Β’ ΜΕΡΟΣ

Ορφανός από μητέρα και με ένα πολυάσχολο πατέρα, ο νεαρός Ραούφ  Ντενκτάς συνέχιζε ακόμα να βρίσκεται κοντά στον παππού του και τη γιαγιά του μέχρι την ηλικία των επτά περίπου χρόνων. Σε ηλικία 9 ετών, οι συγγενείς του Ραούφ του είχαν επιλέξει τη νέα που θα γινόταν η σύζυγος του σαν θα μεγάλωνε. Ηταν η Αϋντίν (φως), κόρη του φαρμακοποιού Μουνίρ και εγγονή του θείου του.Μητέρα της Αϋντίν ήταν η Σατζιντέ, την οποία οι συγγενείς του προόριζαν για σύζυγο του Τζιαχίτ, του μεγαλύτερου αδελφού του Ραούφ. Εκείνος όμως είχε καταλήξει στην Τουρκία όπου νυμφεύθηκε κι έτσι η Σαντζιντέ παντρεύτηκε τον Μουνίρ, που ήταν κατά 25 χρόνια μεγαλύτερος της κι έφερε στον κόσμο την Αϋντίν.

Ο Ραούφ ήταν τότε μόλις εννέα χρονών. Όμως, η γιαγιά της Αϋντίν, μόλις αυτή γεννήθηκε, πήρε το νεογέννητο και το έβαλε στην αγκαλιά του Ραούφ λέγοντας του:

– Αυτή θα είναι η αρραβωνιαστικιά σου.

Όταν γι’ αυτήν για μεγάλο διάστημα σαν ένας μεγάλος αδελφός παρά αρραβωνιαστικός. Στην τελευταία τάξη του δημοτικού, σε μια ηλικία που διαμορφωνόταν ο νέος Ραούφ, είχε για δάσκαλο του τον Τουργκούτ Σαριτζιά, ένα δάσκαλο από τα Κνώδαρα που υπερηφανευόταν για την τουρκική του καταγωγή.

Ήταν η περίοδος λίγο μετά την εξέγερση του 1931 όταν οι Αγγλοι είχαν απαγορεύσει πολλά από την Παιδεία.

Θυμάται ο Ραούφ χαρακτηριστικά: “ Από τα βιβλία είχαν αφαιρεθεί οι εθνικοί ποιητές, τα εθνικά ποιήματα. Απαγορευόταν να πεις είμαι Τούρκος, Θα λέγαμε είμαστε μουσουλμάνοι. Απαγορεύτηκε και η τουρκική σημαία. Στο Λύκειο είχαμε και μια σχολική μπάντα. Με τη δικαιολογία ότι παιανίζει εθνικιστική μουσική μας την διέλυσαν. Κάθε χρόνο είχαμε στο σχολείο την εκδήλωση μας. Επρόκειτο για μια σπάνια εκδήλωση διασκέδασης, πολιτιστική για τη Λευκωσία. Στις εκδηλώσεις αυτές δεν μπορούσαμε πλέον να ανεβάζουμε εθνικά έργα. Ακόμη και υπό τέτοιες συνθήκες ο Τουργκούτ Σαριτζά μας μάθαινε εθνικά ποιήματα και ζητούσε να το αποστηθίσουμε. Κάθε φορά που αναφερόταν στην Τουρκία, τον Κεμάλ, τον Ινονού συγκινείτο και μας μετέδιδε τη συγκίνηση του. Ήταν ένας εξαίρετος δάσκαλος. Πίστευε στη ρήση “ω, τι ευτυχία να λέγεσαι Τούρκος”.

Ο νεαρός Ραούφ, όπως όλοι οι νέοι, είχε αρχίσει να έχει τις φιλοδοξίες του και να επιλέγει τί θα έκαμνε στη ζωή. Και οι επιδιώξεις του δεν ήταν άσχετες με όσα είχε μάθει γύρω από την Τουρκία και την Ενωση.

