Αυτός ο εμπορικός πόλεμος δεν είναι μια συνηθισμένη κρίση, σαν εκείνες που έχουν ταλαιπωρήσει τον καπιταλισμό ανά διαστήματα τα τελευταία χρόνια. Είναι λιγότερο μια καταιγίδα, υποστηρίζει ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, και περισσότερο ένα “παλιρροϊκό κύμα”. Όταν οι ηγέτες ενός επιτυχημένου, εξαρτώμενου από το εμπόριο έθνους μιλούν με αυτόν τον τρόπο, απαιτείται η προσοχή μας.

Και όμως… παρ’ όλη τη δύναμή της, η αναλογία που έδωσε ο αξιωματούχος δεν αποτυπώνει ακριβώς την αλλαγή κλίματος από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο. Πρόκειται μάλλον για κάτι μεγαλύτερο από τους δασμούς – είναι ο ανακριβής τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκαν και στη συνέχεια ανεστάλησαν. Η ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ αντιμετωπίζει νέες απειλές. Η bullish διάθεση με την οποία αντιμετωπίζονταν οι αμερικανικές αγορές έχει πληγεί – το δολάριο έχει υποστεί σφυροκόπημα, οι μετοχές έχουν πέσει, οι φόβοι για ύφεση έχουν αυξηθεί. Και τα κρατικά ομόλογα, που συνήθως δεν είναι επιρρεπή σε απότομες διακυμάνσεις, έχουν δείξει ανησυχητικές κινήσεις.

Οι υπουργοί Οικονομικών που βρέθηκαν στην Ουάσινγκτον για τις συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας πρέπει να ένιωσαν σαν να προσγειώθηκαν σε άλλο πλανήτη. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ υποσχέθηκε μια ειδική υποστήριξη στα δύο θεσμικά όργανα, τα οποία γεννήθηκαν υπό την αιγίδα των ΗΠΑ καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του. Το γεγονός ότι αυτό έγινε δεκτό με ανακούφιση δείχνει ότι κάτι έχει ραγίσει.

Η αναταραχή που επικρατεί επιβάλλει ορισμένα δυσάρεστα ερωτήματα, τα οποία, αν και δεν είναι εντελώς νέα, θεωρούνταν ότι μπορούν να απαντηθούν εν ευθέτω χρόνω. Ξαφνικά, η πρωτοκαθεδρία του δολαρίου, ακόμη και η σχετική ασφάλεια των αμερικανικών τίτλων, τίθενται υπό συζήτηση. Η επιλογή του να βασίζεται κανείς στις εγγυήσεις της Ουάσινγκτον, τόσο στον οικονομικό όσο και στον διπλωματικό τομέα, βρίσκεται τώρα υπό εξέταση.

“Τίποτα δεν είναι μακροπρόθεσμο πλέον”, δήλωσε ο Μάρκους Μπρούνερμαϊερ, ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Πέτερσον (Peterson Institute for International Economics), σε ένα συμπόσιο την περασμένη εβδομάδα. “Όλοι θα είναι απλώς πιο ευέλικτοι”. Τα περιουσιακά στοιχεία που θεωρούνται ασφαλή τώρα φαίνονται επισφαλή. Το να μην έχεις ένα Plan B, πέρα από το να προσβλέπεις στις ΗΠΑ για σωτηρία, όπως κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης των στεγαστικών δανείων το 2008 και του ξεσπάσματος της Covid-19, είναι σαν να φλερτάρεις με άσχημα αποτελέσματα.

Ο ζοφερός τόνος της συνάντησης φαίνεται να αποτελεί σημαντικό δείκτη για την αξιολόγηση της δεύτερης θητείας του Τραμπ. Τον Δεκέμβριο, καθώς οι επενδυτές προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς θα μπορούσε να διαφέρει από την πρώτη του θητεία, το Πέτερσον και η Σχολή Δημόσιας Πολιτικής Λη Κουάν Γιου συγκάλεσαν ένα συνέδριο στη Σιγκαπούρη. Σε ένα πάνελ τέθηκε αυτό που τότε ακουγόταν ένα κάπως προκλητικό ερώτημα: Πώς θα ήταν ένας κόσμος χωρίς τις ΗΠΑ; Φαινόταν λίγο πρώιμο, και δεν υπήρχαν καθησυχαστικά συμπεράσματα. Η αμερικανική ισχύς δεν επρόκειτο να εξαφανιστεί.

