Πέντε πρόσωπα είχαν συλληφθεί στην Κύπρο για διερευνώμενες οικονομικές απάτες στις ΗΠΑ, ετοιμαζόταν η έκδοσή τους, όμως στη συνέχεια αφέθηκαν ελεύθεροι από δικαστή του Ανώτατού Δικαστηρίου.

 Την περασμένη Πέμπτη η Ολομέλεια του Ανώτατού έκαμε δεκτή έφεση του Γενικού Εισαγγελέα και εναντίον τους εκδόθηκαν νέα εντάλματα σύλληψης.

Η υπόθεση ήρθε στο φως όταν οι Αρχές των ΗΠΑ ζήτησαν την έκδοση πέντε προσώπων, τριών αλλοδαπών και δύο Κύπριων, για αδικήματα που αφορούσαν: συνωμοσία για διάπραξη απάτης με τη χρήση νέων τεχνολογιών επικοινωνίας, συνωμοσία για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και διακεκριμένη κλοπή ταυτότητας.

Αυτά φέρεται να διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μαζικής προώθησης σε αγγλόφωνους επενδυτές από όλο τον κόσμο, ενός εξελιγμένου σχεδίου επενδυτικής απάτης.

 Όπως αναφέρεται σε ένορκη δήλωση του Ταχυδρομικού Επιθεωρητή Michael Memoli, αυτός με τη συνδρομή και άλλων ειδικών, ερεύνησε τα της διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων από τους εκζητούμενους και παρέθεσε περιληπτικά τη μαρτυρία που προέκυψε.

 Μεταξύ άλλων, εξηγεί ότι η μαρτυρία, προήλθε από «έγγραφα, φωτογραφίες, βίντεο, επικοινωνίες και άλλα αρχεία από τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των κατηγορουμένων, τραπεζικά αρχεία από τους λογαριασμούς της αμερικάνικης εταιρείας κέλυφος (Shell Company US) και ξένους λογαριασμούς και έγγραφα και καταθέσεις μαρτύρων και τα θύματα του προγράμματος.

Δικαστήριο στην Πάφο αποφάσισε την έκδοσή τους στις ΗΠΑ, ωστόσο αυτοί κατέθεσαν αίτημα για έκδοση διατάγματος habeas corpus, το οποίο και έγινε αποδεκτό.

 Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκανε αποδέχτηκε την εισήγηση των πέντε, ότι δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία δυνάμενη να οδηγήσει σε έκδοση τους.

Ο Γενικός Εισαγγελέας κατέθεσε έφεση κατά της απόφασης και όπως αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον της Δικαστού ήταν αρκούντως ικανοποιητική, ώστε να αποκάλυπτε τη συμμετοχή καθενός των εφεσιβλήτων στη διάπραξη των υπό αναφορά αδικημάτων.

Από αυτή, όπως τονίζεται, διαφαίνεται η διαφορετική δράση τους, κατά κύριο λόγο, σε σχέση με τα αδικήματα της συνωμοσίας.

 Η μαρτυρία, αποκαλύπτει ότι η επικοινωνία των εφεσιβλήτων μεταξύ τους, με συνεργάτες τους, στους οποίους δεν αφορά η παρούσα διαδικασία, καθώς, επίσης, με τους ανυποψίαστους επενδυτές, θύματα του εν λόγω απατηλού σχεδίου, γινόταν μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, γεγονός που καταδεικνύει τη χρήση, συναφώς, λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

 Στη μαρτυρία αναφέρεται ότι οι εξεταστές είχαν αποκτήσει πρόσβαση σε αρχεία τέτοιων λογαριασμών. Δεδομένου τούτου, ασφαλώς και δεν ήταν απαραίτητο να υπήρχε μαρτυρία, ειδικά για το ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών λογαριασμών.

 Βέβαια, από τη δράση καθενός των εκζητουμένων, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτοί, εν πάση περιπτώσει, ήταν οι χρήστες των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών λογαριασμών.

Το ίδιο, προσθέτει το Ανώτατο, ισχύει σε σχέση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Από τη μαρτυρία συνάγεται ότι οι εφεσίβλητοι χρησιμοποιούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς για κατάθεση των χρημάτων από τις πληρωμές που έκαναν οι επενδυτές, για πληρωμές προς τους ιδίους, υπό τη μορφή αμοιβής και, γενικώς, για το ξέπλυμα των χρημάτων των επενδυτών.

 Όπως αναφέρεται στη μαρτυρία, οι λογαριασμοί που χρησιμοποιούντο, ήταν σε τράπεζες των Η.Π.Α., αλλά και σε τράπεζα που λειτουργούσε στο κατεχόμενο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Δεν ήταν απαραίτητο κατά το στάδιο εξέτασης των αιτήσεων να υπήρχε μαρτυρία ότι οι συγκεκριμένοι τραπεζικοί λογαριασμοί, μέσω των οποίων διεξάγονταν οι πιο πάνω δραστηριότητες, ανήκαν σε κάποιους ή και σε όλους τους εφεσίβλητους.

Για την ακρίβεια, στη μαρτυρία, αναφέρεται ότι αυτοί ανήκαν σε κατονομαζόμενη εταιρεία κέλυφος, την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν συστήσει, ειδικά, για τον πιο πάνω σκοπό.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις και για τα δύο θέματα, συνάγονται συνειρμικά, εν πάση περιπτώσει, στη βάση της περίληψης της μαρτυρίας, ώστε να πιστεύεται ότι οι εφεσίβλητοι διέπραξαν τα υπό αναφορά αδικήματα, ως η κατάληξη της Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Ενόψει των ευρημάτων αυτών, το Δικαστήριο εξέδωσε νέα εντάλματα σύλληψης των πέντε προσώπων.