Ο «Φ» είχε επισημάνει από τις 2 Απριλίου ότι παρουσιάστηκε νέα εμπλοκή στην προώθηση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Κρήτης και στην επισημοποίηση της απόφασης της κυπριακής Κυβέρνησης να συμμετάσχει στη μετοχική δομή της εταιρείας ειδικού σκοπού (Great Sea Interconnector) που έχει συστήσει ο φορέας υλοποίησης, ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρισμού, με πλειοψηφικό μέτοχο το ελληνικό κράτος).

Το έργο ανήκει από τον περασμένο Οκτώβριο στον ΑΔΜΗΕ, ο οποίος λέγεται πως πλήρωσε μερικές δεκάδες εκατομμύρια για να το πάρει από τα χέρια της EuroAsia Interconnector, η οποία αδυνατούσε να εξασφαλίσει εμπρόθεσμα την αναγκαία χρηματοδότηση. Η ανάληψη του έργου από τον ΑΔΜΗΕ απέτρεψε την απώλεια της χορηγίας 657 εκατ. από την ΕΕ, καθώς με τα δεδομένα μέχρι τον Οκτώβριο του ’23 ο κίνδυνος για κάτι τέτοιο φαινόταν μεγάλος. Και είχε προειδοποιηθεί από τις Βρυξέλλες η Κυπριακή Δημοκρατία και ειδικότερα ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Παπαναστασίου.

Οι εξελίξεις μετά τον Οκτώβριο

Η κυπριακή Κυβέρνηση εκδήλωσε, μετά την αλλαγή στον φορέα υλοποίησης, ζωηρό ενδιαφέρον να συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας που θα αναλάβει να φέρει σε πέρας το έργο.
Στα χέρια της, όμως, η Κυβέρνηση είχε μόνο όσες μελέτες είχε κάνει έως τότε ο προηγούμενος φορέας, η EuroAsia Interconnector. Μπορούσε ή έπρεπε να τις εμπιστευτεί με κλειστά μάτια; Για να μην χαθεί άλλος χρόνος; Ή «για να μην χαθεί η χορηγία»;

Η ανάγκη για νέες μελέτες ήταν αυταπόδεικτη, καθώς είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τις προηγούμενες -χωρίς τη συμμετοχή του κράτους- και πολλά είχαν αλλάξει στο μεσοδιάστημα. Άλλωστε, ο ίδιος ο EuroAsia είχε αναγνωρίσει την αλλαγή των δεδομένων, εξού και ζήτησε από τους ρυθμιστές Κύπρου και Ελλάδας να τροποποιηθεί η συμφωνία CBCA, του 2017, ώστε να αναθεωρηθεί το κόστος του έργου. Και πήγαμε από τα 1.5 δισ., στα 1.9 δισ. Και ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος ότι σταματάμε σε αυτό το κόστος. Για ένα έργο που θα κατασκευάζεται μέχρι το 2030, καλώς εχόντων των πραγμάτων.

Η ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ – Κύπρου – Κρήτης ήταν εξαρχής ένα ιδιωτικό έργο. Το στήριξαν όμως η Κυβέρνηση Αναστασιάδη και η κρατική μηχανή, ώστε τελικά να εγκριθεί ως έργο κοινού ενδιαφέροντος και να ανάψει πράσινο φως για τη χρηματοδότησή του με 657 εκατ. από την ΕΕ. Η συμφωνία για μεταβίβαση του έργου στον ΑΔΜΗΕ δεν το μετατρέπει σε έργο του δημόσιου τομέα της Κύπρου. Εξακολουθεί να είναι έργο που δεν ανήκει, ούτε κατ’ ελάχιστο, στο κυπριακό κράτος. Το οποίο όμως θέλει να καταστεί συμμέτοχο. Και να βάλει και λεφτά (ειπώθηκε ποσό 100 εκατ.), για να έχει και λόγο.

Αφού θα βάλει όμως λεφτά και αφού ήδη με τις προηγηθείσες ρυθμιστικές αποφάσεις (με τις ευλογίες και την ώθηση της Κυβέρνησης Αναστασιάδη) έχει συμφωνηθεί να ανακτηθεί το κόστος της κατασκευής (αν εξαιρεθούν τα 657 εκατ. της ευρωχορηγίας, μένουν 1.2 δισ., νοουμένου πως δεν θα αυξηθεί στο μεταξύ το κόστος, κάτι όχι απίθανο) από τους καταναλωτές ρεύματος στην Κύπρο (κατά 63% του κόστους) και στην Ελλάδα (κατά 37% του κόστους).

Συνεπώς, είτε βάλει λεφτά το κυπριακό κράτος είτε δεν βάλει, το κόστος της διασύνδεσης θα πληρωθεί σε βάθος 25-30 χρόνων από τους καταναλωτές, με μια μικρή (ελπίζουμε) χρέωση, ανάλογα με την κατανάλωση του καθενός. Και ο ΑΔΜΗΕ θέλει αυτή η χρέωση στους καταναλωτές να ξεκινήσει από αυτό το στάδιο, για να έχει έσοδα και να πληρώνει τους εργολάβους του. Και ξεσηκώθηκε και η Nexans (που κατασκευάζει το καλώδιο) και ασκεί πιέσεις στη ΡΑΕΚ και το Υπουργείο Ενέργειας, ώστε να αρχίσει να ρέει χρήμα στον ΑΔΜΗΕ, για να πάει και χρήμα στις δικές της τσέπες. Κατανοητό.

Ανάκτηση κατά την κατασκευή

Η ρυθμιστική απόφαση της ΡΑΕΚ προβλέπει όντως ότι η χρέωση των καταναλωτών στην Κύπρο και την Ελλάδα για την ανάκτηση των εξόδων για τη διασύνδεση θα γίνει από το στάδιο της κατασκευής. Από τα αρχικά στάδια των κατασκευών όμως (στα οποία βρισκόμαστε) ή σε επόμενο στάδιο, όταν το έργο θα αποκτήσει «κόκκαλο»; Αυτό δεν το λέει η ρυθμιστική απόφαση. Λέει όμως ότι την απόφαση γι’ αυτό θα την πάρει η ΡΑΕΚ. Και δεν την πήρε ακόμα και δεν θα την πάρει, εξ όσων φαίνεται, σύντομα. Κάτι που δυσαρεστεί την ελλαδική πλευρά.

Ούτως ή άλλως, δηλαδή, θα έπρεπε το κράτος να είχε κάνει αξιόπιστες μελέτες, πριν καν διεκδικηθεί η χορηγία από την ΕΕ και η ανάληψη δεσμεύσεων έναντι τρίτων, για να διαπιστώσει αν το έργο είναι πραγματικά αναγκαίο για την Κύπρο (αφού θα το πληρώσουν οι πολίτες της κατά πλειοψηφία) και αν η σχέση κόστους – οφέλους γέρνει προς το όφελος. Δεν τις έκανε αυτές τις μελέτες. Βασίστηκε σε εκείνες του EuroAsia. Τώρα, όμως, που συζητείται η συμμετοχή του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας που θα κατασκευάσει το έργο, με ποσό που σήμερα είναι 100 εκατ. αλλά δεν ξέρουμε σε ποιο ύψος δυνατό να φτάσει στην πορεία η οικονομική μας συμμετοχή, δεν πρέπει να γίνει -έστω τώρα- μια μελέτη κόστους – οφέλους ή όποια άλλη μελέτη κριθεί αναγκαία για να γνωρίζει το δημόσιο πού πάει; Η κυβέρνηση λέει «πρέπει». Και η πολιτική ηγεσία.

Η υπό προϋποθέσεις συμμετοχή

Επιχειρήθηκε από το Υπουργείο Ενέργειας η πραγματοποίηση μιας μελέτης, άρον-άρον και με πολύ πενιχρά οικονομικά μέσα, η οποία παραδόθηκε από τη νορβηγική DNV, αλλά δεν είναι ανάλυση κόστους – οφέλους, ούτε μπορείς να την πεις μελέτη βιωσιμότητας. Έτσι και αλλιώς, για να κερδηθεί χρόνος, η DNV βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις μελέτες του EuroAsia και κάποιες άλλες που έγιναν παλαιότερα. Και η μελέτη της DNV κρίνεται χρήσιμη κυρίως ως προς τη γεωπολιτική σημασία του έργου. Όχι τόσο για το αν συμφέρει ή όχι στον Κύπριο καταναλωτή, το ηλεκτρικό σύστημα και την οικονομία.

