Το ερώτημα που θέτουν συχνά οι καταναλωτές είναι «γιατί συνεχίζουν να παραμένουν ψηλά οι τιμές των τροφίμων, ενώ μειώνεται ο πληθωρισμός;».

Και «πού θα φθάσουν οι τιμές όταν σε ένα μήνα περίπου (30 Ιουνίου 2024) θα τερματιστούν το μέτρο για μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ σε βασικές κατηγορίες τροφίμων (ψωμί, γάλα, αυγά, παιδικές τροφές, παιδικές πάνες, καφές, ζάχαρη, κρέατα νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένα, λαχανικά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη) αλλά και η επιδότηση στην ηλεκτρική ενέργεια;».

Είναι ένα μέτρο που εφαρμόσθηκε το 2023 και σταδιακά άρχισε να επεκτείνεται χρονικά και να περιλαμβάνει μεγαλύτερες ομάδες προϊόντων, όσο ο πληθωρισμός ανέβαινε, με αποτέλεσμα όχι τόσο να μειωθούν ουσιαστικά οι τιμές, όπως δείχνουν τα στοιχεία, αλλά αν μη τι άλλο να συγκρατηθούν οι αυξήσεις.

Ακόμη δεν έχει ζεσταθεί η πολιτική συζήτηση κατά πόσο τα μέτρα θα επεκταθούν χρονικά και για την ώρα οι πολιτικές πιέσεις στην κυβέρνηση είναι χλιαρές. Ούτε και η Κυβέρνηση όμως ανοίγει το θέμα, κρίνοντας ότι είναι νωρίς για να ανακοινώσει τις προθέσεις της.

Το θετικό είναι ότι ο πληθωρισμός στον τομέα των τροφίμων δείχνει σημάδια συγκράτησης, μένοντας στην αύξηση 1,89% την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2024, έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου και έναντι 2,14% την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2024, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Τιμών Καταναλωτικών Προϊόντων για τον μήνα Απρίλιο 2024, που ανακοίνωσε η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή.

Στα τρόφιμα και τα άλλα βασικά είδη σούπερ μάρκετ, η εικόνα που εμφανίζεται από την εξέταση των αναλυτικών στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας αλλά και της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου είναι ότι οι μειώσεις είναι πολύ μικρές, ενώ αντίθετα οι αυξήσεις είναι μεγαλύτερες σε συγκεκριμένα προϊόντα διατροφής. Ουσιαστικά, τα νοικοκυριά, εκ των πραγμάτων «ξοδεύουν περισσότερα αλλά αγοράζουν λιγότερα», παρόλο που τυπικά ευνοούνται από τον μηδενικό  συντελεστή ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης.

Τα πάνω και τα κάτω

Σύμφωνα με το παρατηρητήριο τιμών βασικών καταναλωτικών προϊόντων της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, οι δείκτες τιμών για τον μήνα Απρίλιο, σε σύνολο 45 κατηγοριών βασικών προϊόντων, έδειξαν ότι 21 κατηγορίες κατέγραψαν αύξηση και 18 κατηγορίες μείωση, ενώ άλλες 6 κατηγορίες δεν κατέγραψαν μεταβολή.

Συγκεκριμένα, αυξήσεις κατά 7,5% και 6,2% αντίστοιχα κατέγραψαν τα κατεψυγμένα μαλάκια/οστρακοειδή και τα κατεψυγμένα ψάρια, μετά από μια τρίμηνη περίοδο συνεχών μειώσεων, κατά 4,7% η ζάχαρη μετά από ένα εξάμηνο συνεχών μειώσεων, κατά 3,4% οι ζωμοί, 3,3% το εμφιαλωμένο νερό, 3% το λάδι λόγω νέων συγκρατημένων αυξήσεων στην τιμή ελαιολάδου, έναντι του προηγούμενου μήνα, 2,8% οι χυμοί, τα δημητριακά προγεύματος και οι βρεφικές πάνες, 2,7% οι βρεφικές τροφές, 2,2% τα κατεψυγμένα ζυμαρικά και κατά 2% οι κονσέρβες κρέατος.

