Του Michael Lynch

Η ExxonMobil δεν έχει πλέον δραστηριότητες στη Ρωσία μετά την “απαλλοτρίωση” του μεριδίου της 30% στο έργο πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου Sakhalin 1, το οποίο παρήγαγε περίπου 250.000 βαρέλια αργού ημερησίως το 2021.

Η λειτουργία της εταιρείας στη Ρωσία είναι παλιά ιστορία, ενώ πρόσφατα η Exxon εξέταζε το ενδεχόμενο να επενδύσει στο τεράστιο κοίτασμα φυσικού αερίου Shtokman-1 στη Θάλασσα του Μπάρεντς. Το εν λόγω κοίτασμα, από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, υπήρξε συχνά… παράνυμφος αλλά ποτέ νύφη: το μέγεθός του προσελκύει μεν τους επενδυτές, αλλά οι διόλου ευνοϊκές συνθήκες για την αξιοποίησή του τους αποτρέπουν.

Η Exxon, όπως και άλλες πετρελαϊκές εταιρείες, βρισκόταν στη Ρωσία, αφού -όπως θα έλεγε και ο διαβόητος ληστής τραπεζών, Willie Sutton: “Εκεί είναι το πετρέλαιο”. Παρόλο που τα στοιχεία για τους ρωσικούς πετρελαϊκούς πόρους δεν είναι τόσο αξιόπιστα όσο σε πολλές άλλες χώρες, η παρουσία των τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελεί ένδειξη ότι οι ανεξερεύνητοι και ανεκμετάλλευτοι πόροι στη Ρωσία είναι η μεγαλύτερη πηγή ενεργειακού εφοδιασμού εκτός των χωρών της Μέσης Ανατολής. Επί χρόνια, η χώρα αψηφούσε τόσο την επιμονή των απαισιόδοξων ότι οι πόροι βρίσκονταν σε οριακά επίπεδα εξάντλησής τους, όσο και την προκατάληψη των Δυτικών ότι χρειαζόταν ξένη τεχνολογική υποστήριξη για να αξιοποιηθούν. Στην πράξη, η κομμουνιστική σοβιετική κυβέρνηση κατόρθωσε να παράγει τεράστιες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου, παρά το στρεβλό οικονομικό σύστημα (και μερικές φορές εξαιτίας του, αν και όχι με τον καλύτερο τρόπο). Οπωσδήποτε η ξένη τεχνολογία βοήθησε, αλλά δεν ήταν ζωτικής σημασίας.

Μπορεί η αποχώρηση της Exxon να επιφέρει μείωση της παραγωγής ρωσικού πετρελαίου, όμως είναι απίθανο οι οδηγοί στις ΗΠΑ να δουν ταμπελίτσες στα πρατήρια βενζίνης που να ενημερώνουν ότι οι δεξαμενές τους είναι άδειες λόγω της αποχώρησης της Exxon από τη Ρωσία. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι οι αγορές θα μείνουν ανεπηρεάστες από την εθνικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Exxon. Βραχυπρόθεσμα, κοιτάσματα όπως το Sakhalin (στη Θάλασσα του Οχότσκ) θα είναι πιο δύσκολο να λειτουργήσουν σε σύγκριση με κοιτάσματα σε άλλες περιοχές της Ρωσίας, όπως στη δυτική Σιβηρία. Η λειτουργία της Exxon βασιζόταν σε δυτικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών και εξοπλισμού πετρελαϊκών πεδίων, αν και -μετά την απαλλοτρίωση- η κυριότητα των γεωτρύπανων δεν είναι ξεκάθαρη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αναταραχή στις αγορές πετρελαίου εν όψει – και ένα πλαφόν που δεν θα βοηθήσει

Η έλλειψη αυτού του εξοπλισμού θα μπορούσε να προκαλέσει μείωση της παραγωγής από τα κοιτάσματα του Sakhalin-1, αλλά οι ποσότητες που θα “χαθούν” δεν είναι σημαντικές σε παγκόσμια κλίμακα. Η επιχειρηματική δραστηριότητα στη Ρωσία μάλλον “θα υποφέρει” λόγω έλλειψης μηχανημάτων και εξοπλισμών που εισάγονταν από τη Δύση, και η ρωσική παραγωγή εκτιμάται πως θα υποχωρήσει κατά 3-5% το 2023, σε συνάρτηση και με τις επιπτώσεις των κυρώσεων. Μέχρι στιγμής, οι Ρώσοι έχουν καταφέρει να βρουν νέους αγοραστές για το πετρέλαιό τους, και στοχεύουν να συνεχίσουν στο ίδιο μοτίβο. Εάν η αγορά πετρελαίου είναι “σφιχτή”, τότε οι τιμές θα αυξηθούν ελαφρώς (3 έως 5 δολάρια το βαρέλι) λόγω της μείωσης των ρωσικών προμηθειών.

Μακροπρόθεσμα, όμως, η υπόθεση προκαλεί περισσότερες ανησυχίες, καθώς σηματοδοτεί ένα νέο είδος πολιτικοποίησης της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων – κι αυτό, σε μια βιομηχανία που ήδη παλεύει με το NIMBY (not-in-my-backyard) καθώς και με τους περιορισμούς ESG στις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα. Το ζήτημα δεν είναι πρωτόγνωρο: η σημαντικότερη εξέλιξη στην πετρελαϊκή βιομηχανία την δεκαετία του 1970 δεν ήταν η “κατάληψη της εξουσίας” από τον OPEC, αλλά η στροφή πολλών πετρελαιοπαραγωγών, ανάμεσά τους και κρατών που δεν ανήκαν στον OPEC, προς την εθνικοποίηση των φυσικών πόρων. Το ενδιαφέρον των κρατών να προσελκύσουν ξένους επενδυτές για το πετρέλαιό τους κόπασε,, εν μέρει για ιδεολογικούς λόγους, αλλά και επειδή οι υψηλότερες τιμές εκτόξευαν τα έσοδά τους. Ας συγκρίνουμε το γεγονός αυτό με τη δεκαετία του 1960, όταν χώρες όπως το Ιράν και το Ιράκ πίεζαν ξένους φορείς εκμετάλλευσης φυσικών πόρων να επενδύσουν στη παραγωγική δυνατότητά τους προκειμένου τα κράτη αυτά να αυξήσουν τα έσοδά τους.

