«Από μικρός θυμάμαι ότι τα καλοκαίρια μου ποτέ δεν υπήρξαν φυσιολογικά και πως όλες οι «άγριες» περίοδοι της ζωής μου, έλαβαν χώρα ντάλα καλοκαίρι. Υπαρξιακές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, ερωτικές, ταξιδιωτικές. Γεννήθηκα –άρα φταίω-, Ιούνιο μήνα σε άμαξα στη διάρκεια της εκκένωσης του 2ου Παγκοσμίου πολέμου. Φανταστείτε παιδικό… τραύμα.
Στον απελευθερωτικό αγώνα, δεκατριάρης, έκανα φυλακή, πάλι Ιούνιο, επειδή με πιάσανε με φυλλάδια της νεολαίας της ΕΟΚΑ. Με έβαλαν σε κελί  με ποινικούς καταδίκους και το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι δεν με βιάσανε. Το τραύμα μεγεθύνεται.
Στην ηλικία του Χριστού, μου συνέβη η πολυτραυματική εμπειρία του πραξικοπήματος και της εισβολής. Κυνηγητό πριν και πολεμικό σοκ μετά σε όλα τα επίπεδα, μήνα Ιούλιο του ‘74. Όσες φορές ερωτεύτηκα και χτύπησε κόκκινο η λίμπιντο μου, είτε πρόσκαιρα είτε μακροχρόνια, έτυχε πάντοτε να είναι μεσοκαλόκαιρο, όπως τα ερπετά που διψάνε.
Μεγαλώνοντας, τα καλοκαίρια μου φιλοξενούσαν πάντοτε ό,τι πιο δημιουργικά θετικό και ό,τι πιο αρνητικά έντονο μου έχει συμβεί. 
Τα πιο περιπετειώδη Οδυσσειακά ταξίδια μου τα έχω υποστεί καλοκαίρι. Δραπετεύσεις με αυτοκίνητο στις αουτοστράτες της Ευρώπης και με χιλιάδες περιστατικά από γελοία έως επικίνδυνα, μεγάλες ανατροπές και αποφάσεις αλλαγής ζωής και μετακομίσεων με τη σέσουλα, όλα κάτω από τον καυτό ήλιο. 
Παραστάσεις θερινές κάτω από τον θόλο του ουρανού που άλλοτε έριχνε καρεκλοπόδαρα, άλλοτε έλαμπε με χιλιάδες αστέρια –θεατές μας. 
Μάλλον, υποθέτω ότι γενικώς, με χαρακτηρίζει μια χειμέρια νάρκη… φιδιού, ενώ το καλοκαίρι ξεσαλώνω.
Κοντά στα 38 μου έζησα το δημιουργικό σοκ των Ικέτιδων που ενθουσίασαν την Επίδαυρο και σόκαραν αρνητικά τους γηγενείς θεατρόφιλους, πάλι μέσα στον Ιούνιο. Κόντρα τέμπο πάντοτε… Εκείνη η παράσταση ήταν ουσιαστικά αυτή που άνοιξε την πόρτα της Επιδαύρου για τον ΘΟΚ. Στην Κύπρο, βέβαια, δεν άρεσε στους κριτικούς. Την βρήκαν προσβλητική για το Αρχαίο Δράμα. Κάποιοι διαλαλούσαν πως ήταν μια σκέτη σαχλαμάρα. «Ο Κύπριος δεν κλαίει» έγραφαν ορισμένοι. Ο Κύπριος δεν φωνάζει «βοηθάτε με» ούτε βρίζει. Λες και άμα χάσει κάποιος το παιδί του δεν θα κλάψει. Δεν θα φωνάξει. Την πήραμε όμως έξω, προς τιμήν του Εύη Γαβριηλίδη που ήταν διευθυντής, και έγινε χαμός. Στην Επίδαυρο ο κόσμος είχε σηκωθεί 9 φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης σε στιγμές της Μπεμπεδέλη, σε χωρικά του Χριστοδουλίδη και φώναζαν «Ζήτω η Κύπρος»! Όλο αυτό που έβλεπαν οι θεατές επί σκηνής λειτουργούσε σαν μια μαχητική και θυμωμένη παρέμβαση όλων μας, σαν προβοκάτσια σε αυτή την ύπνωση που επικρατούσε στην Κύπρο. 
Η ιστορία της παράστασης γνωστή και διαχρονική. Μετά τον πόλεμο μεταξύ του Άργους και της Θήβας, οι μανάδες των στρατιωτών έρχονται για να ζητήσουν τους νεκρούς για να τους θάψουν. Αυτό 4 χρόνια μετά την εισβολή, παραλληλιζόταν με τις μάνες των αγνοουμένων. Το θέμα ερέθισε την ομάδα μας και όπου πήγε ενθουσίασε. Λονδίνο, Μόσχα, Παρίσι, Νέα Υόρκη. Στην Επίδαυρο ήρθε και ο Κουν για να δει τον μαθητή του. Είχε ενθουσιαστεί κι αυτός! Είπε μάλιστα, το θεωρώ αστείο να το συζητάμε, πως «αυτός θα με ξεπεράσει». Γι’ αυτό και τον είχα αναφέρει στο σημείωμα της παράστασης. Είχα γράψει τότε πως: «Σε πρώτο πλάνο ο πόλεμος. Ακολουθούν οι αγνοούμενοι, οι νεκροί, οι χαροκαμένες μάνες, οι βιασμένες αρραβωνιαστικιές και οι σύζυγοι, τα ορφανά των
σκοτωμένων και οι συντριμμένοι συγγενείς. Όλα αυτά που γράφτηκαν από τον Ευριπίδη πριν 2.500 χρόνια στις Ικέτιδες, ταιριάζουν στην Κύπρο του 1979. Κάτι περισσότερο. Συνθέτουν την πρόσφατη ιστορία της. Και από κοντά η άγνοια, η προδοσία, το αδιέξοδο, η αφροσύνη, η εξάρτηση, η τρέλα -η ανεπίσημη ιστορία. Βιώματα που οδήγησαν σε μια «άλλη» ανάγνωση, τέτοια που να επιτρέπει σκληρό και αντιρομαντικό πλησίασμα. Κι ακόμα, θετικά η βαριά σκιά του μεγάλου μας δάσκαλου, Κουν, που καθοδηγούσε κάθε στιγμή την προετοιμασία μας. Νιώσαμε ειλικρινείς προς τη γραμμή που διαλέξαμε για να υπηρετήσουμε το τόσο σημερινό έργο του αρχαίου ποιητή και δουλέψαμε με ένα ειδικό, σχεδόν θρησκευτικό, πάθος για να το συνδέσουμε με μας εδώ, χωρίς δημαγωγίες αλλά και χωρίς ψευδαισθήσεις. Κι ακόμα πιο πολύ χωρίς τελεσίδικες απόψεις».
Σήμερα, 40 χρόνια μετά, η παράσταση γίνεται ξανά και παίζει η κόρη μου, το Νιοβάκι μου. Τότε που την ανέβαζα εγώ γεννήθηκε και σήμερα παίζει στην μια παράσταση που με ανέδειξε και μου άνοιξε πόρτες στα θέατρα του κόσμου. Παράδοξο δεν είναι;» 
 
Φιλgood, τεύχος 231.