Συνέντευξη στον Σωκράτη Ιωακείμ / Φωτογραφίες: Αντώνης Γ. Αντωνίου

Θεωρείται από πολλούς και όχι άδικα ως ο πατέρας του catering στην Κύπρο, ενώ παράλληλα από το 1997 μέχρι σήμερα κατέχει τη θέση του γενικού γραμματέα του Παγκύπριου Συνδέσμου Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής. Ο λόγος για το Φάνο Λεβέντη τον οποίο συναντήσαμε στο Café go healthy στη Λευκωσία και συζητήσαμε τις σημαντικότερες στιγμές από το βιβλίο της ζωής του.

Γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου του 1960 στην κατεχόμενη Βατυλή και είναι το τρίτο στη σειρά και ο μοναδικός υιός από τα τέσσερα παιδιά του Νίκου Λεβέντη και της Ουρανίας Θεοφάνους.  

«Ο πατέρας μου εργαζόταν ως επιστάτης σε μία εταιρεία. Αρχικά εργαζόταν στη Δεκέλεια και στη συνέχεια ήταν επιστάτης της Cybarco στην Αμμόχωστο για το μεγάλο έργο της κατασκευής του αποχετευτικού. Η Αμμόχωστος πριν 50 χρόνια είχε αποχετευτικό και κάποιοι άλλες περιοχές ακόμη και σήμερα όχι, κάτι το οποίο αναδεικνύει το πόσο μπροστά ήταν ως πόλη για την εποχή της. Η μητέρα μου ήταν οικοκυρά και ασχολείτο με το μεγάλωμα εμένα και των τριών μου αδελφών. Δεν ζήσαμε φτωχικά και ούτε με ιδιαίτερες στερήσεις καθώς είμαστε μία οικογένεια της λεγόμενης μεσαίας τάξης», ανέφερε.

Δημοτικό

Δημοτικό φοίτησε στη Βατυλή και ήταν άριστος ως μαθητής. «Μου άρεσε πάρα πολύ το μάθημα των Νέων Ελληνικών και της Γεωγραφίας. Θυμάμαι όταν γράφαμε μία έκθεση, έγραφα συνολικά οκτώ σελίδες σε αντίθεση με το μέσο όρο των υπολοίπων συμμαθητών μου που ήταν μία σελίδα. Στο Δημοτικό ασχολούμουν και με τον αθλητισμό και συγκεκριμένα με το στίβο όπου διακρινόμουν στα 60 μέτρα, στο άλμα εις μήκος και στο ποδόσφαιρο», υπογράμμισε. Από το κατεχόμενο χωριό του θυμάται όπως μας είπε τα πάντα. «Στο Δημοτικό μου θυμάμαι φοιτούσαν 400 μαθητές. Απολάμβανα την εξοχή του χωριού και τα πολλά περιβόλια. Θυμάμαι τις συκιές και τις ροδιές και τους απέραντους κάμπους με τα σπαρτά, και το ιδιαίτερο προϊόν της Βατυλής, το τριφύλλι. Τότε λειτουργούσε και ένα εργοστάσιο ως αποξηραντήριο τριφυλλιού παρασκευάζοντας ζωοτροφή. Ένα χαρακτηριστικό της Βατυλής ήταν και τα πολλά λεωφορεία που είχε», τόνισε.

Το Γυμνάσιο, η εισβολή και η Αγγλία

Γυμνάσιο, φοίτησε στη Λύση  τα δύο πρώτα χρόνια καθώς ακολούθως  το 1974 έγινε η τουρκική εισβολή. «Και στο Γυμνάσιο ήμουν άριστος ως μαθητής και είχα πάρα πολύ όμορφες αναμνήσεις από το Γυμνάσιο της Λύσης, τόσο από τους καθηγητές, όσο και από τους συμμαθητές μου με τους οποίους κράτησα επαφή αρκετά χρόνια και μετά τον πόλεμο. Δυστυχώς λόγω της εισβολής διδάχθηκα ελληνικά μέχρι τα 14 μου. Το πραξικόπημα και ο πόλεμος με βρήκαν να εργάζομαι σε ένα πρατήριο βενζίνης στη Λευκωσία. Ο πατέρας μου έφυγε όπως και πολλοί άλλοι Κύπριοι στο εξωτερικό για εργασία και η μητέρα μου θεώρησε καλό να μεταβώ και εγώ στην Αγγλία όπου είχαμε συγγενείς. Έμεινα στο Λονδίνο για ένα μήνα και στη συνέχεια κατέληξα στο Μάντσεστερ όπου παρέμεινα για τρία χρόνια πηγαίνοντας σχολείο και δουλεύοντας τα Σαββατοκύριακα σε εστιατόρια, ώστε να καλύψω κάποια προσωπικά μου έξοδα. Έπαιζα αρκετά ποδόσφαιρο τόσο στο σχολείο που φοιτούσα, όσο και με την κυπριακή ομάδα της παροικίας. Αγωνιζόμουν ως δεξί εξτρέμ και ήμουν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας». Επέστρεψε στην Κύπρο το 1977 προσπαθώντας αρχικά να τελειώσει το σχολείο του Παγκυπρίου Γυμνασίου.  «Δυστυχώς, λόγω των προβλημάτων που είχα με τα ελληνικά μου, αποφοίτησα από μία ιδιωτική εμπορική σχολή. Ταυτόχρονα εργαζόμουν σε ξενοδοχείο στη Λευκωσία όπου πιστεύω ήταν και η αιτία που έβαλα ένα τέλος στην καριέρα και στα όνειρα που είχα για να γίνω ποδοσφαιριστής», είπε.

Στρατιωτική θητεία

Το 1978 βρέθηκε αρχικά στο 386 Τάγμα Πεζικού για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως αντιαεροπόρος. Εκεί παρέμεινε 5 μήνες, καθώς στη συνέχεια βρέθηκε στη Λέσχη Αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, αρχικά ως σερβιτόρος του Στρατηγού Κομνηνού και στη συνέχεια ως υπεύθυνος των γραφείων της Λέσχης. «Οι αναμνήσεις από τον Στρατό παραμένουν πάντα στη μνήμη μας. Ο Στρατός είναι μια ζωντανή κοινωνία που δημιουργούνται και αντιπαραθέσεις και φιλίες. Μία αντιπαράθεση που είχα τότε προκάλεσε μία εχθρική στάση από κάποιο αξιωματικό όπου με έστελνε δυσμενείς αποσπάσεις σε ακριτικά κεφάλαια με πολύωρες σκοπιές και κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύκτας».

Η μετάβαση στην Αθήνα 

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1980 πήρε το χαρτί απόλυσης από το Στρατό και την επόμενη μέρα βρέθηκε στην Αθήνα.  «Πήγα για να σπουδάσω τουριστικά αλλά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μέσω μίας συνεργασίας που σύναψα άνοιξα το πρώτο μου μαγαζί στην Αθήνα. Ήταν μία καφετέρια σε μία πάρα πολύ όμορφη περιοχή της Αθήνας.  Από το συγκεκριμένο χώρο, θυμάμαι το ότι τον είχα παραλάβει σε άθλια κατάσταση με πολύ λίγη πελατεία. Κατάφερα με σωστές κινήσεις να απογειώσω το χώρο, ο οποίος αποτελούσε πόλο έλξης για τους επισκέπτες του. Εκεί είχα και ως πελάτη τον αείμνηστο Ελλαδίτη σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη που μέσω αυτού έρχονταν στο μαγαζί μου αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί όπως ο Σταμάτης Γαρδέλης και η Σοφία Αλιμπέρτη», επεσήμανε. Το 1981 αποχωρεί από το συγκεκριμένο χώρο για να δημιουργήσει ένα piano restaurant στην Αθήνα το οποίο λειτούργησε μέχρι το τέλος του 1983.  «Θυμάμαι τη διαδικασία για να στηθεί το μαγαζί το οποίο κατάφερε και πάλι να προσελκύσει εκλεκτή πελατεία», τόνισε. Λίγο πριν την επιστροφή του στην Κύπρο εργάστηκε επίσης και ως σεφ σε ξενοδοχείο της Κεφαλλονιάς για λίγους μήνες.

Η επιστροφή στην Κύπρο 

Στην Κύπρο επέστρεψε στις αρχές του 1984 αρχικά για ξεκουραστεί μέχρι να επιστρέψει και πάλι στην Αθήνα όμως όταν κάνουμε σχέδια ο Θεός γελά. «Εργοδοτήθηκα στην Lapatsa για ένα χρόνο ως υπεύθυνος του εστιατορίου της. Είχα την τύχη και την ευλογία να γνωρίσω τον αείμνηστο Γώγο Παρασκευαΐδη από τον οποίο εισέπραξα μεγάλη αγάπη και εκτίμηση προς το πρόσωπο μου. Ακολούθως αποφάσισα να λειτουργήσω ένα μικρό χώρο δικό μου αρχικά ως πιτσαρία και στη συνέχεια μετακινήθηκα σε ένα άλλο χώρο μεγαλύτερο στη περιοχή της Παλλουριώτισσας όπου στήθηκε στην ουσία το Cimarosa, το οποίο εξελίχθηκε σε μία πολύ πρωτοποριακή ταβέρνα για τα δεδομένα της εποχής και μέσα από δημιουργική μεσογειακή κουζίνα σε συνδυασμό με πολύ ποιοτική μουσική κρατούσε τα σκήπτρα στο χώρο για σχεδόν τρεις δεκαετίες», είπε. Με την άφιξή μου στην Κύπρο και με τη δημιουργία του δικού μου χώρου, ο Φάνος Λεβέντης είχε αρχίσει να προσφέρει υπηρεσίες catering οι οποίες για την τότε εποχή ήταν άγνωστες και αρκετοί ακούγοντας τότε την ορολογία αυτή τον ρωτούσαν αν είχε γράψει βιβλίο για το θέμα για να το προμηθευτούν. «Αρκετοί με αποκαλούν ως το πατέρα του catering στην Κύπρο. Το Cimarosa φιλοξένησε στο χώρο του Προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας και ξένους αξιωματούχους και αποτελούσε σημείο αναφοράς καθώς ξεχώριζε για το καλό του φαγητό. Τότε είχα αποκτήσει και το δίπλωμα μου στο Food & Beverage και θυμάμαι που αρκετοί που σπούδαζαν ως σεφ να επισκέπτονταν το χώρο για να δουν από κοντά και να διδαχθούν από την επιτυχία του χώρου», ανέφερε.

Η εμπλοκή στον ΠΑΣΙΚΑ

Ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής (ΠΑΣΙΚΑ) μπήκε στη ζωή του το 1994. Έπειτα από πολλές κρούσεις που είχε δεχθεί από αξιωματούχους του Συνδέσμου αποφάσισε αρχικά να γίνει μέλος.  «Πολύ σύντομα είχα τη θέση του βοηθού γενικού γραμματέα, ενώ το 1997 ανέλαβα τη θέση του γενικού γραμματέα μία θέση την οποία κατέχω μέχρι σήμερα, είτε μέσω εκλογικών διαδικασιών, είτε μέσω ομόφωνων αποφάσεων των μελών.  Στο αρχείο του ΠΑΣΙΚΑ είναι εγγεγραμμένα σήμερα πέραν των 2.500 μελών. Είναι ο μεγαλύτερος και ο αρχαιότερος σύνδεσμος του κλάδου, αφού λειτουργεί από το 1981 και έχει μέλη σε όλες τις επαρχίες. Ο ΠΑΣΙΚΑ για μένα είναι ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της ζωής μου το οποίο επηρέασε και την επαγγελματική μου δραστηριότητα. Αυτός ήταν και ο λόγος που σταδιακά έχασα την επιχείρηση μου , καθώς οι ώρες που αφιερώνω για το Σύνδεσμο είναι πάρα πολλές καθημερινά και το προσωπικό κόστος είναι τεράστιο. Από την αρχή όμως όταν ανέλαβα αυτή τη θέση, είχα ως στόχο να λειτουργώ με τρόπο ακριβοδίκαιο, παραμερίζοντας πάντα τα δικά μου συμφέροντα. Ήθελα και θέλω ο Σύνδεσμος να έχει αξιοπρέπεια και αναγνώριση από την κοινωνία. Ο Σύνδεσμος δεν παρέμεινε ποτέ μόνο στο συνδικαλιστικό του ρόλο αφού πολλές φορές μέσω συνεργασιών είτε από μόνος τους συνείσφερε μέσω δραστηριοτήτων σε φιλανθρωπικά ιδρύματα», υπογράμμισε.

Στο μεσοδιάστημα όπως μας ανέφερε, ο ΠΑΣΙΚΑ συνεργάστηκε με χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου όπου και συστάθηκε η Ευρωμεσογειακή Ομοσπονδία Εστιατορίων με την ονομασία EMRF με τον ίδιο να διατηρεί τη θέση του Αντιπροέδρου.  «Δυστυχώς οι δραστηριότητες της Οργάνωσης πάγωσαν λόγω των πολιτικών προβλημάτων που προέκυψαν στην περιοχή», είπε.

