Ακόμη μια σημαντική ανάσα αναμένεται ότι θα πάρουν οι δόσεις των νοικοκυριών και επιχειρήσεων τον Ιούνιο, αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα προχωρήσει σε νέα μείωση στις 5 του επόμενου μήνα. Αυτό σημαίνει ότι το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα μειωθεί στο 2% από 2,25% που είναι σήμερα) αγγίζοντας το επίπεδο ουδετερότητας της νομισματικής πολιτικής και θα είναι στο μισό σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2023, όταν βρέθηκε στο 4% που αποτέλεσε ιστορικό υψηλό. Εφόσον επαληθευτεί η συγκεκριμένη πρόβλεψη, προς αυτά τα επίπεδα θα κινηθούν και οι διατραπεζικοί δείκτες euribor με αποτέλεσμα να επηρεαστούν και όσα δάνεια είναι συνδεδεμένα με τον συγκεκριμένο τύπο δανείου.

Τον Ιούνιο του 2022, πριν αρχίσει ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων, το μέσο επιτόκιο που πλήρωνε ο πελάτης ήταν 2,30% και η μηνιαία δόση του ήταν €1.040, για ένα στεγαστικό δάνειο €200.000 και περίοδος αποπληρωμής τα 20 χρόνια. Υπάρχουν όμως και δανειολήπτες που δεν επηρεάζονται από τις αποφάσεις της ΕΚΤ. Είναι όσοι αποπληρώνουν σήμερα στεγαστικό δάνειο με σταθερό επιτόκιο και δεν θα δουν καμία μεταβολή στις μηνιαίες δόσεις τους καθ’ όλη τη διάρκεια που ισχύει το σχέδιο. Στον αντίποδα όμως, όσοι έχουν επιλέξει πρόγραμμα κυμαινόμενου επιτοκίου, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 2 έτη θα δουν τις καταβολές των δόσεων τους  να μειώνονται σημαντικά.

Τα νέα είναι αναμφίβολα καλά για τους δανειολήπτες, υφιστάμενους και νέους αλλά και για τις τράπεζες. Οι χορηγήσεις περισσότερων δανείων είναι, άλλωστε, και ένας από τους τρόπους να αναπληρώσουν οι τράπεζες τις απώλειες των εσόδων από τόκους και ήδη οι μειώσεις στο κόστος δανεισμού που έχουν γίνει μέχρι τώρα, άνοιξαν την όρεξη των δανειοληπτών με το νέο δανεισμό το πρώτο τρίμηνο του 2025 να φθάνει το €1,24 δισ. από την Τράπεζα Κύπρου και την Ελληνική.

Σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, η επικρατούσα εκτίμηση στο επιτελείο της Φρανκφούρτης είναι ότι η πορεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη παραμένει πτωτική προς το 2%, εξέλιξη στην οποία συνέβαλε η πολιτική των σταδιακών και συγκρατημένων μειώσεων των επιτοκίων. Παράλληλα, η πολιτική αυτή έδωσε «ανάσες» στην ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία εξακολουθεί να εμφανίζει σημάδια αδυναμίας. Στους επόμενους μήνες αναμένεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο στο μέτωπο των δασμών και των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ, γεγονός που θα επιτρέψει σαφέστερη εκτίμηση για τις επιπτώσεις τους στην ευρωπαϊκή οικονομία. Μια πρώτη αποτίμηση της νομισματικής πολιτικής των τελευταίων ετών έγινε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Πόρτο της Πορτογαλίας, στη συνάντηση των κεντρικών τραπεζιτών του ευρωσυστήματος. Εκεί πραγματοποιήθηκε συνολική αξιολόγηση της πολιτικής που ακολούθησε η ΕΚΤ από την περίοδο του υψηλού πληθωρισμού λόγω της πανδημίας COVID-19 και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έως σήμερα.

Η πολιτική της ΕΚΤ και τα αποτελέσματα

Το βασικό συμπέρασμα ήταν ότι η ΕΚΤ ορθώς προχώρησε σταδιακά σε προσεκτικές αυξήσεις επιτοκίων στην αρχική φάση της κρίσης, αποφεύγοντας απότομες κινήσεις που θα επιβάρυναν περαιτέρω την ευρωπαϊκή οικονομία. Η στρατηγική αυτή βασίστηκε στην -τελικώς ορθή- εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός δεν ήταν πληθωρισμός ζήτησης, που απαιτεί επιθετική νομισματική σύσφιξη, αλλά πληθωρισμός προσφοράς, απόρροια δύο εξωτερικών κρίσεων. Κατά συνέπεια, η ήπια επίδραση της νομισματικής πολιτικής επέτρεψε στην ΕΚΤ να περάσει σταδιακά σε φάση μειώσεων των επιτοκίων, στηρίζοντας την οικονομία χωρίς να αναζωπυρώνει τις πληθωριστικές πιέσεις. Με την πιστωτική επέκταση να είναι ζητούμενο για το τραπεζικό σύστημα, η μείωση του κόστους δανεισμού θα ενισχύσει τις προσπάθειες για την ανάκαμψη της στεγαστικής και επιχειρηματικής πίστης.