Ήθελε να γίνει αεροπόρος. Κι αυτό γιατί πίστευε, όπως αφηγήθηκε, ότι σαν Τούρκος αεροπόρος δεν θα εγκατέλειπε ποτέ την Κύπρο στην Ελλάδα.

Προχώρησε μάλιστα και εξασφάλισε από το μεγαλύτερο του αδελφό τον Ερτουγρούλ τις σχετικές φόρμες για είσοδο στην τουρκική αερολέσχη. Όμως ο πατέρας του διαφώνησε. Και προτίμησε να τον στείλει στην Αγγλική Σχολή. Ηθελε να μάθει αγγλικά και να γίνει δικηγόρος και δημοσιογράφος τονίζοντας του: “ Δεν μπορούμε να εκκενώσουμε την Κύπρο, θα παραμείνεις στην Κύπρο και θα την υπηρετήσεις”.

Στις εισαγωγικές εξετάσεις στην Αγγλική Σχολή ο Ραούφ ήλθε πρώτος. Εξασφάλισε μάλιστα και υποτροφία κι έτσι για έξι χρόνια θα απαλλασσόταν από τα δίδακτρα που τότε ήταν έξι λίρες το χρόνο. Όμως σαν γιος δικαστή δεν είχε ανάγκη αυτή την υποτροφία και την εγκατέλειψε. Την πήρε τελικά ο γιος ενός Ελληνα ιδιοκτήτη ξενοδοχείου από τον Καλοπαναγιώτη.

Στην Αγγλική σχολή ασχολείτο με τον προσκοπισμό, την πυγμαχία και την πάλη.Επίσης είχε διακριθεί στο άλμα εις ύψος.

Στις διακοπές έκαμνε διάφορες δουλειές όπου έμαθε την τέχνη του βιβλιοδέτη ενώ εργάστηκε και ένα διάστημα στα τυπογραφεία της εφημερίδας “Σοζ”.

Ομως του άρεσε και η ποίηση και δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με ψευδώνυμο στην εφημερίδα “Σοζ ( 1942)”. Ακολούθησαν και άλλα στην ίδια εφημερίδα. Αυτή ήταν και η πρώτη του επαφή με τον Τύπο.    

Στην Αγγλική Σχολή με την οποία είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και την Αγγλία με μια εκδρομή που είχε κάμει σε ηλικία 13- 14 ετών.

Ηταν το 1939 στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου ο νεαρός Ραούφ έκανε παρέα με πολλές αγγλιδούλες και γνώρισε μάλιστα, για πρώτη φορά τη γεύση του φιλιού στα χείλη.

Επέστρεψε στην Κύπρο την 1η Σεπτεμβρίου 1939 λίγες μόνο μέρες πριν εκραγεί ο Πόλεμος.

Σε αυτή την περίοδο παρακολούθησε μαθήματα πολιτικής άμυνας και μαζί με άλλους συνομήλικους του έφτιαχνε υψώματα (κούκους) στις πεδιάδες για να μη μπορούν να προσγειωθούν τα γερμανικά αεροπλάνα.

Το 1941, σε ηλικία 17 χρόνων έχασε και τον πατέρα του που πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 57 ετών και μοιράστηκε μαζί με τα άλλα τρία του αδέλφια τις 700 λίρες που δόθηκαν στην οικογένειά του ως εφάπαξ, αφού δεν πρόλαβε να πάρει τη σύνταξη του.

Την ίδια χρονιά αποφοίτησε κι ο νεαρός Ραούφ από την Αγγλική Σχολή. Ήταν πια μόνος στον κόσμο.

Δημοσιογράφος δίπλα στον Κουτσιούκ

Αναζητώντας εργασία κατέληξε στην Αμμόχωστο σε κάποιο θείο του οπότε μια μέρα είδε σε εφημερίδα ότι σε αγγλικό στρατόπεδο ζητούσαν μεταφραστές για αγγλικά-τουρκικά και αγγλικά-ελληνικά. Ο μισθός ήταν 7,5 λίρες το μήνα.

