Δικαστικά διαβήματα έλαβαν τρεις εταιρείες, οι οποίες διεξάγουν εργασίες που σχετίζονται με το λιμάνι της Λεμεσού, και στο πλαίσιο αυτό ζήτησαν την έκδοση διαταγμάτων προκειμένου να μπλοκάρουν την εφαρμογή των νέων τελών. Ωστόσο, το Διοικητικό Δικαστήριο αφού άκουσε τους προσφεύγοντες, δεν εντόπισε είτε έκδηλη παρανομία, είτε ενδεχόμενο να υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, παράγοντες που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του διατάγματος το οποίο ζητούσαν.
 
Ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, κατά την εξέταση του αιτήματος έκδοσης διατάγματος αναστολής της ισχύος των νέων τελών, τέθηκε μαρτυρία από στέλεχος των επηρεαζόμενων εταιρειών που υποστήριξε ότι οι εταιρείες αυτές «υφίστανται βλάβη και ζημιά άμεσα, αλλά παράλληλα οι αυξήσεις που προβλέπει η τεθείσα σε ισχύ Κανονιστική Διοικητική Πράξη 7/2016, συντελούν στην απώλεια πελατών». Υποστηρίχθηκε περαιτέρω ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία επειδή δυνάμει του νόμου, τα τέλη πρέπει να καθορίζονται μετά από διαβούλευση και όχι μονομερώς από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση.
 
Το Δικαστήριο για τους σκοπούς της ενδιάμεσης θεραπείας που ζητείτο, υπέδειξε ότι «δεν έχω εντοπίσει κανένα λόγο έκδηλης παρανομίας, από αυτούς που οι αιτητές επικαλούνται, που να αναδύεται από το διαθέσιμο ενώπιόν μου υλικό και η παρανομία να είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη. Συνεπώς, κατά την άποψή μου πρόκειται για ζήτημα που χρήζει σοβαρής μελέτης νομικών ισχυρισμών αλλά και γεγονότων». Ως εκ τούτου κρίθηκε πως δεν υπήρχε έκδηλη παρανομία, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος αναστολής ισχύος των νέων τελών.
 
Σε ό,τι αφορά την παράμετρο της ενδεχόμενης ανεπανόρθωτης ζημιάς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «στη βάση του διαθέσιμου υλικού, δεν αποδεικνύεται πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς, μέσα στην έννοια του σχετικού όρου, που στην προκείμενη περίπτωση δεν συγκεκριμενοποιείται και δεν εξειδικεύεται».
 
Με αυτά τα δεδομένα, το αίτημα για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος απορρίφθηκε και το Δικαστήριο, σε μεταγενέστερο στάδιο θα εξετάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης με την οποία τέθηκαν νέα δεδομένα σε ό,τι αφορά τα τέλη και τα δικαιώματα για παρεχόμενες υπηρεσίες στο λιμάνι.