Φαίνεται ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει ανοίξει επιτέλους τα μάτια του μπροστά στην απειλή που στοιχειοθετούν οι εξτρεμιστές Ισραηλινοί έποικοι.
Ενώ η στρατιωτική εκστρατεία του Ισραήλ στη Γάζα συνεχίζεται, η Δυτική Όχθη αφέθηκε να φτάσει σε “σημείο βρασμού”, με την ενθάρρυνση των σκληρών δεξιών υπουργών της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Κλιμάκωση της βίας
Από τότε που η Χαμάς εξαπέλυσε την κτηνώδη επίθεσή της στις 7 Οκτωβρίου, σφάζοντας 1.200 ανθρώπους, κυρίως Ισραηλινούς (μαζί με δεκάδες από αλλοδαπούς από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Ταϊλάνδης), υπήρξε σημαντική αύξηση της βίας στη Δυτική Όχθη. Τα ισραηλινά στρατεύματα εκεί έχουν επανειλημμένα είτε κάνει ότι δεν βλέπουν είτε βοηθήσει ενόπλους εποίκους οι οποίοι έχουν αναγκάσει οικογένειες Παλαιστινίων να εγκαταλείψουν τη γη τους.
Τουλάχιστον 190 Παλαιστίνιοι, μεταξύ των οποίων 43 παιδιά, έχουν χάσει τη ζωή τους στα χέρια των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας και των εποίκων, ενώ περισσότεροι από 2.000 έχουν συλληφθεί και κρατηθεί. Σχεδόν 1.100 έχουν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους. Σχεδόν στις μισές περιπτώσεις, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, οι ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας συνόδευσαν ή υποστήριξαν ενεργά τους εποίκους. Πλέον, ο Μπάιντεν αναφέρει ότι έχει ξεκαθαρίσει στους ηγέτες του Ισραήλ ότι οι επιθέσεις πρέπει να σταματήσουν, σημειώνοντας σε άρθρο του στη Washington Post ότι οι ΗΠΑ εξετάζουν το ενδεχόμενο να εκδώσουν απαγόρευση έκδοσης βίζας εναντίον εξτρεμιστών Ισραηλινών εποίκων οι οποίοι επιτίθενται εναντίον αμάχων στη Δυτική Όχθη.
Επίδειξη δύναμης
Ορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις φαίνεται να είναι άσκοπες, με στόχο την καταστροφή συμβόλων της παλαιστινιακής ταυτότητας. Στρατιώτες κατέρριψαν με μπουλντόζες ένα άγαλμα αφιερωμένο στον αείμνηστο πρόεδρο της Παλαιστίνης Γιασέρ Αραφάτ την περασμένη εβδομάδα, ενώ κατέστρεψαν το μνημείο για την ιδιαίτερα αγαπητή δημοσιογράφο του Al Jazeera, Shireen Abu Akleh, που είχε στηθεί στο σημείο όπου σκοτώθηκε από τις ισραηλινές δυνάμεις ενώ πραγματοποιούσε ρεπορτάζ τον περασμένο Μάιο.
Υπάρχει βαθιά ανησυχία στην Ουάσιγκτον για τις εικόνες του ακροδεξιού υπουργού Εθνικής Ασφάλειας του Νετανιάχου, Ιταμάρ Μπεν-Γκβίρ, να μοιράζει όπλα σε πολίτες στα λεγόμενα “αποσπάσματα κοινοτικής ασφάλειας”. Οι φόβοι ότι τα τυφέκια εφόδου τα οποία παρέχονται από τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να καταλήξουν στα χέρια εξτρεμιστών Ισραηλινών εποίκων απείλησαν να θέσουν μπλόκο σε μια αποστολή όπλων στο Ισραήλ τον περασμένο μήνα.
Όλοι, από τον Μπάιντεν μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ίδια την υπηρεσία ασφαλείας Shin Bet του Ισραήλ, έχουν προειδοποιήσει τον Νετανιάχου ότι, εάν δεν χαλιναγωγηθούν οι έποικοι, οι βιαιοπραγίες τους θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν εκτεταμένη βία στη Δυτική Όχθη, στο ίδιο το Ισραήλ και να επιφέρουν διάχυσή της στην ευρύτερη περιοχή.
Εάν οι αυξανόμενες επιθέσεις οδηγήσουν σε μεγάλης κλίμακας εκτοπισμό Παλαιστινίων, η Χεζμπολάχ μπορεί να αισθανθεί υποχρεωμένη να κλιμακώσει δραματικά τις επιθέσεις της στο Ισραήλ, λέει η Mona Yacoubian, αντιπρόεδρος του κέντρου Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής στο Ινστιτούτο Ειρήνης των Ηνωμένων Πολιτειών. “Ομοίως”, σημειώνει, “οι πληρεξούσιοι του Ιράν οι οποίοι είναι διεσπαρμένοι στην περιοχή θα αύξαναν σίγουρα τον ρυθμό των επιθέσεών τους σε αμερικανικούς στόχους”.
Φορτισμένη ιστορία
Ενώ οι αριθμοί που σε ό,τι αφορά τη Δυτική Όχθη μπορεί να ωχριούν μπροστά στους περίπου 12.000 ανθρώπους στη Γάζα που έχουν χάσει τη ζωή τους τον τελευταίο μήνα, η βία των εποίκων ανατροφοδοτεί μια τραυματική, συναισθηματικά φορτισμένη ιστορία. Όπως αναφέρει σχολαστικά ο Walid Khalidi στο “All That Remains: The Palestinian Villages Occupied and Populated by Israel in 1948”, περισσότερα από 400 παλαιστινιακά χωριά καταστράφηκαν ή ερημώθηκαν το 1948 μετά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Αντικαταστάθηκαν από ισραηλινούς οικισμούς.
