Η πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική σε συνδυασμό με την ορθολογιστική στρατηγική διαχείρισης του δημόσιου χρέους συνέβαλαν στην ελαχιστοποίηση της αρνητικής επίδρασης των αυξημένων επιτοκίων στο δημόσιο χρέος, υποστηρίζει το Υπουργείο Οικονομικών, με επιστολή του στη Βουλή.

Το υπουργείο απάντησε γραπτώς σε ερωτήσεις που υπέβαλαν βουλευτές κατά τη συνεδρία της συνεδρίας της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου, αναφορικά με τις επιπτώσεις που θα έχουν στο δημόσιο χρέος οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων.

Μετά από δέκα απανωτές αυξήσεις στα δανειστικά επιτόκια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως μέτρο για αντιμετώπιση του πληθωρισμού, την Πέμπτη η ΕΚΤ πάτησε «pause» σε νέα άνοδο.

Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών Γιώργο Παντελή, η επίπτωση στο δημόσιο χρέος από τη συνεχή αύξηση των επιτοκίων αποτελεί ύψιστης σημασίας θέμα για την Κυβέρνηση, τονίζοντας πως παρακολουθείται στενά και λαμβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασμό της κυβερνητικής πολιτικής.

Όπως σημειώνει, οι πιθανές επιδράσεις από την άνοδο των επιτοκίων ισοδυναμούν με αύξηση του κόστους δανεισμού και των κυβερνήσεων, για την αναχρηματοδότηση του χρέους και τη λήψη κυβερνητικών μέτρων για περιορισμό του υψηλού πληθωρισμού στην κοινωνία.

«Από τη μια η πειθαρχημένη δημοσιονομική στρατηγικήν με βασικές προτεραιότητες μεταξύ άλλων τη διατήρηση ενός πλεονασματικού δημοσιονομικού ισοζυγίου, τη δημιουργία συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης σε βασικούς τομείς της οικονομίας και τη μείωση του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα και από την άλλη η εφαρμογή ορθολογιστικής στρατηγικής διαχείρισης του δημόσιου χρέους, που να επικεντρώνεται στον δανεισμό σε σταθερά επιτόκια, στην επιμήκυνση της μέσης διάρκειας χρέους σε ικανοποιητικά επίπεδα, πλησίον του μέσου όρου της ΕΕ και στη διαμόρφωση ενός άνετου χρονοδιαγράμματος λήξεως χρέους, συνέβαλαν θετικά στη συγκράτηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους» τονίζει.

Παράλληλα, υποδεικνύει πως, παρά τη συνεχή αύξηση των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ και τη συνεπακόλουθη αύξηση των αποδόσεων των ευρωπαϊκών μεσοπρόθεσμων ομολόγων, που αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης του κράτους, το μέσο σταθμικό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους συγκρατήθηκε σε χαμηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 1.8% στο τέλος του 2022, από 1.6% το 2021. Φέτος, εκτιμάται πως θα προσεγγίσει το 2%, εφόσον τα βασικά επιτόκια αυξήθηκαν κατά 450 μονάδες βάσης από πέρσι τον Ιούλιο.

Οι τόκοι του χρέους

Στην επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών παρατίθενται και στοιχεία για τους τόκους που κατέβαλε το κράτος για εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Το 2021 το ετήσιο ποσό των τόκων του δημόσιου χρέους ανήλθε στα €438.2 εκατ. και το 2022 ήταν €406.7 εκατ. Ουσιαστικά καταγράφηκε μείωση της τάξης 7.2%, που αντιστοιχεί σε €31.5 εκατ.

Σύμφωνα με το αρμόδιο υπουργείο, η μείωση αποδίδεται στη μείωση των πληρωτέων τόκων λόγω της προγραμματισμένης αποπληρωμής χρέους που αφορούσε εγχώρια ομόλογα με μέσο σταθμικό κόστος 3.5% και στη αναχρηματοδότηση του χρέους με χαμηλότερα επιτόκια.

Τέλος του 2023, το συνολικό ποσό των τόκων που θα καταβληθεί θα είναι €378.7 εκατ. (μείωση κατά 6.9% ή €28 εκατ.). Όπως διευκρινίζεται, στα συγκεκριμένα ποσά δεν περιλαμβάνονται οι πληρωμές τόκων προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίες πέρσι ήταν €53.3 εκατ., ενώ από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023 ανέβηκε στα €157.9 εκατ.

Την ίδια ώρα, οι πληρωτέοι τόκοι ως ποσοστό των εσόδων και του δημόσιου χρέους καταγράφουν πτωτική πορεία από το 2021 μέχρι 2023. Αναλυτικά ο δείκτης πληρωτέοι τόκοι προς το ΑΕΠ προβλέπεται να προσεγγίσει το 1.3% το 2023, σε σύγκριση με 1.8% δυο χρόνια πριν. Εξάλλου, φέτος ο δείκτης τόκοι πληρωτέοι ως προς τα συνολικά έσοδα της Γενικής Κυβέρνηση θα κυμανθούν στο 2.9% από 4.3% το 2021. Τέλος, ο δείκτης των καταβληθέντων τόκων ως ποσοστό του ΑΕΠ φέτος θα κινηθεί στο 1.6%, από 1.8% το 2021.