Μείωση κατέγραψαν 18 κατηγορίες, με σημαντικότερες τα φρέσκα λαχανικά και χόρτα κατά 13,1%, κατά 10,8% το φυτικό μαγειρικό λίπος, 5,4% το αλεύρι, 4,6% τα φρέσκα ψάρια και μαλάκια, 4% τα αυγά, 2,3% τα ζυμαρικά, 1,5% τα κουλούρια, 1,2% το ρύζι και τα μπισκότα και 1,3% το βρεφικό γάλα και τα μαλακτικά ρούχων.

Οι τιμές στο ράφι

Ο «Φ» καταγράφει στην πράξη τι σημαίνουν για τα νοικοκυριά οι συγκεκριμένες αυξομειώσεις τιμών, συγκρίνοντας προϊόντα στα ράφια των υπεραγορών.

Στα θετικά είναι ότι υπάρχουν προϊόντα που οι τιμές τους παρέμειναν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι και στις περιπτώσεις που υπήρξαν μειώσεις, αυτές ήταν ελάχιστα σεντς. Να διευκρινίσουμε ότι με παλαιότερα χρόνια δεν μπορεί να γίνει σύγκριση, καθώς ο νόμος παρακολούθησης τιμών προϊόντων λιανικής εφαρμόστηκε το 2023, άρα δεν υπάρχουν στοιχεία από την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή.

Ως προς τα προϊόντα που διατίθονταν στα ράφια των υπεραγορών, τον Απρίλιο, μια συσκευασία λούντζας 300 γρ. (συγκεκριμένης ετικέτας) είχε μέση τιμή €4,54, ενώ τον προηγούμενο μήνα το ίδιο προϊόν κόστιζε €4,55 και πέρυσι €4,56. Μια συσκευασία χαμ 300 γρ. είχε φέτος μέση τιμή €3,87, τον προηγούμενο μήνα €3,93 και πέρυσι μέση τιμή πώλησης €3,97.

Στα γαλακτομικά προϊόντα, 400 γρ. φέτα (συγκεκριμένη ετικέτα) τον Απρίλιο είχε τιμή πώλησης €7.09, σε σύγκριση με €7,06 τον προηγούμενο μήνα και €6,78 πέρυσι. Η τιμή πώλησης ενός κιλού χαλλουμιού (συγκεκριμένη ετικέτα) είχε τον Απρίλιο μέση τιμή πώλησης €13,44 σε σχέση με €13,32 τον προηγούμενο μήνα και €13,46 πέρυσι τον Απρίλιο. Το γάλα ενός λίτρου συγκεκριμένης ετικέτας είχε μέση τιμή πώλησης €1,69 τον Απρίλιο σε σχέση με €1,68 τον Μάρτιο και €1,78 πέρυσι.

Το προϊόν που η τιμή του διπλασιάστηκε σ’ ένα χρόνο και έχει φθάσει στα ύψη, είναι το ελαιόλαδο. Η μέση τιμή πώλησης τον Απρίλιο ήταν €15,09 από €14,82 τον Μάρτιο και €7,03 πέρυσι. Συσκευασία ελαιολάδου δυο λίτρων είχε μέση τιμή πώλησης τον Απρίλιο €30,05 από €28,41 τον Μάρτιο και €14,62 πέρυσι.

Στην κατηγορία των κρεάτων ένα κιλό αρνί, μικρά κομμάτια, είχε τον Απρίλιο μέση τιμή πώλησης €10,40 από €10,94 τον Μάρτιο και €9,66 πέρυσι.

Στα λαχανικά, η μέση τιμή πώλησης για ένα κιλό αγγουράκια θερμοκηπίου ήταν €1,27 από €1,54 τον προηγούμενο μήνα και €1,54 πέρυσι. Η μέση τιμή πώλησης της ντομάτας ήταν στον Απρίλιο €1,45 από €1,62 τον Μάρτιο και €2,01 πέρυσι και ένα κιλό πατάτες είχε μέση τιμή πώλησης τον Απρίλιο €2,03 από €1,05 πέρυσι.

Παρέμβαση Μητσοτάκη για το «καπέλο» από πολυεθνικές

Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε στις Μαϊου, 20 ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές, να ζητήσει από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να τραβήξει το αυτί στα πολυεθνικά καρτέλ για την ακρίβεια που στραγγαλίζει τα ελληνικά νοικοκυριά.

