Ύφεση στην Ελλάδα το 2023 βλέπει και η DZ Bank, μετά την ING και την Fitch. Έτσι, υποβαθμίζει σημαντικά την εκτίμησή της για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ το επόμενο έτος και, από 3,9% ανάπτυξη που ανέμενε πριν, πλέον εκτιμά ότι θα συρρικνωθεί κατά 0,7%, έπειτα από “εκρηκτική” ανάπτυξη της τάξης του 6,9% φέτος – η οποία είναι και η υψηλότερη εκτίμηση που έχει δοθεί έως τώρα.

Σημειώνεται ότι την Παρασκευή η Fitch έγινε ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που εκτιμά πλέον ότι η Ελλάδα θα εισέλθει σε ύφεση το 2023, έστω και οριακά, εκτιμώντας συρρίκνωση 0,2% του ΑΕΠ, ενώ ανάλογη ήταν και η εκτίμηση της ING μία ημέρα νωρίτερα. Η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, τοποθετεί την ανάπτυξη της Ελλάδας στο 2,1% το 2023.

Όπως επισημαίνει σε νέα της έκθεση η DZ Bank, η Ελλάδα έχει ήδη επιτύχει σημαντικούς στόχους φέτος, για παράδειγμα την πλήρη αποπληρωμή του χρέους της προς το ΔΝΤ, την αναβάθμιση της αξιολόγησης σε BB+ από την S&P, την επιτυχή λήξη του Μηχανισμού Ενισχυμένης Εποπτείας και την έναρξη της αποπληρωμής των διμερών ελληνικών δανείων από το έτος κρίσης 2010. Επόμενο ορόσημο είναι η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, όπως σημειώνει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: A-Quant: Η αρνητική εικόνα των αγορών επανέρχεται

Ενόψει της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε μια σειρά από μέτρα στήριξης τα οποία περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2023, το προσχέδιο του οποίου κατατέθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, όπως φοροελαφρύνσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αυξήσεις συντάξεων και επιδοτήσεις σε πολλούς τομείς. Ο συνολικός λογαριασμός των μέτρων αυτών προβλέπεται να ανέλθει σε 3,2 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το Υπουργείο Οικονομικών έχει δηλώσει ότι προτεραιότητα έχει η εξισορρόπηση του πρωτογενούς προϋπολογισμού.

Πάντως, όπως παρατηρεί η DZ Bank, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ ήδη επιβραδύνεται. Το δεύτερο τρίμηνο, έφτασε στο 1,2% σε τριμηνιαία βάση, από 2,9% στο πρώτο. Σε ετήσιους όρους, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8% περίπου στα μέσα του έτους, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα βρίσκεται σε καλή θέση για να επιτύχει ανάπτυξη σχεδόν 7% το 2022 συνολικά, παρά την επιβράδυνση.

Το 2023, ωστόσο, όπως προειδοποιεί ο οίκος, είναι πιθανό να δούμε ύφεση στην Ευρώπη, η οποία μπορεί να προκαλέσει συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας λίγο χαμηλότερα από το 1%.

Σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο του προϋπολογισμού, εκτιμά ότι θα είναι ελλειμματικό και το 2023, με το έλλειμα να διαμορφώνεται στο 2% του ΑΕΠ από 5% φέτος, ενώ ο πληθωρισμός από 10% φέτος θα μειωθεί στο 6,5% το 2023.

Σε ό,τι αφορά το ενεργειακό μέτωπο, η DZ Bank επισημαίνει πως προκειμένου να αποφευχθεί η έλλειψη φυσικού αερίου, η Ελλάδα υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία με Γάλλο προμηθευτή ενέργειας, η οποία προβλέπει την παράδοση δύο δεξαμενόπλοιων LNG ανά μήνα έως τον Μάρτιο του 2023. Αυτή η συμφωνία θα βοηθήσει να αντικατασταθούν σχεδόν πλήρως οι παραδόσεις φυσικού αερίου από τη Ρωσία.

Η DZ Bank δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πορεία των ελληνικών ομολόγων Όπως επισημαίνει, εντός της ευρωζώνης οι ελληνικοί τίτλοι έχουν τα υψηλότερα risk premiums. Όντας ο εκδότης με τη χαμηλότερη αξιολόγηση στην περιοχή, η Ελλάδα υποφέρει περισσότερο από τη γενική αποστροφή κινδύνου στην αγορά. Το spread των 10ετών ελληνικών ομολόγων έναντι των ιταλικών ανέρχεται στις 30 μονάδες βάσης, παρόλα αυτά η DZ Bank συνεχίζει να εκτιμά ότι οι ελληνικοί τίτλοι παραμένουν ο κύριος ανταγωνιστής των ιταλικών.

Πάντως, όπως τονίζει, αναμένει ότι τα ελληνικά spreads θα διευρυνθούν περαιτέρω τους επόμενους μήνες. Ενώ το νέο εργαλείο TPI της ΕΚΤ θα παρέχει προστασία έναντι της αναταραχής στην αγορά και των ακραίων κινήσεων, δεν θα αποτρέψει τη σταδιακή αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου των ελληνικών ομολόγων.

Τα spreads οδηγούνται από τη γενική αποστροφή κινδύνου που προκλήθηκε από την στροφή της ΕΚΤ στη νομισματική πολιτική και τον κίνδυνο ύφεσης. Τα ασφάλιστρα κινδύνου για 10ετή ελληνικά ομόλογα ανέρχονται επί του παρόντος σε περίπου 270 μονάδες βάσης και η DZ Bank εκτιμά ότι, κατά το υπόλοιπο του έτους, τα spreads ενδέχεται να διευρυνθούν ακόμη περισσότερο, προς τις 300 μ.β.

Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, συνεχίζει να έχει τον υψηλότερο δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στην ευρωζώνη και την πιο ασταθής τάση στα spreads, ο οίκος συνεχίζει να αξιολογεί την Ελλάδα με “αυξημένο ρίσκο”.

Ωστόσο, σε αντίθεση ειδικότερα με την Ιταλία, η ευνοϊκή τάση αξιολόγησης και η σημαντικά χαμηλότερη πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα θα πρέπει να περιορίσει τη διεύρυνση αυτή, όπως επισημαίνει.

Πηγή: Capital.gr