Τον Φεβρουάριο του ’24 το Υπουργικό ανακοίνωσε την πρόθεσή του να συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο του Great Sea Interconnector, αφού πρώτα πραγματοποιηθεί μία μελέτη κόστους – οφέλους. Δεν άρεσε αυτό στον ΑΔΜΗΕ, διότι η κατασκευή του καλωδίου έχει ξεκινήσει στη Νορβηγία και τα έξοδα τρέχουν. Και η συμμετοχή του κυπριακού κράτους στην επένδυση είναι μεγάλης σημασίας, ώστε να εξασφαλιστούν πρόσθετες χρηματοδοτήσεις από τράπεζες αλλά και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία τουλάχιστο έως το περασμένο φθινόπωρο ήταν αρνητική για την προώθηση και χρηματοδότηση του έργου με δάνεια. Ετοίμασε και σχετική μελέτη για να στηρίξει τις διαφωνίες της.

Το αίτημα για νέα μελέτη

Την περασμένη εβδομάδα, ο ΑΔΜΗΕ παρέλαβε επιστολή από τον υπουργό Ενέργειας Γιώργο Παπαναστασίου και ενημερωνόταν ότι θα πρέπει να κατατεθεί στη ΡΑΕΚ νέα επικαιροποιημένη μελέτη κόστους – οφέλους, που να συνυπολογίζει όλα τα δεδομένα που έχουν διαφοροποιηθεί από το 2017 που λήφθηκε η αρχική απόφαση της ΡΑΕΚ για το έργο.

Ούτε αυτή η επιστολή άρεσε στον ΑΔΜΗΕ. Διότι ισοδυναμεί με μεγάλη καθυστέρηση. Και στη διάρκεια της εκκρεμότητας, μάλλον ο ΑΔΜΗΕ δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει το έργο -και τις τρέχουσες υποχρεώσεις για το καλώδιο και τον σταθμό μετατροπής τάσης- καθώς θα παραμένει σε εκκρεμότητα η συμμετοχή της Κύπρου στον Great Sea Interconnector (μέχρι να γίνει η μελέτη και να κριθεί ικανοποιητική) και επίσης θα είναι δύσκολη η εξασφάλιση ιδιωτικής χρηματοδότησης και συμμετοχή άλλων επενδυτών.

Το ζύγι της απόφασης

Τι πρέπει να μετρήσει περισσότερο στο ζύγι αυτών που καλούνται να πάρουν αποφάσεις στην Κύπρο (Κυβέρνηση, ΡΑΕΚ, κλπ); Η δικαιολογημένη βιασύνη του ΑΔΜΗΕ και οι έντονες πιέσεις από την ελληνική Κυβέρνηση (που ενδεχομένως να απειλήσουν να διασαλεύσουν και τις σχέσεις των δύο χωρών) ή η ανάγκη μιας επικαιροποιημένης μελέτης, που θα δείξει σε ποιο βαθμό θα είναι (και) οικονομικά συμφέρουσα η διασύνδεση για την Κύπρο, πριν εισέλθουμε «επιχειρηματικά» σε αυτό το έργο;

Και ακόμα και αν η απόφαση είναι η συμμετοχή του κράτους, θα πρέπει αυτή να γίνει με τους όρους επιβάρυνσης των Κυπρίων και Ελλαδιτών καταναλωτών που συμφωνήθηκαν (όντως) το 2017 (63% – 37%) ή πρέπει και αυτοί να εξεταστεί κατά πόσο πρέπει να επικαιροποιηθούν;
Και να ήταν μόνο αυτό, για την Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να διαχειριστεί και τις σοβαρές -και ουσιώδεις- διαφωνίες στενών συνεργατών του, υπουργών μεταξύ άλλων, για τη συμμετοχή ή όχι στην επένδυση. Και δεν είναι οι μόνοι που έχουν επιφυλάξεις για την επένδυση.