«Ανησυχώ για την Κύπρο τη δεύτερη πατρίδα μου, λόγω της περιθωριοποίησης των προσφύγων που συνιστά προφανώς μεγάλο κίνδυνο και πιστεύω ότι αντιθέτως η ένταξή τους θα ωφελήσει πολλαπλώς την κυπριακή κοινωνία και θα την εμπλουτίσει με νέες γνώσεις και δυναμισμό» τονίζει σε συνέντευξη του στον «Φ» ο 43χρονος Αιγύπτιος Μοσταφά Χακίμ Ρεφάι (Mostafa Hakim Refai), υποψήφιος Διδάκτωρ στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, άριστος γνώστης της Ελληνικής γλώσσας, κάτοχος της κυπριακής υπηκοότητας και κάτοικος του νησιού τα τελευταία 16 χρόνια.

Είναι  ορκωτός μεταφραστής Ελληνικών και Αραβικών στο υπουργείο Εσωτερικών, πατέρας δύο κοριτσιών 5 και 15 χρόνων. Ο  Μοσταφά Ρεφάι μάς είπε ότι μαζί με τη σύζυγό του, ήταν οι πρώτοι φοιτητές του Πανεπιστημίου Κύπρου από την Αίγυπτο και γενικότερα από τη Μέση Ανατολή.  Ίδρυσε το 2015 το Κυπρο-Αραβικό Πολιτιστικό Κέντρο «ως πολιτιστική γέφυρα μεταξύ Κύπρου και Αραβικού κόσμου. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου – πρόσθεσε – είναι η μεγάλη μας οικογένεια εδώ στο νησί, όπου αναπτύξαμε εξαιρετικές ανθρώπινες σχέσεις με τους Κύπριους, παρόλο που όταν ήρθαμε με τη σύζυγο μου, δεν ξέραμε κανέναν. Και ήρθαμε στην Κύπρο από δική μας επιλογή, όχι όπως οι περισσότεροι μετανάστες και πρόσφυγες που έρχονται προσπαθώντας να ξεφύγουν από κάποιο κίνδυνο ή για να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση».

Καθηλωμένοι σε μια αδιέξοδη προοπτική

«Κάνω αυτή την κριτική, που πιστεύω ότι είναι  εποικοδομητική, γιατί κι εγώ και η σύζυγος μου και τα παιδιά μας αγαπούμε την Κύπρο και τη θέλουμε να προχωρεί μπροστά και όχι πίσω», μας είπε ο Μοσταφά Ρεφάι. «Επαναλαμβάνω – πρόσθεσε – ότι οι μετανάστες ή «το ξένο στοιχείο» στην κοινωνία μας, δεν μας απειλεί, όπως κάποιοι ισχυρίζονται. Αντίθετα, η περιθωριοποίησή τους, μας αφήνει καθηλωμένους σε μια αδιέξοδη προοπτική όπου δεν υπάρχει σύνδεση και κοινή ζωή και όπου η συμπάθεια γίνεται αντιπάθεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το θέμα είναι ότι ως σκεπτόμενοι άνθρωποι και μέλη της κοινωνίας, αλλά κυρίως ως κυπριακό κράτος, πρέπει να βρούμε λύση και διέξοδο και να  φτιάξουμε πλάνο αντιμετώπισης αυτού που αποκαλείται «μεταναστευτικό πρόβλημα». Πρόσθεσε ότι «υπάρχουν κάποια κρατικά προγράμματα του υπουργείου Παιδείας, όπως το πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας για αλλόγλωσσα παιδιά, αλλά αυτό εφαρμόζεται μόνο όταν σε κάποιο σχολείο υπάρχει μεγάλος αριθμός παιδιών που δεν ξέρουν ελληνικά. Δεν υπάρχει – συνέχισε – ένα γενικότερο πλάνο επικοινωνίας της κυπριακής κοινωνίας με τους μετανάστες. Δεν υπάρχει εκπρόσωπος της κυβέρνησης ή του δήμου ή της κοινοτικής αρχής που να τους μιλήσει στη γλώσσα τους και να θέσει τη βάση για μια γέφυρα συνεννόησης και επαφής. Με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να παραμένουν παραπληροφορημένοι και απομονωμένοι».

