Από τις 3 Ιουνίου 2019 οι δραστηριότητες του επενδυτικού ταμείου Woodford Equity Income Fund έχουν ανασταλεί. Το Woodford Equity Income Fund (το «Ταμείο») αποτελεί το κύριο και μεγαλύτερο επενδυτικό ταμείο από τα τέσσερα ταμεία που διαχειρίζεται η Woodford Investment Management, ένας από τους μεγαλύτερους διαχειριστές κεφαλαίων στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) με πάνω από 25 χρόνια πείρας στον τομέα. Το εν λόγω Ταμείο, με αξία που υπολογιζόταν στα £3,71 δισ., ανήκει στην κατηγορία των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (UCITS).
Κατά τη διάρκεια των πρώτων 2,5 ετών λειτουργίας του (ιδρύθηκε στις 2 Ιουνίου 2014), το Ταμείο συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα επενδυτικά ταμεία με την καλύτερη απόδοση στον τομέα του. Περί τα τέλη του 2016 άρχισε να επιδεικνύει χαμηλές αποδόσεις και ως εκ τούτου διάφοροι επενδυτές του Ταμείου άρχισαν να πωλούν/εξαργυρώνουν τις μετοχές τους με αποκορύφωμα την αίτηση για εξαργύρωση μετοχών αξίας £260 εκατ. από έναν εκ των μεγαλύτερων επενδυτών (Kent County Council) του Ταμείου. Μετά από το τελευταίο αυτό γεγονός η Link Fund Solutions («Link»), ο εγκεκριμένος εταιρικός διευθυντής του Ταμείου, αποφάσισε να αναστείλει τη λειτουργία του, αφενός λόγω της έλλειψης ρευστότητας από τις αυξημένες αιτήσεις των μετόχων για εξαργύρωση των μονάδων τους στο Ταμείο και αφετέρου, για τον εκ νέου καθορισμό του χαρτοφυλακίου του Ταμείου σε πιο εμπορεύσιμες και ρευστοποιήσιμες αξίες.
Το Ταμείο έπρεπε να συμμορφώνεται με τις οδηγίες για UCITS και οι οποίες καθορίζουν ως ανώτατο ποσοστό των αξιών που κατέχουν σε μη-εισηγμένες επενδύσεις το 10%. Ως ένα τρόπο για διαχείριση αυτού του περιορισμού, η Διεύθυνση του Ταμείου επέλεξε τέσσερις συγκεκριμένες μη-εισηγμένες επενδύσεις που κατείχε και τις προόρισε για εισαγωγή στο χρηματιστήριο του Guernsey, χωρίς αυτό ωστόσο, να αποτελεί εγγύηση ότι οι επενδύσεις αυτές θα μπορούσαν να πωληθούν πιο εύκολα όντας εισηγμένες σε ένα χρηματιστήριο, κάτι που επιβεβαιώθηκε εκ των υστέρων, αφού οι τέσσερις αυτές μετοχές δεν είχαν κάποια διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Guernsey. Αυτή η τακτική ακολουθήθηκε γιατί ήταν σε συνάρτηση με τους κανονισμούς, την επενδυτική πολιτική και τους στόχους του Ταμείου, όπως καθορίζονται στο Prospectus.
Ο γενικός διευθυντής της εποπτικής αρχής του ΗΒ για χρηματοοικονομική συμπεριφορά (Financial Conduct Authority – FCA), Andrew Bailey, εξέφρασε την αντίθεσή του προς αυτή την πρακτική, αν και η εισαγωγή αυτών των επενδύσεων στο χρηματιστήριο ήταν εντός των επιτρεπόμενων κανονισμών. Επίσης, ο συνέταιρος στο δικηγορικό γραφείο Foot Anstey, Alan Hughes, αναρωτήθηκε αν αυτή η πρακτική είναι προς όφελος των επενδυτών. Κάποιοι, ίσως, πρέπει να διερωτηθούν εάν η υπερβολικά τεχνική προσέγγιση (tick-box approach) στη νομοθεσία και τους κανονισμούς χωρίς τη δέουσα προσοχή και σημασία στο σκοπό που υπάρχουν αυτοί οι κανονισμοί και ποιους θέλουν να προστατέψουν, είναι η κατάλληλη προσέγγιση για κάποιες αποφάσεις.