Πολιτική και ΑΠΟΕΛ

Αν και υπήρξε μία φορά υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στη Λευκωσία, ο ίδιος τονίζει πως σήμερα δεν μπορεί να πει ότι υπάρχει κάποια πολιτική παράταξη που εκφράζει απόλυτα τις θέσεις του. «Υπάρχει ένα πολιτικό κενό το οποίο αντιπροσωπεύει αυτά που πιστεύω. Διαφωνώ με τη καπιταλιστική προσέγγιση σε θέματα οικονομίας. Πιστεύω στον άνθρωπο και στις δυνατότητες που πρέπει να έχει να δημιουργεί και να μεγαλώνει. Αν και δεν θεωρώ πως το κράτος πρέπει να λειτουργεί ως επιχειρηματίας, εντούτοις θεωρώ πως το κράτος πρέπει να έχει αυξημένες αρμοδιότητες σε σχέση με τον εποπτικό του ρόλο. Πιστεύω σε ένα μοντέλο μεικτής οικονομίας, είμαι κάθετα ενάντια στη γραφειοκρατία και ασφαλώς απέναντι σε φαινόμενα όπως αυτά των πολλαπλών συντάξεων. Ως ΠΑΣΙΚΑ συνεργαζόμαστε με όλα τα κόμματα για την προάσπιση των συμφερόντων των μελών μας», είπε. Αν και έχει αρκετό ελεύθερο χρόνο, δηλώνει ότι του αρέσει να ταξιδεύει και να παρακολουθεί στο βαθμό που μπορεί την αγαπημένη μου ομάδα, τον ΑΠΟΕΛ. «Έχω ανησυχίες για το ποδόσφαιρο και μάλιστα πριν 30 χρόνια είχα αρθρογραφήσει για την ανάγκη ύπαρξης του σημερινού VAR», λέει με χαμόγελο…

Προσωπικότητα που θαυμάζει 

Κατά την άποψη του Φάνου Λεβέντη, σήμερα στην Κύπρο δεν έχουμε πολιτικούς που να μπορούν να διαβάζουν το διεθνές πολιτικό πεδίο. «Εξαίρεση αποτελούσε ο αείμνηστος πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης. Τον θαύμαζα γιατί έλεγε την ωμή αλήθεια στον λαό. Παρά το γεγονός πως την απόλυτη ευθύνη για τη μη λύση του Κυπριακού την έχει η Τουρκία, θεωρώ πως έχουμε κάνει πολιτικά λάθη διαχρονικά τα οποία έχουν οδηγήσει το εθνικό μας πρόβλημα σε τέτοιο σημείο που πολύ δύσκολα μπορεί να ανατραπεί», ανέφερε.

Οικογένεια 

Με τη σύζυγο του Μαρία Μιχαήλ με καταγωγή από τον Πεδουλά γνωρίστηκε το 1987 και ευτύχησε να αποκτήσει τρεις κόρες, τη Χριστίνα, την Ράνια και τη Νίκολα.  «Η γυναίκα μου διατηρεί ένα μικρό κατάστημα ένδυσης στο Στρόβολο. Η μεγάλη μου κόρη εργάζεται ως δικηγόρος στην ΕΕ, η Ράνια εργάζεται σε ελεγκτικό οίκο στο Παρίσι και η μικρή μου εργάζεται ως δικηγόρος στην Κύπρο», είπε.

Μότο που τον εκφράζει  

Στο ερώτημα ποιο μότο τον εκφράζει, ένιωσε την ανάγκη να επεκταθεί. «Να κοιτάζεις ψηλά, αλλά να παραμείνεις ταπεινός και προσγειωμένος. Να έχεις ως μέτρο σύγκρισης τον καλύτερο σου για να βελτιώνεσαι. Αυτό είναι κάτι το οποίο έλεγα και στις τρεις μου κόρες. Αποφεύγω επίσης να χρησιμοποιώ τη φράση και μη χειρότερα, καθώς βλέπω πάντα το ποτήρι μισογεμάτο και είμαι ως άνθρωπος φύσει αισιόδοξος», υπογράμμισε.

Στόχοι δεκαετίας

Τέλος, σε ό, τι αφορά στους στόχους που έχει θέσει την επόμενη δεκαετία, έδωσε έμφαση στην ελευθερία του πνεύματος του. «Χωρίς να είμαι πλούσιος, αποφάσισα συνειδητά και θέλω να το συνεχίσω και την επόμενη δεκαετία να είμαι πιο ελεύθερος και άνετος. Παρά το γεγονός ότι μεγαλώνω ηλικιακά, θα ήθελα να παραμείνω νέος στον τρόπο σκέψης. Βλέπω κάθε μέρα ξεχωριστά και δεν μου αρέσει να κάνω μακρόπνοα σχέδια. Θέλω να συνεχίσω να επιμορφώνομαι και να βελτιώνομαι ως άνθρωπος», κατέληξε.

*Από το τεύχος Απριλίου του περιοδικού Forbes