Το λιανικό εμπόριο αναμένεται ότι θα δεχθεί τις μεγαλύτερες πιέσεις, αλλά δεν θα είναι το μοναδικό εκτιμά το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην τελική έκθεση για το 2023 που δημοσίευσε χθες, ως αποτέλεσμα της υποχώρησης της  εγχώριας ζήτησης που  εκτιμάται πως συνεχιστεί λόγω της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Στην έκθεση επισημαίνεται μεταξύ άλλων αν πέτυχε ή όχι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ για μείωση του πληθωρισμού.

 «Ο μηχανισμός διάχυσης των επιδράσεων της νομισματικής πολιτικής, δεν είναι τόσο αποτελεσματικός όσο θα επιθυμούσε η ΕΚΤ, με αποτέλεσμα η επίδραση της νομισματικής πολιτικής να μην είναι εκείνη που αρχικά ανέμενε η Φρανκφούρτη. Στην εικόνα συμβάλλει και η διατήρηση της πρωτοβουλίας από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία επηρεάζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και μέσω αυτών, τον πληθωρισμό. Έτσι, η νομισματική πολιτική αναμένεται πως, ενώ έχει μεν ολοκληρώσει τις αυξήσεις επιτοκίων, δεν θα προχωρήσει σε μεγάλη μείωσή τους κατά τους επόμενους 12 μήνες ή και περισσότερο. Ως αποτέλεσμα, αναμένουμε πως η εγχώρια ζήτηση θα συνεχίσει να δέχεται πιέσεις, παρά το γεγονός ότι τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών έχουν συγκρατηθεί λόγω της ΑΤΑ και λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας, η οποία ασκεί αυξητικές πιέσεις στους μισθούς, τουλάχιστον κάποιων βιομηχανιών», σημειώνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.

«Η επίδραση της νομισματικής πολιτικής, η οποία λειτούργησε στην Κύπρο με σημαντική καθυστέρηση, καταγράφεται, πέρα από τα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών, και στις επιχειρήσεις. Η συνεχιζόμενη πίεση στην πιστωτική επέκταση επικεντρώνεται κατά βάση στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς ο καθαρός νέος δανεισμός προς επιχειρήσεις, με ποσά κάτω του 1 εκατ. ευρώ, περιορίστηκε κατά τη διάρκεια του έτους.

 Με δεδομένο ότι οι μικρές επιχειρήσεις «ευθύνονται» για το 55% των επιχειρηματικών κερδών στην κυπριακή οικονομία, και πως στις μικρές και μικρομεσαίες συνολικά αντιστοιχεί το 77% των κερδών, η συγκράτηση της πιστωτικής επέκτασης προοιωνίζει πιέσεις στην ανάπτυξη τους επόμενους μήνες. Αυτές οι πιέσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη στις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη», επισημαίνεται στην έκθεση.

Υπερτερούν οι μεγάλες επιχειρήσεις

Αναλύοντας τα παραπάνω δεδομένα το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σημειώνει « πως η πιο πάνω εικόνα ενισχύει και τις ανησυχίες για επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών της Κύπρου στον επόμενο κύκλο αναθεώρησής τους, καθώς η πιστωτική επέκταση υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων την ώρα που η πιστωτική επέκταση περιορίζεται για τις μικρές και μικρομεσαίες, ισοδυναμεί με μετατόπιση της παραγωγικής δυναμικής -και του πλούτου- από την μεσαία προς την άνω οικονομική τάξη. Σε συνδυασμό και με την αύξηση των κερδών σε βάρος των ιδιωτικών μισθολογίων, αναμένεται κάποια αύξηση της ανισότητας στην διανομή του πλούτου στην οικονομία».

Πιέσεις στα νοικοκυριά

Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο αναγνωρίζει ότι πιέσεις αναμένεται πως θα εκδηλωθούν εντός των επόμενων 12 μηνών, χωρίς ωστόσο να εντοπίζεται υψηλός κίνδυνος ύφεσης στη βάση των σημερινών δεδομένων. Σημειώνεται επίσης στην έκθεση 2023, ότι «η πίεση που ασκείται στη ζήτηση από τις αυξήσεις τιμών διαφαίνεται και από τις εξελίξεις που σχετίζονται με τις καταθέσεις των εγχώριων νοικοκυριών. Σημαντικό μέρος των καταθέσεων είναι απότοκο της αύξησης των νέων πιστώσεων, η οποία σημειώνει επιβράδυνση (ιδίως ως προς τα στεγαστικά δάνεια). Ωστόσο, η εν λόγω επιβράδυνση δεν δικαιολογεί πλήρως την υποχώρηση των καταθέσεων. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί πως η μείωση των καταθέσεων που καταγράφεται από τον Ιούνιο, ακολουθεί σημαντικές και συνεχείς αυξήσεις των καταθέσεων και οι συνολικές καταθέσεις των νοικοκυριών εξακολουθούν να καταγράφουν αύξηση της τάξης του 3.8% τους τελευταίους 12 μήνες και 0.9% (ή 239 εκατ. ευρώ) για τα πρώτα τρία τρίμηνα του έτους».

Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εξηγεί ότι μέρος της μείωσης φαίνεται πως προέρχεται από την αξιοποίηση των αποταμιεύσεων από τα νοικοκυριά για σκοπούς τρεχουσών αναγκών.