Οι επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, συντηρούν το δανεισμό το πρώτο τρίμηνο 2024 και οι δυο μεγάλες συστημικές τράπεζες, Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική, οι οποίες ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα έδωσαν συνολικό δανεισμό €884 εκατ.

Ο μεγαλύτερος δανειοδότης της οικονομίας παραμένει σταθερά η Τράπεζα Κύπρου με δάνεια €676 εκατ. και ακολουθεί η Ελληνική με δάνεια €208 εκατ. παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν ρευστότητα στον ισολογισμό αλλά προτιμούν υπό τις περιστάσεις να μην την μεταφέρουν στην πραγματική οικονομία μέσω δανειοδοτήσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τους λογαριασμούς αποτελεσμάτων που επεξεργάστηκε ο «Φ», όσον αφορά τα δάνεια και τα καθαρά έσοδα από τόκους που συνεισφέρουν στα κέρδη, δείχνουν:

• Ο νέος δανεισμός που δόθηκε από την Τράπεζα Κύπρου κατά το α’ τρίμηνο 2024 ανήλθε σε €676 εκατ. (σε σύγκριση με τον νέο δανεισμό που ανήλθε σε €462 εκατ. για το δ’ τρίμηνο 2023 και €624 εκατ. για το α’ τρίμηνο 2023), αυξημένος κατά 46% σε τριμηνιαία βάση και 8% σε ετήσια βάση. Ο νέος δανεισμός που δόθηκε κατά το α’ τρίμηνο 2024 αποτελείτο από δάνεια σε μεγάλες επιχειρήσεις ύψους €358 εκατ., δάνεια σε ιδιώτες (λιανικής τραπεζικής) ύψους €193 εκατ. (εκ των οποίων στεγαστικά δάνεια ύψους €99 εκατ.), δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ύψους €61 εκατ. και δάνεια στον τομέα της ναυτιλίας και διεθνών εργασιών ύψους €64 εκατ. Ο νέος δανεισμός που δόθηκε κατά το α’ τρίμηνο 2024 προέρχεται κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης για δάνεια σε επιχειρήσεις. Στις 31 Μαρτίου 2024, τα καθαρά δάνεια και απαιτήσεις από πελάτες του συγκροτήματος ανήλθαν σε €10,028 εκατ. (σε σύγκριση με €9,822 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2023), αυξημένα κατά 2% από την αρχή του έτους. Η τράπεζα είναι ο μεγαλύτερος παροχέας δανείων στην Κύπρο με το μερίδιο αγοράς να ανέρχεται σε 42.9% στις 31 Μαρτίου 2024, σε σύγκριση με 42.2% στις 31 Δεκεμβρίου 2023. Το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου του συγκροτήματος φέρει κυμαινόμενο επιτόκιο, με περίπου το 50% του δανειακού χαρτοφυλακίου να τιμολογείται με βάση το Euribor. Τα καθαρά έσοδα από τόκους για το τρίμηνο που έληξε στις 31 Μαρτίου 2024 ανήλθαν σε €213 εκατ. (καθώς ανήλθαν στο υψηλότερο σημείο κατά το προηγούμενο τρίμηνο), σημειώνοντας μικρότερη μείωση από την αναμενόμενη, επηρεασμένα θετικά από το ευνοϊκό περιβάλλον επιτοκίων, την ανθεκτικά χαμηλή μετακύληση της αύξησης των επιτοκίων στο κόστος των εμπρόθεσμων καταθέσεων (pass-through) καθώς και τη μικρή αλλαγή στο μείγμα καταθέσεων, ως προς τις εμπρόθεσμες καταθέσεις. Η μικρή μείωση σε τριμηνιαία βάση είναι ως αποτέλεσμα της ελαφράς μείωσης στα επιτόκια Euribor, των ενεργειών αντιστάθμισης και της χαμηλής αύξησης στο κόστος καταθέσεων. Ο στόχος για καθαρά έσοδα από τόκους του Συγκροτήματος αναμένονταν μεγαλύτερος από €670 εκατ. για το 2024, με τα καθαρά έσοδα από τόκους  να μειώνονται σε τριμηνιαία βάση. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις επιτοκίων της αγοράς πιθανόν να βελτιώσουν τα καθαρά έσοδα από τόκους του συγκροτήματος για το 2024 κατά περίπου €40 εκατ., σε σύγκριση με τις προβλέψεις που ανακοινώθηκαν τον Φεβρουάριο 2024.

• Στην Ελληνική Τράπεζα το σύνολο του νέου δανεισμού που πραγματοποιήθηκε κατά την  πρώτη τριμηνία του 2024 ανήλθε σε €208 εκατ., από τα οποία τα €39 εκατ. αφορούν το συνολικό νέο πράσινο δάνειο της τράπεζας που αντιπροσωπεύει το 19% του συνολικού νέου δανεισμού, σημειώνοντας μείωση 34% σε σύγκριση με νέο δανεισμό ύψους €315 εκατ. για την πρώτη τριμηνία του 2023 και μείωση σε τριμηνιαία βάση 32% σε σύγκριση με €304 εκατ. την τέταρτη τριμηνία του 2023. Ο νέος δανεισμός κατά την πρώτη τριμηνία του 2024 περιλαμβάνει δάνεια λιανικής €98 εκατ. (από τα οποία €70 εκατ. ήταν στεγαστικά δάνεια), €29 εκατ. εταιρικά δάνεια, €30 εκατ. εμπορικά δάνεια και €51 εκατ. ναυτιλιακά και διεθνή δάνεια. Η τράπεζα, όπως σημειώνει, συνέχισε την παροχή δανείων προς φερέγγυες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ενώ ταυτόχρονα επικεντρώνεται στη διαχείριση των πρόωρων καθυστερήσεων και αποφυγή νέων MEΔ. Το μερίδιο αγοράς δανείων  της τράπεζας στις 31 Μαρτίου 2024 ήταν 25,2% (31 Δεκεμβρίου 2023: 25,8%) και αποτελείται από 32,9% δάνεια σε νοικοκυριά (31 Δεκεμβρίου 2023: 32,9%) και 21,2% δάνεια σε μη χρηματοοικονομικούς οργανισμούς (31 Δεκεμβρίου 2023: 21,8%). Τα καθαρά έσοδα από τόκους για την  πρώτη τριμηνία του 2024 ανήλθαν σε €151  εκατ., αυξημένα κατά 40% σε ετήσια βάση σε σύγκριση με €108,1 εκατ. για την πρώτη τριμηνία του 2023. Η ετήσια αύξηση στα καθαρά έσοδα από τόκους οφειλόταν κυρίως στην αύξηση στα έσοδα από τόκους από καταθέσεις σε Κεντρικές Τράπεζες και άλλες τράπεζες και χρεόγραφα, μετά τις συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων που ανακοινώθηκαν από την ΕΚΤ που αντισταθμίστηκε εν μέρει από τους αυξημένους τόκους στο δανειακό χαρτοφυλάκιο. Επιπλέον, τα έσοδα από τόκους από το δανειακό χαρτοφυλάκιο είναι υψηλότερα κυρίως λόγω της αύξησης των βασικών επιτοκίων δανεισμού.