Την ενίσχυση της απασχόλησης, μετά την οικονομική κρίση του 2013, αλλά και μετά την πανδημία, καταγράφει η τελευταία Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, η οποία σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώνει και το πρόβλημα της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού, για το οποίο συχνά παραπονιούνται οι εργοδοτικές οργανώσεις.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν προ μερικών ημερών, ο αριθμός των απασχολουμένων το πρώτο τρίμηνο φέτος ανήλθε σε 460.893 άτομα και το ποσοστό απασχόλησης 60,6% (άνδρες 64,9%, γυναίκες 56,6%) σε σύγκριση με 458.835 άτομα (61,2%) το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023.

Την ίδια ώρα και ανατρέχοντας σε παλαιότερες εκθέσεις Έρευνας Εργατικού Δυναμικού που εκδίδει τη Στατιστική Υπηρεσία, προκύπτει ότι το πρώτο τρίμηνο, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, δηλαδή το 2014, ο αριθμός των εργαζομένων ανερχόταν στις 358,3 χιλιάδες άτομα (άνδρες 184,2 χιλιάδες και γυναίκες 174,0 χιλιάδες).

Εκατόν χιλιάδες περισσότεροι

Όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, ο αριθμός των εργαζομένων κατέγραψε την τελευταία δεκαετία αύξηση κατά 100 χιλιάδες άτομα περίπου. Ο αριθμός αυτός ενδέχεται, όμως, να είναι ελαφρώς διαφοροποιημένος, καθώς, ως αποτέλεσμα νέου ευρωπαϊκού κανονισμού και προτύπων, το ερωτηματολόγιο βάσει του οποίου διεξάγεται η Έρευνα Εργατικού Δυναμικού έχει αλλάξει από το 2021, χωρίς όμως να ανατρέπονται ουσιαστικά οι τάσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες εξάλλου επιβεβαιώνονται και από άλλους αριθμούς.

Όπως για παράδειγμα, τους αριθμούς που αφορούν την ανεργία, που τα τελευταία χρόνια σημειώνει σταθερή και σημαντική μείωση. Βάσει της τελευταίας Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, ο αριθμός των ανέργων το πρώτο τρίμηνο φέτος περιορίστηκε σε 29.339 άτομα και το ποσοστό ανεργίας στο 6,0% του εργατικού δυναμικού (άνδρες 5,9%, γυναίκες 6,1%) σε σύγκριση με 33.394 άτομα (6,8%) το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023.

Την ίδια ώρα που το ποσοστό ανεργίας το πρώτο τρίμηνο του 2014 ανερχόταν σε 16,9% του εργατικού δυναμικού (άνδρες 17,6% και γυναίκες 16,1%) και με τον αριθμό των ανέργων να βρισκόταν τότε στις 72,8 χιλιάδες άτομα (άνδρες 39,5 χιλιάδες και γυναίκες 33,3 χιλιάδες).

Βάσει σχετικής έκθεσης που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Στατιστική Υπηρεσία για διάφορους βασικούς δείκτες, όσον αφορά την αγορά εργασίας, ο αριθμός των ανέργων συνέχισε και τα επόμενα χρόνια την πτωτική του πορεία, φτάνοντας τις 47 χιλιάδες άτομα το 2017, σε σχέση με 54 χιλιάδες άτομα το 2016, υποχωρώντας περαιτέρω στις 36.617 άτομα το 2018.

Ο αριθμός των ανέργων, βάσει των στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας, υποχώρησε στις 32 χιλιάδες άτομα περίπου το 2019 για να αυξηθεί όμως εκ νέου στις 34 χιλιάδες τη διετία 2020-2021 λόγω της πανδημίας, προτού περιοριστεί εκ νέου στις 32 χιλιάδες για ολόκληρο το 2022 και στις 30 χιλιάδες την περσινή χρονιά.

Σε αντίθεση με την πτωτική τάση της ανεργίας, η απασχόληση και ο αριθμός των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια ακολουθεί συνεχή ανοδική τάση. Όπως αναφέραμε, οι εργαζόμενοι από 358 χιλιάδες το πρώτο τρίμηνο του 2014 ανήλθαν το ίδιο τρίμηνο τη φετινή χρονιά 461 χιλιάδες άτομα. Του λόγου το αληθές προκύπτει και από τα στοιχεία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τους ενεργά ασφαλισμένους. Σύμφωνα με αυτά το 2013 ο αριθμός των ενεργά ασφαλισμένων ανερχόταν σε 338.425 άτομα ενώ οι ενεργοί ασφαλισμένοι το 2022 είχαν αυξηθεί σε 468.325 άτομα. 

Πιέζονται οι μισθοί από τον πληθωρισμό

Ο πληθωρισμός ωστόσο και η ακρίβεια το τελευταίο διάστημα φαίνεται να εξακολουθούν να πιέζουν προς τα κάτω τους μισθούς, όπως φαίνεται να προκύπτει και από την πορεία του εθνικού κατώτατου μισθού στη χώρα, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ.

Όταν ο εθνικός κατώτατος μισθός καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας, το 2023, με το ύψος του να ανέρχεται στα 940  ευρώ -μετά από εξάμηνη συνεχή εργοδότηση- η Κύπρος, όπως είχε ανακοινώσει και το Υπουργείο Οικονομικών τότε, συγκρινόταν ευνοϊκά με τις άλλες χώρες που είχαν εθνικό κατώτατο (σύνολο 22 κράτη μέλη) και συγκεκριμένα βρισκόταν στην 10η θέση μεταφράζοντας το ύψος του ΕΚΜ, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος ζωής με τη χρήση των ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης (PPS). Συγκεκριμένα, το 2023 τα 940 ευρώ του εθνικού κατώτατου μισθού μετατρέπονταν σε 1.036 ευρώ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (PPS). 

Με την αύξηση, από τον Γενάρη φέτος του εθνικού κατώτατου μισθού στα 1000 ευρώ –μετά από εξάμηνη εργασία– η Κύπρος υποχώρησε, όμως, τον Γενάρη φέτος στην 13η θέση μεταξύ των κρατών μελών που εφαρμόζουν ΕΚΜ, όταν αυτός μετατραπεί σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (PPS).

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας τον Γενάρη φέτος ο ΕΚΜ σε PPS αν και ανήλθε σε 1.086,83 η κατάταξη της χώρας μας συγκριτικά με άλλα κράτη μέλη υποχώρησε αν και όσον αφορά τα 1000 ευρώ βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα – στην ένατη θέση – όσον αφορά το ύψος του ΕΚΜ, στην ίδια θέση που βρισκόταν και πέρσι, χωρίς να υπολογίζεται η αγοραστική δύναμη του ΕΚΜ.

Η πορεία των απολαβών

Η βελτίωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας, όσον αφορά την πορεία της απασχόλησης και της ανεργίας, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και βελτίωση των συνθηκών εργασίας.

Εξού και το συνδικαλιστικό κίνημα έχει ακόμα και σήμερα αιτήματα για επαναφορά ωφελημάτων που ίσχυαν πριν το 2013. Βάσει των στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας για τους δείκτες απασχόλησης, οι μέσες μηνιαίες απολαβές υπαλλήλων γενικότερα φαίνεται πάντως να καταγράφουν αύξηση τα τελευταία χρόνια, όπου υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία και από 1.879 ευρώ το 2016 έφτασαν σε 2.202 το 2022.