Μόλις το 2,8% των απασχολουμένων στην Κύπρο, ηλικίας 20-64 ετών, είχε δεύτερη δουλειά το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και μεταξύ αυτών το 46,9% ήταν μισθωτοί, ενώ το 44,2% έκαναν τη δεύτερη δουλειά ως αυτοαπασχολούμενοι.

Ως προς την γενικότερη εικόνα που επικρατεί στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Eurostat, το δεύτερο τρίμηνο του 2021, λίγο λιγότερο από το 4% των απασχολουμένων ηλικίας 20-64 ετών είχαν μια δεύτερη δουλειά στην ΕΕ. Μεταξύ αυτών, το 57% όσων είχαν δεύτερη δουλειά έκαναν τη δεύτερη δουλειά τους ως μισθωτοί, ενώ το 39% έκαναν τη δεύτερη δουλειά ως αυτοαπασχολούμενοι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ποια επαγγέλματα έχουν ζήτηση και τι μισθούς προσφέρουν

Στα κράτη μέλη της ΕΕ οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά απασχολουμένων που εργάζονται σε δύο θέσεις εργασίας ήταν η Ολλανδία (10%), η Φινλανδία και η Δανία (από 7%), η Εσθονία και η Λιθουανία (από 6%). Στη Γερμανία, ο αριθμός των εργαζομένων σε δυο θέσεις ήταν 4,5%, στην Πορτογαλία 5%, στην Αυστρία 5,5%, στο Λουξεμβούργο 4,6%, στην Ελλάδα 1,8% και στην Ιταλία 1,7%. Αντίθετα, το 0,5% ή λιγότερο των απασχολουμένων είχε δεύτερη δουλειά στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. 

Σύμφωνα με τη Eurostat, το δεύτερο τρίμηνο του 2021, το 13% των απασχολουμένων ατόμων ηλικίας μεταξύ 20-64 ετών στην ΕΕ ήταν αυτοαπασχολούμενοι. Οι υπόλοιποι απασχολούμενοι ταξινομήθηκαν κυρίως ως μισθωτοί (86%), με μικρότερο ποσοστό (λιγότερο από 1%) να εργάζονται ως συνεισφέροντες οικογενειακοί εργαζόμενοι. Μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων, οι άνδρες ήταν περισσότεροι από τις γυναίκες (67% έναντι 33%). Αντίθετα, υπήρξε μια αρκετά ομοιόμορφη διαίρεση μεταξύ ανδρών και γυναικών που κατηγοριοποιήθηκαν ως μισθωτοί (52% έναντι 48%).

Εξετάζοντας τα δεδομένα ανά ηλικιακή ομάδα, ένα μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων ηλικίας 55-64 ετών ήταν αυτοαπασχολούμενοι (17%) σε σύγκριση με άλλες ηλικιακές ομάδες. Το 4% των ατόμων ηλικίας 15-24 ετών ήταν αυτοαπασχολούμενοι και το 13% των ατόμων ηλικίας 25-54 ετών. Επιπλέον, η αυτοαπασχόληση φαίνεται να είναι ελαφρώς πιο συχνή μεταξύ των εργαζομένων που έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (16% των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ήταν αυτοαπασχολούμενοι σε σύγκριση με το 12% των ατόμων με μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης και 13% με υψηλό μορφωτικό επίπεδο).