Τη δεκαετία του 1990 παρατηρήθηκε μια αντιστροφή αυτού του πολιτικού καθεστώτος, με την κατάρρευση των τιμών πετρελαίου το 1986 -κάτι που δεν είχε προβλεφθεί- και την αδυναμια των τιμών να ανακάμψουν -παρόλο που πολλοί προέβλεπαν ως αναπόφευκτο το rebound- να οδηγεί τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στον κλάδο να επικεντρώνονται περισσότερο στα οικονομικά μεγέθη και τις αποδόσεις. Το ίδιο έκαναν και τα Υπουργεία Ενέργειας, με την ηγεσία τους σταδιακά να έχει περισσότερο επαγγελματικό παρά πολιτικό υπόβαθρο. Ως αποτέλεσμα, παρόλο που η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του OPEC ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, η τιμή του πετρελαίου διατηρήθηκε σταθερά σε χαμηλά επίπεδα, όπως δείχνει και το παρακάτω γράφημα. Ασφαλώς, η “σταθερότητα” είναι υποκειμενική, αλλά σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1970 ή τη δεκαετία του 2000, αλλά υπήρξε όντως σταθερότητα. 

 Έπειτα, τα πράγματα άλλαξαν. Πρώτον, η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου το 1998 έφερε τον Ούγκο Τσάβες στην εξουσία και καθιέρωσε μια πιο επιθετική τιμολογιακή πολιτική στον OPEC. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Βενεζουελάνος ηγέτης απέπεμψε το μεγαλύτερο μέρος του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού από την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία, αντικαθιστώντας το με πολιτικούς συμμάχους και στρατιωτικούς αξιωματούχους. Η παραγωγή άρχισε μια μακρά καθοδική πορεία. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ ανέτρεψαν τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, αφαιρώντας και άλλο πετρέλαιο από την αγορά. Στη συνέχεια ήρθε ο τυφώνας Κατρίνα, η Αραβική Άνοιξη, και τα λοιπά και τα λοιπά, και η τιμή του πετρελαίου έκανε ράλι. Όπως και στη δεκαετία του 1970, οι πιο “αριστερόστροφοι” πολιτικοί και τα υψηλά έσοδα από το πετρέλαιο οδήγησαν πολλά κράτη στην εθνικοποίηση των φυσικών πόρων. 

Η Exxon πιθανόν να ακολουθήσει τη νομική οδό καταθέτοντας αγωγή κατά της απαλλοτρίωσης των περιουσιακών της στοιχείων από τη Ρωσία, όπως έκανε πριν από μια δεκαετία κατά της Βενεζουέλας. Η εταιρεία κέρδισε μεν εκείνη την απόφαση, αλλά ακόμη προσπαθεί να εισπράξει τις αποζημιώσεις που εκδικάστηκαν. Μια νομική νίκη κατά της Ρωσίας θα μπορούσε να ενισχύσει την προστασία των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε ξένες εταιρείες και να καταστήσει τις επενδύσεις αυτές πιο ελκυστικές: λιγότεροι κίνδυνοι σημαίνουν χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Αυτό θα βελτίωνε μακροπρόθεσμα την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου.

Η αντίθετη εξέλιξη, με τον Πούτιν -μετά τον πόλεμο- να προσελκύει νέους επενδυτές που θα αψηφούν την πρότερη στάση του, θα ενίσχυε τις κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες -όπως της Κίνας- οι οποίες ανησυχούν λιγότερο για τους πολιτικούς κινδύνους (δικαιολογημένα ή όχι) από ό,τι οι ιδιώτες επενδυτές. Αυτό θα μπορούσε να ενθαρρύνει την εθνικοποίηση των πόρων και σε άλλες χώρες, περικόπτοντας τις επενδύσεις και τη μελλοντική προσφορά πετρελαίου, όπως συνέβη και τη δεκαετία του 1970, ειδικά εάν οι κυρώσεις κατά του Ιράν, της Ρωσίας και της Βενεζουέλας συνεχίσουν να ασκούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές του πετρελαίου. Επιπλέον, θα ενίσχυε τη δυνατότητα των κρατικών πετρελαϊκών εταιρειών να ελέγχουν την παγκόσμια προσφοράς πετρελαίου, γεγονός που θα μπορούσε να αποδειχθεί δυσμενές για τις αγορές, ιδίως σε μια νέα πετρελαϊκή κρίση.

Ας ελπίσουμε ότι η Exxon θα κερδίσει τη νομική μάχη κατά της απαλλοτρίωσης των περιουσιακών της στοιχείων από τη Μόσχα. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αναχαιτίσει την τάση για εθνικοποίηση των πόρων: μια τάση που εάν επικρατήσει θα έχει ως χαμένους όχι μόνο την ιδιωτική πετρελαϊκή βιομηχανία αλλά και τους εισαγωγείς και καταναλωτές πετρελαίου.

Πηγή: Forbes