Ζήτησε συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο ενωσιακό δίκαιο, προκειμένου να διασφαλιστούν η ίση μεταχείριση και η προστασία των καταναλωτών από το «καπέλο» που βάζουν οι πολυεθνικές εταιρείες στις τιμές, κυρίως σε χώρες με ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά και με τις οποίες «αφαιρούν» τουλάχιστον 14 δισ. ευρώ κάθε χρόνο από τα διαθέσιμα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών.

Ο ίδιος ζητεί «ακόμα πιο τολμηρά βήματα, ώστε η ενιαία αγορά να λειτουργεί με περισσότερο ανταγωνισμό και διαφάνεια υπέρ των καταναλωτών», προειδοποιώντας μάλιστα πως οι διαφορές στις τιμές πλήττουν την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην ενιαία αγορά. Σημείωσε ότι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική αγορά, αλλά και τις αγορές άλλων κρατών-μελών, όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβακία, είναι οι αδικαιολόγητα υψηλές τιμές στις οποίες πωλούνται επώνυμα βασικά καταναλωτικά προϊόντα πολυεθνικών επιχειρήσεων, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αοριστίες από την Κομισιόν για την ακρίβεια

Η Κομισιόν, στις 21 Μαϊου, έδωσε μια απάντηση στην επιστολή Κυριάκου Μητσοτάκη, γεμάτη γενικές διατυπώσεις, που δεν αποσαφηνίζουν τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να «λύσει» το πρόβλημα της ακρίβειας.

«Η Επιτροπή δεν θα διστάσει να προστατεύσει τους καταναλωτές, διερευνώντας αυτές τις περιπτώσεις κατά προτεραιότητα. Ενώ η επιβολή του ανταγωνισμού ως τέτοια δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Πολλά κράτη μέλη ζήτησαν από την Επιτροπή να εξετάσει αυτό το ζήτημα και να εντοπίσει μια λύση για την ενιαία αγορά, πέρα από τους κανόνες ανταγωνισμού. Η κρίση κόστους ζωής καθιστά ακόμη πιο ευαίσθητο το θέμα των τιμών για τους καταναλωτές».

Το ερώτημα που θέτουν συχνά οι καταναλωτές είναι «γιατί συνεχίζουν να παραμένουν ψηλά οι τιμές των τροφίμων, ενώ μειώνεται ο πληθωρισμός;».

Και «πού θα φθάσουν οι τιμές όταν σε ένα μήνα περίπου (30 Ιουνίου 2024) θα τερματιστούν το μέτρο για μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ σε βασικές κατηγορίες τροφίμων (ψωμί, γάλα, αυγά, παιδικές τροφές, παιδικές πάνες, καφές, ζάχαρη, κρέατα νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένα, λαχανικά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη) αλλά και η επιδότηση στην ηλεκτρική ενέργεια;».

Είναι ένα μέτρο που εφαρμόσθηκε το 2023 και σταδιακά άρχισε να επεκτείνεται χρονικά και να περιλαμβάνει μεγαλύτερες ομάδες προϊόντων, όσο ο πληθωρισμός ανέβαινε, με αποτέλεσμα όχι τόσο να μειωθούν ουσιαστικά οι τιμές, όπως δείχνουν τα στοιχεία, αλλά αν μη τι άλλο να συγκρατηθούν οι αυξήσεις.

Ακόμη δεν έχει ζεσταθεί η πολιτική συζήτηση κατά πόσο τα μέτρα θα επεκταθούν χρονικά και για την ώρα οι πολιτικές πιέσεις στην κυβέρνηση είναι χλιαρές. Ούτε και η Κυβέρνηση όμως ανοίγει το θέμα, κρίνοντας ότι είναι νωρίς για να ανακοινώσει τις προθέσεις της.

Το θετικό είναι ότι ο πληθωρισμός στον τομέα των τροφίμων δείχνει σημάδια συγκράτησης, μένοντας στην αύξηση 1,89% την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2024, έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου και έναντι 2,14% την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2024, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Τιμών Καταναλωτικών Προϊόντων για τον μήνα Απρίλιο 2024, που ανακοίνωσε η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή.