Η εργασία του μεταφραστή ήταν καλύτερη από του να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια ενώ είχε το δικαίωμα να ψωνίζει και από τη ΝΑΑΦΙ.

Κάποτε όμως είπε στους προϊσταμένους ότι γνώριζε και γραφομηχανή. Δέχθηκαν την πρόταση του αλλά ο νεαρός Ραούφ έβλεπε αλλού. Ετσι όταν προκηρύχθηκε θέση γραμματέα στα δικαστήρια υπέβαλε αίτηση όπου προσελήφθη με τη βοήθεια του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου Κρίτωνα Τορναρίτη και έγινε δημόσιος υπάλληλος.

Εκεί καταχωρούσε τις υποθέσεις σε τους φακέλους και έκανε όλη την προετοιμασία μέχρι την διεξαγωγή της δίκης και την έκδοση της απόφασης.

Σε αυτό το διάστημα ο Ραούφ άρχισε να δημοσιογραφεί. Τα Σαββατοκυρίακα επισκεπτόταν τον τότε γιατρό και εκδότη Φαζίλ Κουτσιούκ και του έδινε τα χειρόγραφα του που δημοσιεύονταν στην εφημερίδα του “Χαλκίν Σεσί”.

Πολιτικοποιημένος ο Κουτσιούκ, παλιός φίλος του πατέρα του Ραούφ, συζητούσε μαζί του για την “υπόθεση” των τουρκοκυπρίων δηλαδή όπως εξήγησε αργότερα ο ίδιος “επρόκειτο για την υπόθεση να γίνουμε σκλάβοι των Ελληνοκυπρίων, των Ελλαδιτών, την υπόθεση αναχαίτησης της Ενωσης, την υπόθεση για μια ανθρώπινη ζωή.”

Πρόσθεσε:” Το πάθος μας για την Τουρκία δεν ήταν λιγότερο από το πάθος της ελληνικής Εκκλησίας για την Ενωση. Εκείνοι έλεγαν: Θα πεθάνουμε για την Ενωση. Εμείς λέγαμε: Θα πεθάνουμε για να μη γίνει η Ενωση, γιατί αν ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα, θα πεθάνουμε έτσι κι αλλιώς”.

Παρ όλον ότι ο νεαρός Ραούφ βρήκε τρόπο να εκφράζεται και να διοχετεύει αυτά που είχαν γίνει πια βίωμα και στόχος του, η επιθυμία του να υπηρετήσει την “υπόθεση” των Τουρκοκυπρίων τον έστρεφε προς άλλες κατευθύνσεις.

Ετσι άρχισε να σκέφτεται το Λονδίνο για σπουδές. Ομως το Λονδίνο συγκλονιζόταν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και όταν ήλθε στη Λευκωσία για πληροφορίες ο διευθυντής της Αγγλικής Σχολής του πρότεινε, μια κι είχε κουρασθεί με τους φακέλους των δικαστηρίων να πήγαινε στη σχολή να εργασθεί σαν καθηγητής πρώτης τάξης υποσχόμενος του ότι αν ήθελε να γίνει δικηγόρος να του εξασφάλιζε και υποτροφία. Έτσι εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία εγκαταλείποντας τον παχυλό μισθό των 12,5 λιρών για ένα μισθό των οκτώ λιρών.

Ενας μάντης του είπε ότι θα ίδρυε κράτος…

Προτού αναχωρήσει για το Λονδίνο, ο Ραούφ κατέληξε στο σπίτι της Καντριγιέ Χάτζη Μπουλγκούρ, η οποία ήταν δασκάλα του στο νηπιαγωγείο αλλά τη θεωρούσε σαν μεγάλη αδελφή, η οποία του είπε την τύχη.

Παρ’ όλον ότι ο Ραούφ Ντενκτάς αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι δεν πίστευε σ’ αυτούς που έλεγαν τη μοίρα, φαίνεται ότι έδινε μεγάλη σημασία. Η Καντριγιέ του είπε ότι θα περνούσε από τρία εμπόδια μέχρι να φτάσει στο Λονδίνο και θα επέστρεφε στην Κύπρο.

