Δημοσίως,η πλευρά της ελληνικής Κυβέρνησης και του ΑΔΜΗΕ έχουν δημοσιοποιήσει την ενόχλησή τους για τους χειρισμούς της κυπριακής Κυβέρνησης μόνο -ή κυρίως- σε ό,τι αφορά το αίτημα για επικαιροποίηση της μελέτης κόστους – οφέλους, αλλά και του «επιχειρηματικού πλάνου», όπως το αποκάλεσε την Παρασκευή ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Παπαναστασίου.

Στην πραγματικότητα, τα θέματα που προκαλούν εντάσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι δύο: Το πρώτο είναι όντως η επικαιροποίηση της μελέτης και το δεύτερο, για το οποίο έγραψε ήδη ο Φιλελεύθερος, αφορά τον χρόνο έναρξης της χρέωσης των καταναλωτών ρεύματος σε Κύπρο και Ελλάδα με ένα ειδικό τέλος, το οποίο θα καταλήγει στα ταμεία του φορέα υλοποίησης, ώστε σταδιακά -σε βάθος 30 χρόνων, περίπου- να ανακτήσει το κόστος του έργου.

Η πίεση που ασκείται από ελλαδικής πλευράς για υπαναχώρηση της κυπριακής είναι έντονη και εκδηλώνεται σχεδόν επί καθημερινής βάσης.

Σε ό,τι αφορά την ανάγκη πραγματοποίησης νέων μελετών για το όφελος που θα έχει η Κύπρος από ενδεχόμενη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας Great Sea Interconnector (που σήμερα ανήκει 100% στον ΑΔΜΗΕ), η κυπριακή Κυβέρνηση δεν υπαναχώρησε. Και ήδη ο ΑΔΜΗΕ δήλωσε δημοσίως, μέσω του προέδρου του, Μάνου Μανουσάκη, ότι η μελέτη κόστους-οφέλους θα πραγματοποιηθεί και αναμένεται να παραδοθεί τον Ιούνιο. Το πώς και ποιος θα αξιολογήσει αυτή τη μελέτη από κυπριακής πλευράς (πέραν της ΡΑΕΚ, που θα το πράξει καθηκόντως) είναι ένα άλλο ζήτημα που θα συζητηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο μέτωπο της αντιπαράθεσης, δηλαδή το χρονικό σημείο έναρξης της χρέωσης των καταναλωτών ρεύματος για να αρχίσει να έχει έσοδα ο φορέας υλοποίησης, η κυπριακή πλευρά επίσης δεν έχει υποχωρήσει. Αλλά ούτε και η ελληνική πλευρά έχει διακόψει την άσκηση πιέσεων. Φαίνεται, μάλιστα, να έχει, σε αυτή την πτυχή, την κατανόηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, ανεπίσημα, εμφανίζεται να ευνοεί την έναρξη σε αυτό το στάδιο της ανάκτησης κόστους από τον φορέα, αφού ήδη καταβάλλονται ποσά στον κατασκευαστή του καλωδίου από τον ΑΔΜΗΕ.

Όπως ξαναγράψαμε, ο ΑΔΜΗΕ υποστηρίζει πως η ρυθμιστική απόφαση του 2017 (CBCA, για τον επιμερισμό του διασυνοριακού κόστους μεταξύ των καταναλωτών Κύπρου και Ελλάδας) προβλέπει ότι η ανάκτηση του κόστους θα ξεκινήσει με την έναρξη της κατασκευής του έργου. Και ο ΑΔΜΗΕ θεωρεί πως η κατασκευή άρχισε μόλις ξεκίνησε η κατασκευή του καλωδίου από τη Nexans, στη Νορβηγία.

Όμως, από κυπριακής πλευράς τονίζεται πως σε κανένα σημείο της ρυθμιστικής απόφασης δεν αναφέρεται πως η ανάκτηση του κόστους ξεκινά από την ημέρα έναρξης των κατασκευών.

Σημειώνεται, δε, ότι η ΡΑΕΚ αποδέχθηκε μεν τη χρέωση των καταναλωτών από το κατασκευαστικό στάδιο (πριν τη λειτουργία της διασύνδεσης) για να ανακτά κόστος ο φορέας υλοποίησης και να χρηματοδοτεί τα έργα, αλλά δεν δεσμεύτηκε μέσω της απόφασης CBCA σε ποιο στάδιο των κατασκευών θα αρχίσει να εισπράττει ο φορέας. Αντίθετα, στην απόφαση αναφέρεται ξεκάθαρα πως η ανάκτηση θα ξεκινήσει όταν το αποφασίσει η ΡΑΕΚ (για τους Κύπριους καταναλωτές) και η ΡΑΕ (για τους καταναλωτές στην Ελλάδα). Η ΡΑΕΚ ευνοεί έναρξη της ανάκτησης κατά τη διαδικασία πόντισης του καλωδίου.

Το ζήτημα αυτό παραμένει ανοικτό και μάλλον δεν θα κλείσει πριν παραδοθεί και αξιολογηθεί η μελέτη κόστους-οφέλους ή και άλλες μελέτες που μπορεί να γίνουν στο μεταξύ.

Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί πως οι νέες μελέτες θα κρίνουν μόνο το αν η Κύπρος θα συμμετέχει επενδυτικά στον φορέα υλοποίησης. Η χρέωση των καταναλωτών ανά κιλοβατώρα κατανάλωσης έχει ήδη κλειδώσει από τη ρυθμιστική απόφαση (ανεξάρτητα από τη συμμετοχή ή όχι του κράτους στο έργο) και αυτό που εκκρεμεί είναι μόνο πότε θα αρχίσει να επιβάλλεται το τέλος για τη διασύνδεση.

Θυμίζουμε πως μέσα από την επικαιροποίηση των μελετών, η ΡΑΕΚ και η Κυβέρνηση θα αξιολογήσουν επίσης σε ποια πλευρά (των καταναναλωτών) θα δημιουργηθεί το μεγαλύτερο όφελος. Με βάση την υφιστάμενη μελέτη, του ’17 (που επιβεβαιώθηκε το 2023), η Κύπρος θεωρείται περισσότερο ευνοημένη από το καλώδιο, εξού και οι καταναλωτές της θα επιβαρυνθούν με το 63% του κόστους και οι καταναλωτές στην Ελλάδα με το 37%. Είναι ένα ενδεχόμενο αυτός ο συμφωνημένος επιμερισμός να ζητηθεί από την κυπριακή πλευρά να διαφοροποιηθεί, κάτι που προφανώς θα προσκρούσει στη διαφωνία της ελληνικής κυβέρνησης.