Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οι υπουργοί και οι βουλευτές θα είναι υπόλογοι όχι μόνο για την ακίνητη περιουσία που αποκτούν μετά την εκλογή ή τον διορισμό τους, αλλά και για την κινητή περιουσία τους. Αυτό θα ισχύσει νοουμένου ότι θα γίνει δεκτή και η εισήγηση της GRECO, η οποία σε έκθεσή της έκανε σχετική υπόδειξη. 

Ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων πολιτικών ή και ατόμων τα οποία είναι επικεφαλής θεσμών, καλύπτεται από την προωθούμενη νομοθεσία υπό τον τίτλο, «ο περί του Προέδρου, των υπουργών και των βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2021», ο οποίος με δυο λόγια αφορά το πόθεν έσχες κυρίως πολιτικών προσώπων.

Κατά τη διάρκεια χθεσινής συζήτησης του θέματος ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, ετέθη και θέμα ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων των δικαστών, αφού όπως υπέδειξαν μέλη της Επιτροπής, ουδείς πρέπει να μένει ανεξέλεγκτος. Μάλιστα, έγινε αναφορά και σε πρώην δικαστές των οποίων τα ονόματα είδαν το φως της δημοσιότητας σχετικά με υποθέσεις περιουσιακών στοιχείων στις οποίες εμπλέκονταν.

Ενώπιον της Επιτροπής εκλήθη να εκφέρει άποψη για πρόνοιες της προωθούμενης νομοθεσίας και ο πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου κ. Χρίστος Κληρίδης, ο οποίος αρχικά ανέφερε ότι το νομοθέτημα καλύπτει 69 πρόσωπα, περιλαμβανομένου και του Γενικού Ελεγκτή και του βοηθού Γενικού Ελεγκτή, ενώ δεν καλύπτει τους δικαστές και τον Γενικό Εισαγγελέα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Ανάμεσα σε άλλα, ο κ. Κληρίδης παρατήρησε πως η GRECO (παρακολουθεί τη συμμόρφωση κρατών σε θέματα διαφθοράς), υπέδειξε ότι στην Κύπρο δεν καλύπτεται η κινητή περιουσία, της οποίας η αξία μπορεί να είναι τεράστια. Απαντώντας σε σχετικές παρατηρήσεις βουλευτών, ανέφερε ότι μπορεί να περιλαμβάνει από διαμάντια μέχρι και δώρα. Υπέδειξε επίσης, ότι η αξία η οποία πρέπει να θεωρείται η αξία απόκτησης της κινητής περιουσίας, μπορεί να καθοριστεί από ελεγκτές.

Εξήγησε επίσης, πως στην Έκθεση GRECO αναφέρεται, πως δεν πρέπει να συμπεριληφθούν μόνο ο/η σύζυγος και παιδιά του ελεγχόμενου προσώπου αλλά ότι θα πρέπει να διευκρινιστεί και ο όρος «εξαρτώμενος». Υπάρχει, είπε, το ενδεχόμενο περιουσιακά στοιχεία να εγγραφούν σε άλλους εξαρτώμενους, μη ανήλικους, οπόταν στην πραγματικότητα δεν ελέγχονται. 

Η GRECO μας κατέκρινε ότι δεν διευρύναμε τον σχετικό όρο, είπε. 

Αναφέρθηκε επίσης στη σύσταση 7 της GRECO, η οποία ασχολείται με τη σύσταση αποτελεσματικού μηχανισμού παρακολούθησης, κάτι το οποίο καλύπτεται μερικώς από νέο νομοσχέδιο και το οποίο αφορά τους εξωτερικούς ελέγχους. 

Παράλληλα υπέδειξε, πως στο νομοσχέδιο εντοπίζονται κενά ως προς το πώς οδηγούμαστε σε κυρώσεις κατά επηρεαζομένων προσώπων και ποιες είναι αυτές. Εισηγήθηκε επίσης πως πρέπει να καταστούν πιο ξεκάθαρες οι παραπομπές στο ξέπλυμα χρήματος.

Σχολιάζοντας τις αναφορές βουλευτών στους δικαστές και στον Γενικό Εισαγγελέα, ο πρόεδρος των δικηγόρων ανέφερε ότι τάσσεται υπέρ της διαφάνειας. Μπορεί σήμερα να μην εγείρεται θέμα για τους δικαστές αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πιθανή διαφθορά στο μέλλον, οπόταν πρέπει να βρεθούν συνταγματικά οι πρόνοιες οι οποίες θα διασφαλίσουν έστω και τον αυτοέλεγχο των δικαστών, συμπλήρωσε.