Στα τρόφιμα και τα άλλα βασικά είδη σούπερ μάρκετ, η εικόνα που εμφανίζεται από την εξέταση των αναλυτικών στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας αλλά και της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου είναι ότι οι μειώσεις είναι πολύ μικρές, ενώ αντίθετα οι αυξήσεις είναι μεγαλύτερες σε συγκεκριμένα προϊόντα διατροφής. Ουσιαστικά, τα νοικοκυριά, εκ των πραγμάτων «ξοδεύουν περισσότερα αλλά αγοράζουν λιγότερα», παρόλο που τυπικά ευνοούνται από τον μηδενικό  συντελεστή ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης.

Τα πάνω και τα κάτω

Σύμφωνα με το παρατηρητήριο τιμών βασικών καταναλωτικών προϊόντων της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, οι δείκτες τιμών για τον μήνα Απρίλιο, σε σύνολο 45 κατηγοριών βασικών προϊόντων, έδειξαν ότι 21 κατηγορίες κατέγραψαν αύξηση και 18 κατηγορίες μείωση, ενώ άλλες 6 κατηγορίες δεν κατέγραψαν μεταβολή.

Συγκεκριμένα, αυξήσεις κατά 7,5% και 6,2% αντίστοιχα κατέγραψαν τα κατεψυγμένα μαλάκια/οστρακοειδή και τα κατεψυγμένα ψάρια, μετά από μια τρίμηνη περίοδο συνεχών μειώσεων, κατά 4,7% η ζάχαρη μετά από ένα εξάμηνο συνεχών μειώσεων, κατά 3,4% οι ζωμοί, 3,3% το εμφιαλωμένο νερό, 3% το λάδι λόγω νέων συγκρατημένων αυξήσεων στην τιμή ελαιολάδου, έναντι του προηγούμενου μήνα, 2,8% οι χυμοί, τα δημητριακά προγεύματος και οι βρεφικές πάνες, 2,7% οι βρεφικές τροφές, 2,2% τα κατεψυγμένα ζυμαρικά και κατά 2% οι κονσέρβες κρέατος.

Μείωση κατέγραψαν 18 κατηγορίες, με σημαντικότερες τα φρέσκα λαχανικά και χόρτα κατά 13,1%, κατά 10,8% το φυτικό μαγειρικό λίπος, 5,4% το αλεύρι, 4,6% τα φρέσκα ψάρια και μαλάκια, 4% τα αυγά, 2,3% τα ζυμαρικά, 1,5% τα κουλούρια, 1,2% το ρύζι και τα μπισκότα και 1,3% το βρεφικό γάλα και τα μαλακτικά ρούχων.

Οι τιμές στο ράφι

Ο «Φ» καταγράφει στην πράξη τι σημαίνουν για τα νοικοκυριά οι συγκεκριμένες αυξομειώσεις τιμών, συγκρίνοντας προϊόντα στα ράφια των υπεραγορών.

Στα θετικά είναι ότι υπάρχουν προϊόντα που οι τιμές τους παρέμειναν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι και στις περιπτώσεις που υπήρξαν μειώσεις, αυτές ήταν ελάχιστα σεντς. Να διευκρινίσουμε ότι με παλαιότερα χρόνια δεν μπορεί να γίνει σύγκριση, καθώς ο νόμος παρακολούθησης τιμών προϊόντων λιανικής εφαρμόστηκε το 2023, άρα δεν υπάρχουν στοιχεία από την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή.

Ως προς τα προϊόντα που διατίθονταν στα ράφια των υπεραγορών, τον Απρίλιο, μια συσκευασία λούντζας 300 γρ. (συγκεκριμένης ετικέτας) είχε μέση τιμή €4,54, ενώ τον προηγούμενο μήνα το ίδιο προϊόν κόστιζε €4,55 και πέρυσι €4,56. Μια συσκευασία χαμ 300 γρ. είχε φέτος μέση τιμή €3,87, τον προηγούμενο μήνα €3,93 και πέρυσι μέση τιμή πώλησης €3,97.

