Δεν έχει τέλος ο εφιάλτης για χιλιάδες δανειολήπτες οι οποίοι πέρα από την ακρίβεια λόγω των αυξήσεων σε τιμές σε εκατοντάδων προϊόντων και της γενικότερης ενεργειακής κρίσης έχουν να αντιμετωπίσουν και νέα αύξηση στις δόσεις των δανείων τους, λίγο πριν το τέλος του χρόνου.
Είναι εκατοντάδες χιλιάδες τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα μια νέα αυξημένη δόση στεγαστικού ή επιχειρηματικού δανείου ή ενός τραπεζικού παρατραβήγματος, λόγω της απόφασης για αύξηση των επιτοκίων που αναμένεται να ληφθεί στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ την Πέμπτη στις 15 Δεκεμβρίου και αναμένεται να είναι η τελευταία του 2022. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι ποια θα είναι η διάρκεια αυτής της επίθεσης στον οικογενειακό και επιχειρηματικό προϋπολογισμό και πόσο θα είναι η νέα αύξηση στο κόστος χρήματος, 0,50% ή 0,75%.
Ακόμη είναι μακρύς ο δρόμος για τον έλεγχο του πληθωρισμού όπως υποστήριξαν οι επικεφαλής δύο εκ των σημαντικότερων τραπεζών της Ευρώπης, ο πρόεδρος της Bundesbank, Joachim Nagel, και ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, François Villeroy de Galhau, οι οποίοι σε πρόσφατη κοινή τους συνέντευξη δήλωσαν ότι η μάχη της ΕΚΤ με τον πληθωρισμό θα διαρκέσει έως τα τέλη του 2024 ή το 2025.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Οι πελάτες της Τρ. Κύπρου ενημερώθηκαν για αυξήσεις από 15/3
Aπό τον Ιούλιο μέχρι σήμερα, τα ευρωπαϊκά επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά δύο μονάδες επιβαρύνοντας όλα τα δάνεια σε κυμαινόμενο επιτόκιο, με τη συνολική επιβάρυνση να κυμαίνεται από 120 έως 150, αν πρόκειται για υπόλοιπο στεγαστικού δανείου €200.000 με κυμαινόμενο επιτόκιο και αποπληρωμή σε 20 χρόνια. Σύμφωνα με τα παραδείγματα που παρουσιάζει ο «Φ» για να έχουν μια ιδέα οι δανειζόμενοι, την προηγούμενη φορά, πριν την αύξηση των επιτοκίων που ισχύει σήμερα, η δόση ήταν €1.175. Με την αύξηση που ισχύει σήμερα, η δόση αυξήθηκε €1.292, δηλαδή €117 διαφορά σ’ ένα μήνα.
Αν σύμφωνα με το παράδειγμα το επιτόκιο αυξηθεί 0,50% στις 15 Δεκεμβρίου τότε η δόση, προσαρμόζεται στα €1.309, αύξηση €17 και αν το επιτόκιο αυξηθεί κατά 0,75% η μηνιαία δόση αυξάνεται κατά €44. Ουσιαστικά με τις αυξήσεις των επιτοκίων που ξεκίνησαν από τον Ιούλιο ο πολίτης καλείται να πληρώσει κατά μέσο όρο 1,5 δόση ανά έτος, αν το δάνειο έχει ορίζοντα αποπληρωμής τα 20 χρόνια. Το ποσό είναι μεγάλο για εισοδήματα νοικοκυριών που δεν είναι ιδιαίτερα ψηλά και παλεύουν με την ακρίβεια. Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου κάτι που καθιστά την τελική εξυπηρέτηση του δανείου ακόμη ακριβότερη, αλλά τουλάχιστον μειώνεται η μηνιαία δόση ή με πρόωρες αποπληρωμές των δανείων οι οποίες όμως αφορούν μόνο τα νοικοκυριά που διαθέτουν ρευστότητα για να προχωρήσουν σ΄αυτή την κίνηση.
Ποια δάνεια αναμένεται ότι θα επιβαρυνθούν
Αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουν οι δανειζόμενοι είναι ότι τα δάνεια που επιβαρύνονται είναι αυτά με κυμαινόμενο επιτόκιο, δάνεια συνδεδεμένα με το Euribor, πρόσφατα δάνεια που το μεγαλύτερο μέρος της δόσης είναι τόκοι, δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων και θα πρέπει να γίνουν νέες ρυθμίσεις ενώ λιγότερο επηρεάζονται τα δάνεια που δεν έχουν μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής. Στο κρίσιμο ερώτημα πόση θα είναι η αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 15 Δεκεμβρίου, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (50 μ.β.) αναφέρθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, ο επικεφαλής οικονομολόγος της, Φίλιπ Λέιν, σε συνέντευξή του στη Milano Finanza, σημειώνοντας ότι οι αυξήσεις τους θα συνεχισθούν αν και ο πληθωρισμός θα μειώνεται με αργό ρυθμό. Ο Λέιν δεν αναφέρθηκε ρητά σε μία αύξηση 50 μ.β. στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, αλλά επανέλαβε το επιχείρημά του υπέρ μίας μικρότερης αύξησης σε σχέση με τις δύο προηγούμενες των 75 μ.β. η κάθε μία.
Χωρίς τέλος η προοπτική αύξησης
Πιο ανησυχητικό για την ΕΚΤ είναι ότι ο λεγόμενος πυρήνας του πληθωρισμού -που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων- μπορεί να αυξηθεί από το 5% που σημείωσε τον Νοέμβριο και να χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο για να μειωθεί. όλοι σχεδόν οι αξιωματούχοι στις δηλώσεις τους χρησιμοποιούν τη φράση «τουλάχιστον 50 μονάδες βάσης» -προφανώς γιατί θέλουν να αποκλείσουν τις 25 μονάδες βάσεις- ενώ τονίζουν ποικιλοτρόπως ότι είναι ανοικτοί στην προοπτική επιτοκίων σε περιοριστικό έδαφος για μια αρκετά μεγάλη περίοδο καθώς «…είναι πρόωρο να μιλούμε για το ζενίθ των επιτοκίων, εν μέσω τέτοιων επιπέδων αβεβαιότητας».