Εξάλλου, μιλώντας εκ μέρους του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ) ο κ. Κυριάκος Ιορδάνους, αφού συμφώνησε με όσα ανέφερε ο πρόεδρος των δικηγόρων, ανέφερε ότι αυτό που εξετάζεται είναι «το πώς έφτασε κάποιος ελεγχόμενος στη σημερινή του οικονομική κατάσταση». Εξέφρασε επιφυλάξεις για τις δωρεές που λαμβάνουν τα άτομα που θα ελέγχονται ενώ τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης των προνοιών που αφορούν τη δήμευση περιουσίας. Είπε επίσης πως ίσως θα έπρεπε να ήταν πιο αυστηρές οι ποινές που προνοούνται για όλους όσοι δεν δηλώνουν τις περιουσίες τους.

Ουσιαστικό έλεγχο ζητούν βουλευτές

Η βουλευτής Ειρήνη Χαραλαμπίδου υποστήριξε πως η Βουλή πρέπει να κινηθεί στη βάση πρακτικής λογικής χωρίς να εμπλακεί σε δαιδαλώδεις διαδικασίες και λεπτομέρειες. Αυτό που απαιτείται είναι η πολιτική βούληση για διενέργεια ελέγχου, είπε, εκφράζοντας ταυτόχρονα αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η παρούσα κυβέρνηση έχει αυτή τη βούληση. Διερωτήθηκε επίσης, «πως διασφαλίζεται ότι κάποιος ο οποίος βρίσκεται κοντά στην εξουσία θα ελεγχθεί όπως θα ελεγχθεί κάποιος άλλος ο οποίος δεν σχετίζεται με την εξουσία. 

Η βουλευτής Αλεξάνδρα Ατταλίδου τάχθηκε κατά της προσέγγισης «βουλευτές να ελέγχονται από άλλους βουλευτές». Πρέπει, είπε, αυτό τον ρόλο να αναλάβουν ανεξάρτητα πρόσωπα και να στέλλονται στους ελεγκτές για περαιτέρω έρευνα όσες δηλώσεις φέρονται να έχουν πρόβλημα.

Ο βουλευτής Ανδρέας Θεμιστοκλέους ανέφερε πως έχασε κάθε ελπίδα ότι θα διενεργηθεί κάποια στιγμή έλεγχος πόθεν έσχες. Την ίδια ώρα, τάχθηκε εναντίον του ελέγχου της/του συζύγου του ελεγχόμενου προσώπου.

Τι προνοεί η νομοθεσία για τις δηλώσεις

Με βάση την προωθούμενη νομοθεσία θα ισχύουν και τα ακόλουθα:

> Σε περίπτωση κατά την οποία από την έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής διαπιστώνεται ότι υπόχρεο πρόσωπο (Πρόεδρος Δημοκρατίας, Υπουργοί κ.α.) έχει περιλάβει σε κατατεθείσα δήλωση οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που δεν δικαιολογείται και χωρίς επαρκείς επεξηγήσεις, υπόκειται στις διατάξεις του περί δήμευσης Νόμου.

> Η «δήλωση» που υποβάλλεται αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του ελεγχόμενου προσώπου, περιλαμβανομένων και των περιουσιακών στοιχείων του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων τους.

> Κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο οφείλει, όπως εντός τεσσάρων μηνών από την ανάληψη του αξιώματος του ή παραίτηση από αυτό κ.λπ., καταθέτει δήλωση στην αρμόδια Επιτροπή.

> Η κατάθεση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του εδαφίου (1) δήλωσης επαναλαμβάνεται ανά διετία από την ανάληψη του οικείου αξιώματος.

> Μετά το πέρας του ελέγχου από τους ελεγκτές το αποτέλεσμα αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής.

> Η διενέργεια έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο κατατεθείσας δήλωσης αρχίζει με απόφαση της Επιτροπής, νοουμένου ότι συντρέχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει τεθεί ενώπιόν της γραπτή ένορκη καταγγελία, στην οποία παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία αναφορικά με το περιεχόμενο κατατεθείσας δήλωσης ή και ισχυρισμοί περί απόκρυψης ή παραποίησης συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου ή και παραποίησης εν γένει στοιχείων ή μη περίληψης συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου ή μη αναφοράς συγκεκριμένης διαφοροποίησης περιουσιακών στοιχείων.

(β) Από τον έλεγχο των δηλώσεων, έχουν τεθεί ενώπιον της ευρήματα τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

(γ) Όταν ο επηρεαζόμενος εσκεμμένα έχει υποβάλει δήλωση με ελλιπή, αναληθή ή παραποιημένα περιουσιακά στοιχεία.