Ένα τέτοιο έγγραφο μπορεί να κατατεθεί στο Κτηματολόγιο και για να αποσυρθεί απαιτείται η συνεργασία του αγοραστή για υπογραφή ακυρωτηρίου εγγράφου και δήλωσης απόσυρσης. Εάν ο αγοραστής δεν συνεργάζεται, ο πωλητής θα πρέπει να τερματίσει τη συμφωνία, αφού προηγουμένως καλέσει τον αγοραστή να προσέλθει στο Κτηματολόγιο για να αποδεχθεί την πώληση και μεταβίβαση του ακινήτου και να πληρώσει το τίμημα πώλησης. Στην περίπτωση ακινήτου χωρίς τίτλο, ο πωλητής θα πρέπει να καλέσει τον αγοραστή να πληρώσει το τίμημα δίδοντάς του εύλογο χρόνο προειδοποίησης και εάν δεν ανταποκριθεί, τότε να το τερματίσει. Εάν το πωλητήριο έγγραφο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο και ο αγοραστής δεν συνεργάζεται για την απόσυρσή του, ο πωλητής θα πρέπει να αποταθεί στο Δικαστήριο, ώστε να εξασφαλίσει διάταγμα για εξάλειψη και διαγραφή του.
Όσον αφορά στο ποσό της κράτησης, συνήθως είτε κρατείται από τον μεσίτη είτε επιστρέφεται στον αγοραστή, αφού ο πωλητής προτιμά να αποφύγει δικαστική διαμάχη και έξοδα, ενώ ταυτόχρονα υποβάλλεται σε αυτά, αντιλαμβανόμενος ότι δεν ενήργησε ορθά. Η αύξηση των τιμών των ακινήτων λόγω του συνεχούς ενδιαφέροντος ως προτιμητέας επένδυσης με σκοπό την ενοικίαση και την απόδοση εισοδήματος αντί τραπεζικής κατάθεσης με μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο, προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών που ασχολούνται με την αγοραπωλησία ακινήτων χωρίς να είναι γνώστες του αντικειμένου.
Η πρόθεση των μερών σε μια συμφωνία αγοράς ακινήτου κατά τον χρόνο που γίνεται η πληρωμή κάποιου ποσού αν αυτό θα είναι επιστρεπτέο ή όχι σε περίπτωση που το ένα μέρος δεν εκπληρώνει τη συμφωνία, είναι αποφασιστικής σημασίας. Η πρόθεση αυτή διακριβώνεται από την πρόβλεψη που τα μέρη έχουν κάνει στη συμφωνία, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι γραπτή. Συνήθως γίνεται από μέρους του αγοραστή κάποια πληρωμή είτε για την κράτηση του ακινήτου μέχρι να γίνει η συμφωνία είτε πληρώνει κάποιο ποσό ως προκαταβολή. Στην περίπτωση που η πληρωμή γίνεται ως μέρος του τιμήματος ή ως προκαταβολή και δεν προβλέπεται οτιδήποτε άλλο σε σχέση με το ποσό αυτό, τότε αν ο αγοραστής δεν εκπληρώσει τη συμφωνία και αυτή τερματιστεί ή ακυρωθεί, το ποσό που πληρώθηκε θα πρέπει να του επιστραφεί, εκτός αν ο πωλητής έχει υποστεί κάποια απώλεια ή ζημιά η οποία αφαιρείται. Όταν όμως το ποσό δίδεται ως ασφάλεια και έχει ως σκοπό την πιστή τήρηση των όρων της συμφωνίας, τότε το ποσό αυτό δεν επιστρέφεται. Πρέπει όμως να είναι λογικό, ώστε να μην θεωρείται ποινική ρήτρα οπότε είναι επιστρεπτέο.
Η γενική αρχή σύμφωνα με τη νομολογία είναι ότι οι αποζημιώσεις υπολογίζονται με βάση τη ζημιά που ο διάδικος υπέστη και όχι με βάση το κέρδος που πιθανόν να καρπώθηκε η άλλη πλευρά με την παραβίαση της συμφωνίας. Ο σκοπός των αποζημιώσεων δεν είναι να θέσουν την πλευρά που δεν ευθύνεται για τον τερματισμό της συμφωνίας σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτήν που ήταν πριν τη σύναψή της. Όπου η παραβίαση της συμφωνίας από μέρους του αγοραστή δεν προκαλεί ζημιά στον πωλητή, το Δικαστήριο θα διατάξει την επιστροφή του ποσού, εκτός εάν πληρώθηκε ως ασφάλεια. Είναι προτιμότερο να αποφεύγεται η υπογραφή πωλητηρίου εγγράφου και ο πωλητής να υπογράφει μόνο δήλωση είσπραξης του ποσού ως ασφάλεια για την πώληση του ακινήτου και ότι το ποσό δεν θα είναι επιστρεπτέο εάν η πώληση δεν ολοκληρωθεί εξαιτίας του αγοραστή εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.