Στα γαλακτομικά προϊόντα, 400 γρ. φέτα (συγκεκριμένη ετικέτα) τον Απρίλιο είχε τιμή πώλησης €7.09, σε σύγκριση με €7,06 τον προηγούμενο μήνα και €6,78 πέρυσι. Η τιμή πώλησης ενός κιλού χαλλουμιού (συγκεκριμένη ετικέτα) είχε τον Απρίλιο μέση τιμή πώλησης €13,44 σε σχέση με €13,32 τον προηγούμενο μήνα και €13,46 πέρυσι τον Απρίλιο. Το γάλα ενός λίτρου συγκεκριμένης ετικέτας είχε μέση τιμή πώλησης €1,69 τον Απρίλιο σε σχέση με €1,68 τον Μάρτιο και €1,78 πέρυσι.

Το προϊόν που η τιμή του διπλασιάστηκε σ’ ένα χρόνο και έχει φθάσει στα ύψη, είναι το ελαιόλαδο. Η μέση τιμή πώλησης τον Απρίλιο ήταν €15,09 από €14,82 τον Μάρτιο και €7,03 πέρυσι. Συσκευασία ελαιολάδου δυο λίτρων είχε μέση τιμή πώλησης τον Απρίλιο €30,05 από €28,41 τον Μάρτιο και €14,62 πέρυσι.

Στην κατηγορία των κρεάτων ένα κιλό αρνί, μικρά κομμάτια, είχε τον Απρίλιο μέση τιμή πώλησης €10,40 από €10,94 τον Μάρτιο και €9,66 πέρυσι.

Στα λαχανικά, η μέση τιμή πώλησης για ένα κιλό αγγουράκια θερμοκηπίου ήταν €1,27 από €1,54 τον προηγούμενο μήνα και €1,54 πέρυσι. Η μέση τιμή πώλησης της ντομάτας ήταν στον Απρίλιο €1,45 από €1,62 τον Μάρτιο και €2,01 πέρυσι και ένα κιλό πατάτες είχε μέση τιμή πώλησης τον Απρίλιο €2,03 από €1,05 πέρυσι.

Παρέμβαση Μητσοτάκη για το «καπέλο» από πολυεθνικές

Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε στις Μαϊου, 20 ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές, να ζητήσει από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να τραβήξει το αυτί στα πολυεθνικά καρτέλ για την ακρίβεια που στραγγαλίζει τα ελληνικά νοικοκυριά.

Ζήτησε συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο ενωσιακό δίκαιο, προκειμένου να διασφαλιστούν η ίση μεταχείριση και η προστασία των καταναλωτών από το «καπέλο» που βάζουν οι πολυεθνικές εταιρείες στις τιμές, κυρίως σε χώρες με ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά και με τις οποίες «αφαιρούν» τουλάχιστον 14 δισ. ευρώ κάθε χρόνο από τα διαθέσιμα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών.

Ο ίδιος ζητεί «ακόμα πιο τολμηρά βήματα, ώστε η ενιαία αγορά να λειτουργεί με περισσότερο ανταγωνισμό και διαφάνεια υπέρ των καταναλωτών», προειδοποιώντας μάλιστα πως οι διαφορές στις τιμές πλήττουν την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην ενιαία αγορά. Σημείωσε ότι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική αγορά, αλλά και τις αγορές άλλων κρατών-μελών, όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβακία, είναι οι αδικαιολόγητα υψηλές τιμές στις οποίες πωλούνται επώνυμα βασικά καταναλωτικά προϊόντα πολυεθνικών επιχειρήσεων, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αοριστίες από την Κομισιόν για την ακρίβεια

Η Κομισιόν, στις 21 Μαϊου, έδωσε μια απάντηση στην επιστολή Κυριάκου Μητσοτάκη, γεμάτη γενικές διατυπώσεις, που δεν αποσαφηνίζουν τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να «λύσει» το πρόβλημα της ακρίβειας.

«Η Επιτροπή δεν θα διστάσει να προστατεύσει τους καταναλωτές, διερευνώντας αυτές τις περιπτώσεις κατά προτεραιότητα. Ενώ η επιβολή του ανταγωνισμού ως τέτοια δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Πολλά κράτη μέλη ζήτησαν από την Επιτροπή να εξετάσει αυτό το ζήτημα και να εντοπίσει μια λύση για την ενιαία αγορά, πέρα από τους κανόνες ανταγωνισμού. Η κρίση κόστους ζωής καθιστά ακόμη πιο ευαίσθητο το θέμα των τιμών για τους καταναλωτές».