Όμως δεν ήταν αυτή η μοναδική περίπτωση που ο Ντενκτάς κατέφευγε στις καφετζούδες στις οποίες φαίνεται ότι πίστευε.

Μόλις βρέθηκε στο Κάιρο, καθ’  οδόν προς το Λονδίνο κατέληξε σε ένα μάντη, ο οποίος του είχε πει ότι θα αποκτούσε έξι παιδιά, ότι θα επιτύγχανε στη ζωή του, θα γινόταν πλούσιος, ότι θα ξεπερνούσε με πολύ υπομονή τις δύσκολες μέρες και ότι κάποτε θα ίδρυε ένα κράτος…

Μια άλλη περίπτωση την οποία ο Ντενκτάς επικαλείται τους μάντεις ήταν εκείνη του πρωτότοκου του γιου, του Ραίφ. Σύμφωνα με το Ντενκτάς ενώ ο Ραίφ σπούδαζε στην Οξφόρδη ένας φοιτητής από τη Σρι Λάνκα του έλεγε ότι η ζωή του τελειώνει. Και πραγματικά ο Ραίφ όταν επέστρεψε από το Λονδίνο σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Στο Λονδίνο ο Ραούφ γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο και παράλληλα, λόγω του πολέμου υπηρετούσε και στην Πολιτική Αμυνα. Σ’ αυτό το διάστημα παρακολούθησε επίσης μαθήματα ψυχολογίας, πήρε μέρος σε σεμινάρια για την παιδική εγκληματικότητα και για ένα δεκαπενθήμερο εργάστηκε σε αναμορφωτήριο ως καθηγητής. Παράλληλα συνέχιζε να βρίσκεται σε επαφή με το Φαζίλ Κουτσιούκ στον οποίο έστελλε συνεργασίες και άρθρα από το Λονδίνο. Το τέλος του πολέμου τον βρήκε στην πλατεία Πικαττίλυ να πανηγυρίζει με τις χιλιάδες των βρετανών.

Ύστερα από 30 μηνών σπουδές κατόρθωσε να γίνει μέλος του δικηγορικού συλλόγου Αγγλίας κι επέστρεψε στην Κύπρο όπου πήγε κατ ευθείαν στον τάφο του πατέρα του όπου επανέλαβε τον όρκο του: « Βρίσκομαι στην Κύπρο, βρίσκομαι πλέον μεταξύ του λαού μας που μου έλεγες ότι έχει ανάγκη από καλούς δικηγόρους και γενναίους δημοσιογράφους. θα κάνω για το λαό αυτό ό,τι στόχευες να κάνεις εσύ».

H  συμπόρευση με τον Κουτσιούκ

Στην Κύπρο πλέον συνάντησε ένα διαφορετικό Κουτσιούκ από εκείνον που είχε γνωρίσει. Είχε ήδη δραστηριοποιηθεί κι άρχισε επαφές μέσω του Προξένου της Τουρκίας στην Κύπρο για ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων, παρ’ όλον ότι η Τουρκία δεν αντιδρούσε όσο θα ήθελαν. Ηταν αυτή την περίοδο που άρχισε να καπνίζει. Κάπνιζε για 30 συνεχή χρόνια μέχρι το Μάϊο του 1974 που το σταμάτησε.

Σε αντίθεση με τον Κουτσιούκ που κάπνιζε και έπινε πολύ, στον ίδιο δεν άρεσε καθόλου το ποτό. Παράλληλα συνδέθηκε με ένα δικηγορικό γραφείο του Ιμπραχήμ Γιαχιά.

Πρώτη του πελάτιδα ήταν μια ιερόδουλος. Του πρόσφερε δύο σελίνια, όσα έπαιρνε για τις βίζιτες, για να την βοηθήσει να πάρει το στρώμα της γιατί είχε διαφορές με τη διαχειρίστρια του Οίκου Ανοχής όπου εργαζόταν. Αυτή την περίοδο οι Τουρκοκύπριοι νέοι ήθελαν αγώνα και αντίσταση κατά των Άγγλων με αίτημα, την επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία, απεριόριστη σύσφιγξη των σχέσεων τους με τη “μητέρα πατρίδα”, την Τουρκία, και παρεμπόδιση της Ένωσης.

Ο Κουτσιούκ είχε αποκτήσει αυτή την περίοδο πολλούς υποστηρικτές.

Ως νέος δικηγόρος με πολιτικές φιλοδοξίες ο Ραούφ Ντενκτάς συνδέθηκε μαζί του πιο πολύ ενώ παράλληλα αναμίχθηκε στην ίδρυση μιας Ομοσπονδίας Τουρκοκυπριακών Συνδέσμων και Οργανώσεων της οποίας αργότερα ανέλαβε την Προεδρία. Η Ομοσπονδία αυτή αποτέλεσε και το βασικό βήμα από το οποίο κατηύθυνε τους Τουρκοκυπρίους.

Μίλησε μάλιστα στην ιδρυτική σύσκεψη και αναφέρθηκε στην ανάγκη για ενότητα και ομόνοια μεταξύ των Τουρκοκυπρίων που υποστήριζαν τον Κουτσιούκ και στους αντιπάλους του που υποστήριζαν ότι αντί να γίνουν βάρος στην Τουρκία έπρεπε να περνούν καλά με την Αγγλία και να αρκούνται με όσα είχαν. Όμως όλοι τους συνέχιζαν να υποστηρίζουν ότι η Κύπρος ήταν τουρκική.

(Πολλά από τα στοιχεία για τη ζωή του Ντενκτάς τα παίρνω από τα απομνημονεύματά του Ντενκτάς που μετέφρασε ο τουρκολόγος Σπύρος Αθανασιάδης).

Πίσω στην Αγγλική Σχολή ως δάσκαλος της Εστίας

Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1943 ανέλαβε καθήκοντα δασκάλου της Εστίας και της πρώτης τάξης στην Αγγλική σχολή υπεύθυνος για 40 μαθητές Τούρκους, Έλληνες, Μαρωνίτες και Αρμένιους.

Έτσι ξαναβρέθηκε σε γνώριμο μέρος από το οποίο είχε φύγει πριν από τρία χρόνια. Φρόντιζε για την ατομική καθαριότητα των μαθητών και τα απασχολούσε με τον κήπο και την ανθοκομία. Τους μάθαινε για τα γραμματόσημα, τον προσκοπισμό, τις επιδιορθώσεις ποδηλάτων, τη συλλογή λουλουδιών.

Ήταν μερικά πράγματα που μπορούσε να τα κάνει. Γιατί ποτέ του δεν τα κατάφερνε στην τέχνη και στη μουσική.

Ο ίδιος αυτή την περίοδο άρχισε να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία και ποίηση. Τα περισσότερα όμως από τα βιβλία που διάβαζε αναφέρονταν στον αγώνα ανεξαρτησίας της Τουρκίας και τον Ατατούρκ. Όσα διάβαζε τα συζητούσε με τους φίλους του και όλοι μαζί “αισθανόμασταν υπερηφάνεια που ήμασταν Τούρκοι” έγραψε αργότερα.

Στο τέλος της χρονιάς του προτάθηκε να γίνει καθηγητής, αλλά αυτός είχε στόχο τη δικηγορία. Ετσι απευθύνθηκε στο Βρετανικό Συμβούλιο απ’ όπου εξασφάλισε υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Lincoln ‘s Inn και αναχώρησε για το Λονδίνο.

Ανάμεσα σ’ αυτούς πού τον αποχαιρέτησαν ήταν και η αρραβωνιαστικά του Αϋντίν, μετέπειτα σύζυγος του. Πριν αναχωρήσει για το Λονδίνο έδωσαν και υπόσχεση γάμου σε στενό οικογενειακό κύκλο.