Το Υπουργείο Οικονομικών του ΗΒ και τα Μέλη του Κοινοβουλίου εξετάζουν ενδελεχώς το κατά πόσο το FCA, ως ρυθμιστική Αρχή, πήρε όλα τα απαραίτητα μέτρα από την περίοδο που το Ταμείο παρουσίαζε χαμηλές αποδόσεις (τέλος του 2016), ούτως ώστε να αποτρέψει αυτό που τελικά έγινε και το οποίο εγείρει ανησυχίες και αμφιβολίες ως προς τη σωστή επίβλεψη και εποπτεία των Επενδυτικών Ταμείων από τις ρυθμιστικές/εποπτικές Αρχές και τον αντίκτυπο που αυτό μπορεί να έχει στους επενδυτές, στην εμπιστοσύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και κατ’ επέκταση στην οικονομία μιας χώρας.
Άρα, είναι πολύ σημαντικό, το Διοικητικό Συμβούλιο οποιασδήποτε εταιρείας και στην περίπτωση των επενδυτικών ταμείων και οι Επενδυτικοί Σύμβουλοι, να ενεργούν ναι μεν βάσει των νομοθεσιών και των κανονισμών, αλλά ιδιαιτέρως με ένα ευρύτερο συναίσθημα ευθύνης ως προς το πραγματικό συμφέρον των επενδυτών. Ακόμα πιο έντονο πρέπει να είναι το συναίσθημα ευθύνης που πρέπει να διακατέχει την εκάστοτε ρυθμιστική/εποπτική Αρχή για τους διάφορους τομείς της οικονομίας είτε είναι τράπεζες, επενδυτικά ταμεία, εισηγμένες εταιρείες κτλ.
Η αναστολή λειτουργίας του Woodford Equity Income Fund και οι ανησυχίες που έχουν εγερθεί προς τους συμβούλους αλλά και προς τις ρυθμιστικές Αρχές αναπόφευκτα φέρνουν στο μυαλό μας μνήμες του μακρινού αλλά και πρόσφατου παρελθόντος στην Κύπρο (1999 – Χρηματιστήριο, 2013 – Λαϊκή Τράπεζα, 2018 – Συνεργατισμός) και των ευθυνών που αναλογούν τόσο στους Διοικητικούς Συμβούλους όσο, ίσως και περισσότερο, στις Ρυθμιστικές/Εποπτικές Αρχές. Καλό θα ήταν αυτή η πρόσφατη περίπτωση να αποτελέσει φάρο προς αποφυγή των λανθασμένων πρακτικών του παρελθόντος που ζήσαμε στην Κύπρο.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων 2,5 ετών λειτουργίας του (ιδρύθηκε στις 2 Ιουνίου 2014), το Ταμείο συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα επενδυτικά ταμεία με την καλύτερη απόδοση στον τομέα του. Περί τα τέλη του 2016 άρχισε να επιδεικνύει χαμηλές αποδόσεις και ως εκ τούτου διάφοροι επενδυτές του Ταμείου άρχισαν να πωλούν/εξαργυρώνουν τις μετοχές τους με αποκορύφωμα την αίτηση για εξαργύρωση μετοχών αξίας £260 εκατ. από έναν εκ των μεγαλύτερων επενδυτών (Kent County Council) του Ταμείου. Μετά από το τελευταίο αυτό γεγονός η Link Fund Solutions («Link»), ο εγκεκριμένος εταιρικός διευθυντής του Ταμείου, αποφάσισε να αναστείλει τη λειτουργία του, αφενός λόγω της έλλειψης ρευστότητας από τις αυξημένες αιτήσεις των μετόχων για εξαργύρωση των μονάδων τους στο Ταμείο και αφετέρου, για τον εκ νέου καθορισμό του χαρτοφυλακίου του Ταμείου σε πιο εμπορεύσιμες και ρευστοποιήσιμες αξίες.
Το Ταμείο έπρεπε να συμμορφώνεται με τις οδηγίες για UCITS και οι οποίες καθορίζουν ως ανώτατο ποσοστό των αξιών που κατέχουν σε μη-εισηγμένες επενδύσεις το 10%. Ως ένα τρόπο για διαχείριση αυτού του περιορισμού, η Διεύθυνση του Ταμείου επέλεξε τέσσερις συγκεκριμένες μη-εισηγμένες επενδύσεις που κατείχε και τις προόρισε για εισαγωγή στο χρηματιστήριο του Guernsey, χωρίς αυτό ωστόσο, να αποτελεί εγγύηση ότι οι επενδύσεις αυτές θα μπορούσαν να πωληθούν πιο εύκολα όντας εισηγμένες σε ένα χρηματιστήριο, κάτι που επιβεβαιώθηκε εκ των υστέρων, αφού οι τέσσερις αυτές μετοχές δεν είχαν κάποια διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Guernsey. Αυτή η τακτική ακολουθήθηκε γιατί ήταν σε συνάρτηση με τους κανονισμούς, την επενδυτική πολιτική και τους στόχους του Ταμείου, όπως καθορίζονται στο Prospectus.
Ο γενικός διευθυντής της εποπτικής αρχής του ΗΒ για χρηματοοικονομική συμπεριφορά (Financial Conduct Authority – FCA), Andrew Bailey, εξέφρασε την αντίθεσή του προς αυτή την πρακτική, αν και η εισαγωγή αυτών των επενδύσεων στο χρηματιστήριο ήταν εντός των επιτρεπόμενων κανονισμών. Επίσης, ο συνέταιρος στο δικηγορικό γραφείο Foot Anstey, Alan Hughes, αναρωτήθηκε αν αυτή η πρακτική είναι προς όφελος των επενδυτών. Κάποιοι, ίσως, πρέπει να διερωτηθούν εάν η υπερβολικά τεχνική προσέγγιση (tick-box approach) στη νομοθεσία και τους κανονισμούς χωρίς τη δέουσα προσοχή και σημασία στο σκοπό που υπάρχουν αυτοί οι κανονισμοί και ποιους θέλουν να προστατέψουν, είναι η κατάλληλη προσέγγιση για κάποιες αποφάσεις.
Το Υπουργείο Οικονομικών του ΗΒ και τα Μέλη του Κοινοβουλίου εξετάζουν ενδελεχώς το κατά πόσο το FCA, ως ρυθμιστική Αρχή, πήρε όλα τα απαραίτητα μέτρα από την περίοδο που το Ταμείο παρουσίαζε χαμηλές αποδόσεις (τέλος του 2016), ούτως ώστε να αποτρέψει αυτό που τελικά έγινε και το οποίο εγείρει ανησυχίες και αμφιβολίες ως προς τη σωστή επίβλεψη και εποπτεία των Επενδυτικών Ταμείων από τις ρυθμιστικές/εποπτικές Αρχές και τον αντίκτυπο που αυτό μπορεί να έχει στους επενδυτές, στην εμπιστοσύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και κατ’ επέκταση στην οικονομία μιας χώρας.
Άρα, είναι πολύ σημαντικό, το Διοικητικό Συμβούλιο οποιασδήποτε εταιρείας και στην περίπτωση των επενδυτικών ταμείων και οι Επενδυτικοί Σύμβουλοι, να ενεργούν ναι μεν βάσει των νομοθεσιών και των κανονισμών, αλλά ιδιαιτέρως με ένα ευρύτερο συναίσθημα ευθύνης ως προς το πραγματικό συμφέρον των επενδυτών. Ακόμα πιο έντονο πρέπει να είναι το συναίσθημα ευθύνης που πρέπει να διακατέχει την εκάστοτε ρυθμιστική/εποπτική Αρχή για τους διάφορους τομείς της οικονομίας είτε είναι τράπεζες, επενδυτικά ταμεία, εισηγμένες εταιρείες κτλ.
Η αναστολή λειτουργίας του Woodford Equity Income Fund και οι ανησυχίες που έχουν εγερθεί προς τους συμβούλους αλλά και προς τις ρυθμιστικές Αρχές αναπόφευκτα φέρνουν στο μυαλό μας μνήμες του μακρινού αλλά και πρόσφατου παρελθόντος στην Κύπρο (1999 – Χρηματιστήριο, 2013 – Λαϊκή Τράπεζα, 2018 – Συνεργατισμός) και των ευθυνών που αναλογούν τόσο στους Διοικητικούς Συμβούλους όσο, ίσως και περισσότερο, στις Ρυθμιστικές/Εποπτικές Αρχές. Καλό θα ήταν αυτή η πρόσφατη περίπτωση να αποτελέσει φάρο προς αποφυγή των λανθασμένων πρακτικών του παρελθόντος που ζήσαμε στην Κύπρο.
* Principal, ΚPMG Limited, τηλ. 22 209 000, ηλεκτ. διεύθ. sneophytou@kpmg.com
Οι απόψεις και γνώμες που διατυπώνονται στο παρόν είναι αυτές του συγγραφέα και δεν εκπροσωπούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις και γνώμες της KPMG International ή Οίκων μελών της KPMG. Η επωνυμία της KPMG και το λογότυπο της KPMG είναι εγγεγραμμένα εμπορικά σήματα της KPMG International Cooperative, ελβετικού οργανισμού.