-Τι σκέφτονται κατά την άποψή σου, οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι;

-«Τίποτα. Έρχονται στην Κύπρο «άδειοι» και απελπισμένοι, αφού έχουν ήδη χάσει επαφή με το δικό τους κράτος και τη δική τους κοινωνία που είναι διαλυμένη λόγω των πολεμικών συγκρούσεων και των διώξεων που έχουν υποστεί. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει πια ούτε κράτος, ούτε κοινωνία, ούτε ασφάλεια. Όταν λοιπόν έρχονται στην Κύπρο και τους βάζεις εσύ σε ένα γκέτο, στο περιθώριο, τι νομίζεις ότι θα γίνει; Όλα θα γίνουν χειρότερα. Κάποιοι ναι θα ενταχθούν και θα γίνουν καλοί πολίτες, αλλά όχι όλοι…».

-Ποιος είναι ο ρόλος των πολιτικών στο θέμα αυτό;

-«Σίγουρα κάποιοι πολιτικοί με τις δηλώσεις και τις τοποθετήσεις τους δαιμονοποιούν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, κάνουν ανεδαφικές γενικεύσεις και κινδυνολογούν μιλώντας για δήθεν «Τουρκομάνους» και δήθεν «τζιχαντιστές». Είναι πολύ επικίνδυνο όταν αφαιρέσεις την ιδιότητα του ανθρώπου από ένα άνθρωπο…γιατί νομίζεις ότι έτσι αποκτάς το δικαίωμα να του κάνεις ό,τι θέλεις, να τον σκοτώσεις, να τον πετάξεις στη θάλασσα…Ένας πολιτικός πρόσφατα είπε ότι «θα πρέπει να διασφαλιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα…όσων δικαιούνται». (σ. σ. Η δήλωση αφορούσε «όσους εισέρχονται παράνομα στην Κύπρο», σύμφωνα με τον πολιτικό αυτό). Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη δήλωση. Με ποια κριτήρια «για όσους δικαιούνται;». Εσύ βάζεις τα κριτήρια για να τον χαρακτηρίσεις ουσιαστικά «εχθρό»; Πρέπει οι πολιτικοί να προσέχουν τι λένε και να στέλνουν τα σωστά μηνύματα στους πολίτες που δεν έχουν τη σωστή πληροφόρηση».

 Ο…Δον Κιχώτης και ένα καλό μοντέλο μετανάστευσης

-Ποιο είναι το ψυχολογικό υπόβαθρο των προσφύγων;

Μοσταφά Ρεφάι

-«Έρχονται τραυματισμένοι ψυχολογικά κι εσύ τους αντιμετωπίζεις ως «εχθρούς», τους βάζεις σε ένα καλούπι, χρησιμοποιείς γι’ αυτούς στερεοτυπικούς όρους και περιμένεις να αλλάξουν από μόνοι τους…Ε, δεν μπορεί να γίνει αυτό…Δες τον Σύρο που είπε ότι «θα φέρει την Πάφο ανάποδα». Ο άνθρωπος αυτός έχασε επαφή με την πραγματικότητα και την κοινωνία, δεν βλέπει τίποτα, δεν είναι ένας κανονικός πολίτης, δεν νιώθει ασφάλεια, δεν νιώθει ότι ανήκει, ότι έχει σύνδεση με την κοινωνία. Δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Όμως ποιο είναι το μοντέλο του μετανάστη που πρέπει ν’ ακολουθήσει για να γίνει καλός πολίτης στην Κύπρο; Το κράτος δυστυχώς δεν έχει διαμορφώσει ένα μοντέλο μετανάστευσης με συγκεκριμένα κριτήρια, προϋποθέσεις και στόχους, με αποτέλεσμα να…τρέχει κυνηγώντας ανεμόμυλους σαν το Δον Κιχώτη, μη ξέροντας για ποιο πράγμα παλεύει και πού θα φτάσει. Σωστά μοντέλα μετανάστευσης έχουν εφαρμόσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως π. χ. η Γερμανία και η Γαλλία με σωστούς σχεδιασμούς ένταξης, όπου οι μετανάστες οποιασδήποτε καταγωγής, μπορούν να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνική και πολιτική ζωή, να σπουδάσουν και να εργαστούν σε όλους τους τομείς και επίπεδα ως γιατροί, ακαδημαϊκοί, ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί, ακόμα και υπουργοί. Όντως η Κύπρος είναι γέφυρα πολιτισμού, αλλά εμείς ως κοινωνία δεν την αξιοποιήσαμε ακόμα σωστά, με πράξεις. Στην παλιά Λευκωσία υπάρχει ένα τζαμί δίπλα στην εκκλησία που είναι το πιο ισχυρό και χαρακτηριστικό μήνυμα συμβίωσης ανθρώπων και πολιτισμών. Κι όμως δεν αξιοποιήθηκε ποτέ από το κράτος αυτό το σημαντικό πολιτιστικό στοιχείο».