‘Εκτοτε, σε πάνω από πέντε δεκαετίες στρατιωτικής κατοχής, έως και 670.000 έποικοι έχουν μετακομίσει στη Δυτική Όχθη, σε οικισμούς οι οποίοι θεωρούνται παράνομοι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η περιοχή έχει γίνει μια δυστοπία για τους Παλαιστίνιους. Ένα διαχωριστικό φράγμα μήκους 711 χιλιομέτρων αποκόπτει τους αγρότες από τη γη τους και τις οικογένειες μεταξύ τους. Εν τω μεταξύ, ατελείωτα σημεία ελέγχου, δρόμοι οι οποίοι προορίζονται μόνο για εβραίους, οι νυχτερινές επιδρομές σε χωριά και η σύλληψη – συχνά χωρίς κατηγορία – χιλιάδων πολιτών, συμπεριλαμβανομένων 500-700 παιδιών κάθε χρόνο, ενισχύουν συνεχώς τα προνόμια της μιας εθνοτικής ομάδας έναντι της άλλης.
Οι Παλαιστίνιοι βλέπουν τις τελευταίες επιθέσεις των εποίκων όχι ως μεμονωμένες εκρήξεις, αλλά ως μέρος ενός συντονισμένου σχεδίου για να τους περιορίσουν σε όλο και μικρότερο τμήμα της συγκεκριμένης επικράτειας. Στον ΟΗΕ, στις 22 Σεπτεμβρίου, ο ίδιος ο Νετανιάχου παρουσίασε έναν χάρτη της “Νέας Μέσης Ανατολής” ο οποίος δείχνει τη Γάζα και την κατεχόμενη Δυτική Όχθη ως τμήματα του Ισραήλ. Ο Ben-Gvir και άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου έχουν δεσμευτεί ανοικτά να προσαρτήσουν τη Δυτική Όχθη στο σύνολό της. Ισραηλινοί υπουργοί έχουν προχωρήσει σε εικασίες περί πιθανότητας να οδηγηθούν οι άμαχοι της Γάζας πέρα από τα σύνορα, στην Αίγυπτο.
Το αν ο Νετανιάχου συμμερίζεται τις φιλοδοξίες τους ή κατευνάζει τα μέλη του σκληρά δεξιού συνασπισμού του προκειμένου να προσκολληθεί στην εξουσία, δεν έχει και τόση σημασία. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: τα ισραηλινά στρατεύματα μπορεί σύντομα να αντιμετωπίσουν ένα τρίτο μέτωπο, εκτός από εκείνα στη Γάζα και στα βόρεια σύνορα με τον Λίβανο, ενώ κάθε ελπίδα να ζητήσουν τη βοήθεια της Παλαιστινιακής Αρχής για τη διακυβέρνηση της Γάζας εξαφανίζεται ταχέως.
Η ανάγκη για νέα ηγεσία και στις δύο πλευρές
Μια μακροπρόθεσμη λύση θα απαιτήσει νέα ηγεσία και από τις δύο πλευρές. Το Ισραήλ πρέπει να συμμετάσχει εκ νέου σε μια ειρηνευτική διαδικασία την οποία έχει εγκαταλείψει στην ουσία εδώ και χρόνια και να αναγνωρίσει ότι η “αιώνια” κατοχή του πρέπει να τερματιστεί. Μέχρι να αποκτήσουν οι Παλαιστίνιοι το δικό τους κράτος, οι συνθήκες που οδήγησαν σε κάθε μεγάλης κλίμακας ξέσπασμα βίας, από την πρώτη και τη δεύτερη Ιντιφάντα μέχρι – ναι – και την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, θα παραμένουν. Δε θα είναι αρκετό να συμφωνήσει κανείς σε μια κατάπαυση του πυρός στη Γάζα – αν και αυτή θα πρέπει να είναι η άμεση προτεραιότητα.
Αν μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Νετανιάχου μοιάζει ανίκανη να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο άλμα, το ίδιο ισχύει και για την Παλαιστινιακή Αρχή, το κυβερνών σώμα το οποίο δημιουργήθηκε ένα χρόνο μετά τις Συμφωνίες του Όσλο του 1993. Ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς, ο οποίος εξελέγη το 2005 για να υπηρετήσει μια τετραετή θητεία και εξακολουθεί να είναι στη θέση του, δεν είναι δημοφιλής, όπως δεν είναι και η ίδια η Παλαιστινιακή Αρχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δε θα ήταν ευπρόσδεκτη πίσω στη Γάζα με τη σημερινή της μορφή. Πρέπει επίσης να μεταρρυθμιστεί πλήρως.
Ωστόσο, στο μεταξύ, η κυβέρνηση του Ισραήλ μπορεί τουλάχιστον να μην επιδεινώνει τα δικά της προβλήματα. Ο απίστευτα υψηλός αριθμός νεκρών στη Γάζα, η περιφρόνηση του Νετανιάχου για τη μοίρα των περισσότερων από 200 ομήρων που κρατούνται από τη Χαμάς και η συνεχιζόμενη απόρριψη μιας εκεχειρίας από το Ισραήλ έχουν ήδη βλάψει σοβαρά την υπόθεση του εβραϊκού κράτους. Το τελευταίο πράγμα το οποίο χρειάζεται είναι να ενθαρρύνει μια μειονότητα εποίκων της οποίας οι ενέργειες υπονομεύουν την ασφάλεια για όλους τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους και αυξάνουν τον κίνδυνο μιας ευρύτερης σύγκρουσης.