Η πανδημία του 2019 και η ανάγκη συνέχισης της επιχειρηματικής λειτουργίας και της οικονομίας, ανέδειξαν τις δυνατότητες της εξ αποστάσεως απασχόλησης με τη μορφή της τηλεργασίας και τα οφέλη που μπορεί να επιφέρει τόσο στα συμβαλλόμενα μέρη, όσο και στο κοινωνικό σύνολο.

Η τηλεργασία είναι ένας υβριδικός και ευέλικτος τρόπος οργάνωσης της εργασίας που δεν απαιτεί τη φυσική παρουσία του εργαζομένου στο συνήθη χώρο των εγκαταστάσεων του εργοδότη και αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των μελλοντικών αγορών εργασίας και του κοινωνικού εκσυγχρονισμού.

Νοουμένου ότι ρυθμίζεται νομοθετικά σωστά εξομαλύνει και συμφιλιώνει την επαγγελματική με την προσωπική ζωή και προάγει τη βελτίωση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Συγχρόνως, αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και βοηθά στην εξομάλυνση των μεταβαλλόμενων εργασιακών συνθηκών ζήτησης και προσφοράς εργασίας ιδιαίτερα εκεί όπου παρατηρείται οξεία έλλειψη εργατικού δυναμικού.

Επιπλεόν, βοηθά στη διεύρυνση των επιλογών προσέλκυσης προσωπικού από άλλες γεωγραφικές τοποθεσίες και συντείνει στην άμβλυνση του κυκλοφοριακού προβλήματος.

Από την άλλη, σε περίπτωση μη ορθής ρύθμισης της κυοφορούνται σοβαροί κοινωνικοί κινδύνοι όπως η απομόνωση, η αύξηση διακρίσεων και ενδοοικογενειακής βίας, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ τηλεργαζομένων και μη, η περιθωριοποίηση αυτών που δε διαθέτουν επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες κ.ά.  

Επιπρόσθετα, ελλοχεύουν και επιχειρηματικοί κίνδυνοι όπως το ψηλό κόστος εκκίνησης και λειτουργίας, η υποκλοπή εταιρικών δεδομένων και η πρόκληση ως προς την επίβλεψη των εργαζομένων, συντονισμό και γενική διαχείριση.

Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, το 2002 οι Κοινωνικοί Εταίροι συμφώνησαν και υπέγραψαν τη σχετική Συμφωνία Πλαίσιο για την Τηλεργασία, η οποία ερμηνεύει σχετικούς όρους και θέτει ένα γενικό πλαίσιο για τις συνθήκες εργασίας των τηλεργαζομένων. 

Κατ΄επέκταση και στη βάση της ψηφιακής μετάβασης, τον Ιούνιο του 2020 υπέγραψαν μια Συμφωνία Πλαίσιο για την Ψηφιοποίηση, στην οποία παρατίθενται παραδείγματα για τους τρόπους σύνδεσης και αποσύνδεσης του εργοδοτουμένου από την εργασία του.

Τέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2021 κάλεσε την Επιτροπή με ψήφισμα να καταθέσει σχετική Οδηγία για το δικαίωμα  αποσύνδεσης, θεσπίζοντας τις ελάχιστες απαιτήσεις για την εξ αποστάσεως εργασία.

Στην Κύπρο, εν αναμονή έκδοσης της σχετικής Οδηγίας, το θέμα της νομοθετικής ρύθμισης της τηλεργασίας προωθείται μέσω προσχεδίου που λαμβάνει διαβούλευσης μεταξύ των Κοινωνικών Εταίρων στο Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα και την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και διέπει τον ιδιωτικό τομέα και εργοδοτουμένους Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.  

Στο προσχέδιο Νόμου ερμηνεύονται σχετικοί όροι και ρυθμίζονται θέματα ασφάλειας και υγείας, το κόστος,  το δικαίωμα της αποσύνδεσης κ.ά.

Στο έργο αυτό, ο Νομοθέτης καλείται να  αντιμετωπίσει αρκετές προκλήσεις, απουσία Ευρωπαϊκής Οδηγίας, αφού η τηλεργασία αποτελεί συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου και άρα για να λειτουργήσει σωστά και να γίνεται χρήση της θα πρέπει να τεθούν τα σωστά κριτήρια και παραμέτροι.

