Αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον η παράθεση από την Ελεγκτική Υπηρεσία της αντιμετώπισης που είχε από την προηγούμενη διακυβέρνηση η έκθεσή του -και οι επιστολές του- για παρανομίες και παρατυπίες αναφορικα΄με την αξιολόγηση και κατακύρωση της προσφοράς των 500 εκατ. ευρώ στην κοινοπραξία με διαχειριστή την κινεζική CPP, για την κατασκευή, λειτουργία, συντήρηση του τερματικού LNG στο Βασιλικό.

Όπως καταγράφεται στην έκθεση, «η Υπηρεσία μας, επικαλούμενη όλες τις παραβιάσεις της περί δημοσίων συμβάσεων νομοθεσίας, οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο απώλειας τη χορηγία ύψους έως €101 εκ. από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (σ.σ. για το τερματικό), καθώς και την ενδεχόμενη μη διαθεσιμότητα των αναγκαίων πιστώσεων, που καθιστούσε αδύνατη την υπογραφή της σύμβασης, εισηγήθηκε την ακύρωση και επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, αφού ο χρόνος μέχρι οι πιστώσεις να καθίσταντο διαθέσιμες μπορούσε πλέον, χωρίς την πρόκληση οποιασδήποτε καθυστέρησης, να χρησιμοποιηθεί ώστε να ακολουθηθεί, για ένα έργο τέτοιας μεγάλης σημασίας, μια σύννομη διαδικασία, όπως επιβάλλουν οι αρχές χρηστής διοίκησης».

Η τότε Κυβέρνηση, όμως, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για ακύρωση του διαγωνισμού, επικαλούμενη την επείγουσα φύση του έργου, ώστε το ταχύτερο δυνατό (εντός δύο ετών όπως πίστευε τότε) να αρχίσει η χρήση φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή στην Κύπρο.

Όπως προσθέτει στη χθεσινή έκθεση η Ελεγκτική Υπηρεσία, «σε συνέχεια σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε υπό τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Νοέμβριο του 2019 και της θέσης του τότε Υπουργού Οικονομικών (σ.σ. Χάρης Γεωργιάδης) ότι το έργο θα έπρεπε οπωσδήποτε να προχωρήσει με ανάδοχο τη συγκεκριμένη Κοινοπραξία, ακόμη κι αν αυτό θα σήμαινε την απώλεια της χορηγίας των €101 εκ. από την ΕΕ, η ΕΤΥΦΑ, προβάλλοντας ως αιτιολογικό την κατεπείγουσα φύση του έργου, προχώρησε σε υπογραφή της σύμβασης στις 13.12.2019».

Η ΕΤΥΦΑ είχε πλήρη πολιτική κάλυψη για την υπογραφή της αμφισβητούμενης νομιμότητας σύμβασης από την Κυβέρνηση και προσωπικά τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, ο οποίος πείστηκε πως δεν χωρούσε άλλη αναβολή για το εθνικής σημασίας έργο και αγνόησε τις προειδοποιήσεις του Γενικού Ελεγκτή.

Τα προβλήματα όμως ήταν πολλά από την πρώτη μέρα μετά την υπογραφή του συμβολαίου. Όπως γράφει ο Γενικός Ελεγκτής, «στη σύμβαση προβλεπόταν ότι η ΕΤΥΦΑ εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υπογραφής της θα έδινε εντολή έναρξης των εργασιών στον εργολάβο. H εντολή έναρξης των εργασιών δόθηκε στις 29.5.2020, δηλαδή 168 ημέρες μετά την υπογραφή της σύμβασης. Και ενώ
ως ημερομηνία έναρξης των εργασιών, σύμφωνα με τη σύμβαση, θα έπρεπε να θεωρηθεί η
ημερομηνία που δόθηκε η εντολή έναρξης, ως τέτοια καθορίστηκε η 28.9.2020, δηλαδή τέσσερις
μήνες αργότερα, αφού εκείνη την ημέρα η ΕΤΥΦΑ ενημέρωσε γραπτώς τον εργολάβο για την
έγκριση του προγράμματος εργασιών.

Ως αιτιολογία για την καθυστέρηση, η οποία εξυπηρετούσε και τον Εργολάβο, προτάθηκε η καθυστέρηση από την ΕΤΥΦΑ στην προκήρυξη (13.3.2020) και κατακύρωση του διαγωνισμού για τον Επιβλέποντα Μηχανικό του Έργου (Owner’s Engineer), διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης στις 31.8.2020.

Δηλαδή, ενώ οι όροι της σύμβασης προέβλεπαν όπως οι εργασίες ξεκινήσουν το αργότερο μέχρι
τις 12.3.2020, και ενώ ως αιτιολογικό για τη μη ακύρωση, λόγω των όσων έχουμε προαναφέρει,
και την προκήρυξη νέου διαγωνισμού, είχε προβληθεί εκ μέρους της ΕΤΥΦΑ η κατεπείγουσα φύση
του έργου, τελικά η έναρξη των εργασιών έγινε στις 28.9.2020, με ημερομηνία ολοκλήρωσης τις
27.9.2022. Δηλαδή, το Έργο του οποίου η ανάγκη υλοποίησης είχε επανειλημμένα προβληθεί ως
επιτακτική και άμεση, ξεκίνησε δέκα σχεδόν μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης, με την
αδικαιολόγητη καθυστέρηση να ανέρχεται σε τουλάχιστον 6,5 μήνες». Και μετά από άλλες αναβολές, τελικά η CPP υποσχέθηκε να παραδώσει το έργο τον Ιούλιο του 2024. Η Ελεγκτική Υπηρεσία διατηρεί και γι’ αυτό το χρονοδιάγραμμα σοβαρές επιφυλάξεις…