Η φωνή των μουσουλμάνων γυναικών

Παρόμοιους προβληματισμούς με τον Μοσταφά Ρεφάι εξέφρασε στον «Φ» η συμπατριώτισσά του Μάχα Σάλεμ (Maha Salem) επίσης υποψήφια Διδάκτωρ και κάτοχος μεταπτυχιακού στη Νεοελληνική Φιλολογία στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, άριστη γνώστρια της Ελληνικής γλώσσας. Έχει πάρει επίσης την κυπριακή υπηκοότητα και είναι μητέρα δύο ανήλικων κοριτσιών που γεννήθηκαν στην Κύπρο. Είναι ορκωτή μεταφράστρια Ελληνικών και Αραβικών στο υπουργείο Εσωτερικών. Μας είπε ότι η διδακτορική της εργασία αφορά τον ελληνισμό και ειδικότερα την Κυπριακή Λογοτεχνία στην Αίγυπτο και τη λογοτεχνική παραγωγή κορυφαίων Κύπριων λογοτεχνών που έζησαν και έγραψαν στην Αίγυπτο, όπως ο Νίκος Νικολαϊδης, ο Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης, ο Γλαύκος Αλιθέρσης και άλλοι. Είχαμε μαζί της τον ακόλουθο διάλογο:

-Πώς σχολιάζεις το γεγονός ότι δεν ακούγεται στην Κύπρο η φωνή των μεταναστριών γυναικών από τον μουσουλμανικό κόσμο;

-«Το πρώτο που έχω να πω είναι ότι ο πόλεμος του  1974 με την Τουρκία επηρέασε πολύ τους Κυπρίους. Εγώ προέρχομαι από μια χώρα μουσουλμανική με σημαντική παρουσία χριστιανών, αφού η Αίγυπτος έχει δύο θρησκείες, όπου ποτέ δεν ρωτάμε τον συμπατριώτη μας αν είναι χριστιανός ή μουσουλμάνος. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου για αιώνες χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζουν μαζί αρμονικά. Έτσι όταν ήρθα στην Κύπρο το 2006, περίμενα ότι θα είναι το ίδιο, αλλά δεν είναι, λόγω του 1974. Κυριαρχεί ο φόβος για τον «άλλο», τον «ξένο», τον «διαφορετικό» από εμένα. Σε ό,τι αφορά το γυναικείο ζήτημα, υπάρχει το στερεότυπο ότι ο μουσουλμάνος πιθανόν είναι φανατικός και αμόρφωτος, ότι η γυναίκα είναι καταπιεσμένη από τον άντρα της που μπορεί να παντρευτεί δύο και τρεις γυναίκες, ότι η γυναίκα δεν έχει προσωπικότητα, ότι δεν μπορεί να αποφασίσει τίποτα μόνη της και ότι τις αποφάσεις τις παίρνει ο άντρας. Παίρνει πολύ χρόνο, μέχρι να καταλάβουν οι Κύπριοι ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα…Και αυτό επαναλαμβάνεται από την αρχή, με κάθε γνωριμία…και είναι για μένα πολύ κουραστικό…».

-Γιατί λοιπόν δεν ακούγεται η φωνή των μουσουλμάνων γυναικών;

-«Στις αραβικές χώρες υπάρχουν δύο κοινωνικά επίπεδα. Κάποιες γυναίκες δεν λαμβάνουν ανώτερη μόρφωση στο πανεπιστήμιο και παντρεύονται πολύ νέες, ενώ άλλες συνεχίζουν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο, με αποτέλεσμα να είναι πιο ανοιχτές προς τον κόσμο».

-…αλλά με τη μαντήλα στο πανεπιστήμιο;

-«Ναι, αλλά όχι όλες. Κάποιες δεν φορούν μαντήλι».

-Θα ήθελες να ακούγεται περισσότερο η φωνή της μουσουλμάνας γυναίκας μετανάστριας στην Κύπρο;

-«Σίγουρα ναι…Αλλά στην Κύπρο δεν δίνονται ευκαιρίες για να ακουστεί αυτή η φωνή. Δεν δίνονται ευκαιρίες για ένταξη και επαγγελματική ανέλιξη γυναικών ή ανδρών μεταναστών, εκτός από κάποια επαγγέλματα ή υπηρεσίες που δεν απαιτούν ιδιαίτερη μόρφωση»…

«Νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου»…

Καταλήγοντας ο Μοσταφά Ρεφάι, μας υπενθυμίζει κάποιους στίχους από το ποίημα του μεγάλου Έλληνα ποιητή της Αιγύπτου Κωνσταντίνου Καβάφη «Επάνοδος από την Ελλάδα» που έγραψε το 1914: «Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε…νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου, αγαπημένα των πατρίδων μας νερά. Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια. Είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; — αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας, αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό. Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε».

 Ο κ. Ρεφάι σημείωσε ότι βασισμένο στους στίχους του καβαφικού αυτού ποιήματος, ήταν το θεατρικό έργο του Θεατρικού Εργαστηρίου Πανεπιστημίου Κύπρου με τίτλο «Νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Αιγύπτου», σπουδή στον «θεατρικό» Καβάφη», που τον Νοέμβρη 2022 πλαισίωσε καλλιτεχνικά, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο στη μνήμη του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου και λογοτέχνη Μιχάλη Πιερή, στον οποίο όπως είπε, «χρωστούμε πολλά, γιατί υπήρξε πνευματικός μας πατέρας στην Κύπρο, αφού μας δέχτηκε, μας κατανόησε, μας αγκάλιασε και μας ενθάρρυνε να προχωρήσουμε με τις σπουδές μας».

Η μαντήλα και η ελευθερία έκφρασης

-Σε δυσκολεύει ιδιαίτερα το γεγονός ότι φοράς τη μουσουλμανική μαντήλα στην Κύπρο;

Μάχα Σάλεμ

-«Πολεμάς κάθε μέρα με αυτό το μαντήλι, λόγω των στερεοτύπων που ανέφερα προηγουμένως…Και πρέπει να σας πω ότι το φορώ εδώ και πολλά χρόνια, πριν έρθω στην Κύπρο, πριν γνωρίσω και παντρευτώ τον σύζυγο μου. Το μαντήλι δεν είναι μόνο θέμα θρησκείας, είναι και θέμα πολιτισμού και παράδοσης».

-Σε ποια η ηλικία βάζει τη μαντήλα μια κοπέλα;

-«Όταν νιώσει ώριμη ν’ αποφασίσει…κι αυτό συμβαίνει γύρω στα 18. Το κάνει από σεβασμό στο σώμα της, που είναι χάρισμα από τον θεό – για να το προστατεύσει. Πρέπει να πω ότι στην Κύπρο κάποιες κοπέλες έβγαλαν το μαντήλι μετά από χρόνια που το φορούσαν, για να μπορέσουν να βρουν δουλειά. Κι όμως δεν βρήκαν δουλειά, ακόμα και χωρίς μαντήλι! Δεν είναι θέμα το μαντήλι, αλλά το πώς βλέπει ο Κύπριος τον «άλλο» που είναι μουσουλμάνος. Δεν τον εμπιστεύεται, λόγω του πολέμου με την Τουρκία. Όμως η Τουρκία δεν αντιπροσωπεύει εμένα και την κουλτούρα μου».

-Αν ο σύζυγος σου σε πίεζε να μένεις «αόρατη» στο σπίτι, πώς θα αντιδρούσες;

-«Δεν νομίζω να το έκανε ποτέ. Δεν το σκέφτηκα καν, γιατί είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος…Στο ερώτημα γιατί δεν ακούγεται η φωνή των μουσουλμάνων γυναικών, θα σας έλεγα ότι ξέρω χριστιανές γυναίκες από αραβικές χώρες, που δεν μπορείς να κάνεις μια κουβέντα μαζί τους, δεν έχουν επικοινωνία με τον κόσμο. Αυτό έχει να κάνει με την κοινωνία καταγωγής και δεν είναι θέμα θρησκείας. Στις αραβικές χώρες δεν υπάρχει τόση ελευθερία έκφρασης για γυναίκες και άνδρες, ούτε δημόσιος διάλογος».

-Αυτό προφανώς μεταφέρεται στις αραβικές κοινότητες και στην Κύπρο και σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα μετανάστευσης;

-«Ναι. Μπορεί να συζητούν μεταξύ τους για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα τους, αλλά αν έρθεις εσύ ο Κύπριος δημοσιογράφος να τους ρωτήσεις σχετικά, δεν θα σου πουν τίποτα, γιατί νιώθουν ανασφάλεια. Αυτό ισχύει και για άνδρες και για γυναίκες».