Η μεγαλύτερη κατ΄άρθρον νομοθετική πρόκληση είναι ορθή ρύθμιση του δικαιώματος του εργαζομένου να αποσυνδέεται από τα ηλεκτρονικά μέσα, μέσω των οποίων παρέχει τις υπηρεσίες του εξ’ αποστάσεως με τη χρήση της τεχνολογίας, μετά τη λήξη του ωραρίου που έχει συμφωνηθεί.

Αναλυτικότερα, το δικαίωμα αποσύνδεσης αποσκοπεί στην προστασία της προσωπικής ζωής, της ρύθμισης και της διασφάλισης της οργάνωσης του αναγκαίου χρόνου ανάπαυσης και θεμάτων ασφάλειας και υγείας, όπως για παράδειγμα της προστασία από μυοσκελετικές παθήσεις λόγω της αδιάκοπης συνδεσιμότητας.

Στο προτεινόμενο εδάφιο, το δικαίωμα της αποσύνδεσης διατυπώνεται απόλυτα και επιβάλλεται αυστηρά υπέρ του εργοδοτουμένου.

Η ερμηνεία που δίδεται δημιουργεί προβληματισμούς, καθώς ψήφιση της ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιεική αποτελέσματα τις επιχειρήσεις, παραλείποντας τις πραγματικές τους ανάγκες, όπως για παράδειγμα όταν αυτές συνεργάζονται με εταιρείες που εδρεύουν σε διαφορετικές χρονικές ζώνες. Επιπλέον, δε λαμβάνει υπόψη τις περιπτώσεις στις οποίες ανακύπτουν έκτακτες ανάγκες ή περιστατικά που συνιστούν ανωτέρα βία ή κινούνται στα όρια της.

Αφενώς, επικροτείται ο σεβασμός στο δικαίωμα αυτό και αφετέρου, τονίζεται πως τέτοιες μορφές απασχόλησης θα πρέπει να εξετάζουν με ελαστικότητα τέτοιες περιπτώσεις, υπό τη χάρη της διαπραγμάτευσης, της εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών και της αυτορρύθμισης, νοουμένου ότι είναι συμφωνημένα τα θέματα υπερωριών και αποζημίωσης.

Για παράδειγμα, άλλες χώρες που ψήφισαν τέτοιες Νομοθεσίες, σε συνάρτηση με τα Νομοσχέδια έχουν εκδώσει Κώδικες Καλής Πρακτικής που σκιαγράφουν τις περιπτώσεις  και το πότε μπορεί ο εργοδότης να άρει το δικαίωμα αποσύνδεσης.

Οι περιπτώσεις αυτές καλύπτουν τα εργασιακά θέσμια και τις κατευθυντήριες γραμμές της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) και προβλέπουν το δικαίωμα του εργαζομένου στη μη διαθεσιμότητα ή στην άρνηση της διαθεσιμότητας, εκτός του χρόνου εργασίας, πλην φυσικά ορισμένων εξαιρέσεων και έκτακτων αναγκών.

Συνοψίζοντας, διαφαίνεται πως το στοίχημα της επόμενης μέρας είναι να υιοθετηθούν εκείνες οι πολιτικές που θα συμβάλουν στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων με την αξιοποίηση του ψηφιακού μετασχηματισμού και παράλληλα της διασφάλισης των υγειών εργασιακών συνθηκών.

Το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (ΚΕΒΕ), ως η κατ’ εξοχήν οργάνωση του επιχειρηματικού κόσμου της Κύπρου, αποβλέπει ως Κοινωνικός Εταίρος στην ορθή ρύθμιση του ζητήματος στη βάση της υιοθέτησης των πολυδιάστατων υποδείξεων του που προτείνει στη διαβούλευση που πραγματοποιείται εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα για το ζήτημα.

Το Επιμελητήριο, έχοντας ως γνώμονα τη βελτίωση της ευημερίας του συνόλου καθολικά και όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα, έχει θέση πως αποτελεί αδήρητη ανάγκη η διενέργεια βαθύτερης έρευνας της φιλοσοφίας της τηλεργασίας, υπό ένα μακροπρόθεσμο πρίσμα, αφού θα πρέπει να προσφέρει απαραίτητα και στα δύο μέρη μεγαλύτερη ευελιξία.

Αναντίρρητα λοιπόν, εξάγεται το συμπέρασμα πως επιβάλλεται ορθή νομοθετική ρύθμιση του θέματος και η οποία θα πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις παραμέτρους προκειμένου να αξιοποιηθούν τα οφέλη και να μετριαστούν οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις.