρια (δηλαδή έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ και χρέος στο 60% του ΑΕΠ) και στους υφιστάμενους δημοσιονομικούς κανόνες.

Ο πρώτος από αυτούς που είναι ο πλέον επαχθής και έχει υποδειχθεί από τον Ευρωπαϊκό Νότο αλλά και τη Γαλλία ως το πρώτο σημείο που θα πρέπει να αλλάξει, είναι ο κανόνας για το χρέος. Δηλαδή την υποχρέωση του κράτους μέλους να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος κατά το 1/20 του τμήματος του χρέους της που βρίσκεται πάνω από 60% του ΑΕΠ.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό ισούται με σταθερή ετήσια μείωση του χρέους κατά 5% του ΑΕΠ. Η επίδοση αυτή είναι εφικτή όσο ο ρυθμός ανάπτυξης είναι κοντά στο 6% όπως ήταν το 2022, αλλά θα γίνεται όλο και πιο δύσκολος να επιτευχθεί, όταν η ανάπτυξη υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα. Τούτο διότι η επίτευξη του, θα απαιτήσει την υιοθέτηση μέτρων λιτότητας.

Τετραγωνισμός του κύκλου 

Η προσπάθεια “τετραγωνισμού του κύκλου” που επιχειρείται με την εφαρμογή της πρότασης της Επιτροπής, με τους όρους του υφιστάμενου δημοσιονομικού πλαισίου, προσπαθεί να κρύψει την απόσταση που υπάρχει ακόμη για συμφωνία σε μια ουσιαστική αλλαγή των κανόνων εποπτείας της ΕΕ. 

Οι αντιθέσεις που συνεχίζουν να υπάρχουν στα συμβούλια των υπουργών του χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά, να επιμένουν ξανά σε μια αυστηρή εποπτεία και τις χώρες του Νότου (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) να πιέζουν για χαλάρωση Μια χαλάρωση, η οποία επιβάλλεται από τις δύο διαδοχικές κρίσεις, του κορονοϊού και τώρα την ενεργειακή, με την τελευταία να έχει χτυπήσει την Ευρώπη, με μεγαλύτερη σφοδρότητα από ότι την Αμερική και την Ασία. 

Με αυτά τα δεδομένα, είναι άγνωστο αν θα υπάρξει μέσα στο 2023, μια συμφωνία για πιο ουσιαστικές αλλαγές, οι οποίες φυσικά θα χρειαστεί να κυρωθούν νομικά, για να ισχύσουν κάποια στιγμή μέσα στο 2024.