Αν η αξιοπιστία της Ουάσινγκτον έχει μειωθεί, ευθύνεται αποκλειστικά ο πρόεδρος. Εσκεμμένα τσεκούριασε μια από τις προϋποθέσεις της επιρροής του: την αξιοπιστία. Η αναστάτωση που προκάλεσε ο Τραμπ είναι απόδειξη της επιρροής που εξακολουθεί να έχει η Αμερική. Αλλά αυτή η επίδειξη ισχύος, που αναπτύχθηκε για να προκαλέσει ζημιά τόσο σε σύμμαχους όσο και σε αντίπαλους, μπορεί να κρύβει και μια υποχώρηση. Οι συζητήσεις στην εκδήλωση της περασμένης εβδομάδας το απέδειξαν. Ο Ουόρικ Μακκίμπιν, καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, ο οποίος ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας, έθεσε το ερώτημα “πόση πρόσθετη προστασία μπορεί να απαιτούν οι επενδυτές για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα”. Θα αρκούσε μια πρόσθετη απόδοση 100 μονάδων βάσης;

Ωστόσο, αυτό που τράβηξε την προσοχή μου ήταν η αναφορά στο Ασιατικό Νομισματικό Ταμείο. Είχα χρόνια να ακούσω για αυτό. Το ταμείο ήταν μια προσπάθεια στα τέλη της δεκαετίας του 1990 να αναπτυχθεί ένα αποθεματικό ταμείο διάσωσης μεταξύ των κυβερνήσεων της περιοχής. Η ιδέα ήταν να μην εξαρτώνται τόσο πολύ από τα δάνεια έκτακτης ανάγκης του ΔΝΤ και του μεγαλύτερου μετόχου του, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Η Ιαπωνία επρόκειτο να διαδραματίσει μεγάλο ρόλο και το σχέδιο είχε αρκετούς υποστηρικτές, μεταξύ των οποίων ο ηγέτης της Μαλαισίας Μαχαθίρ Μοχάμαντ. Αλλά χωρίς την αμερικανική υποστήριξη, το εγχείρημα ναυάγησε. 

Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε έδειξαν τελικά πόσο δύσκολο ήταν να αναπτυχθεί μια ουσιαστική αρχιτεκτονική μπροστά σε μια αντίσταση των ΗΠΑ. Το εγχείρημα αυτό θα συναντούσε τα ίδια εμπόδια σήμερα, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι το δολάριο, με όλα τα ελαττώματά του, θα πρέπει να αποτελέσει μέρος της συμφωνίας. Ούτε η ίδια η Κίνα δεν θέλει διαζύγιο. Όσο το γουάν δεν διαπραγματεύεται ελεύθερα, θα υπάρχουν σημαντικά όρια στο πόσο ακριβώς μπορεί να αμφισβητήσει το δολάριο, αν υποθέσουμε ότι το Πεκίνο το θέλει πραγματικά.

Ο κόσμος εξακολουθεί να “ανήκει” στο δολάριο, και είναι κατ’ επέκταση στο χέρι της Αμερικής να τον χάσει. Το γεγονός ότι ακούγονται σήμερα εναλλακτικές λύσεις είναι ανησυχητικό. Η Αμερική δεν είναι ακόμη μόνη της, αν και αυτό δεν οφείλεται σε έλλειψη προσπάθειας. Η Σιγκαπούρη, με το τεράστιο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων και το αεροδρόμιο παγκόσμιας κλάσης, έχει δίκιο να ανησυχεί πολύ. Σε αυτό, η πόλη-κράτος έχει πολλούς συμμάχους γύρω της.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion