Οι τράπεζες το τελευταίο διάστημα έχουν βρεθεί ξανά στο επίκεντρο της προσοχής, μετά την επαναφορά της συζήτησης για τη φορολόγηση των απροσδόκητων κερδών τους, που προέκυψαν κυρίως το προηγούμενο διάστημα από την αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.

Η συζήτηση για τη φορολόγηση των απροσδόκητων κερδών των τραπεζών δεν είναι καινούργια, αφού τον Δεκέμβριο του 2024 είχε οδηγηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής, με πρωτοβουλία του ΑΚΕΛ, σχετική πρόταση νόμου, η οποία τελικά είχε καταψηφιστεί οριακά.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι την τελευταία φορά που προέκυψε έκτακτο τέλος για τις τράπεζες ήταν κατά τη διακυβέρνηση του ΑΚΕΛ και συγκεκριμένα το 2011, όταν επιβλήθηκε ο ειδικός φόρος που πληρώνουν μέχρι και σήμερα οι τράπεζες και έχει μείνει γνωστός ως «φόρος Σταυράκη».

Πληρώνουμε ήδη, λένε οι τράπεζες

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσον αφορά τη φορολόγηση των τραπεζών, κυριαρχούν δύο απόψεις.

Από τη μία, υπάρχει η άποψη ότι οι τράπεζες πρέπει να επιστρέψουν στην κοινωνία μέρος των υπερκερδών τους, λόγω και της ιδιάζουσας κατάστασης με όσα συνέβησαν στην Κύπρο με το «κούρεμα» και την προηγούμενη στήριξη της κοινωνίας και των πολιτών προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ώστε να διασωθούν κατά τα γεγονότα του 2013 και την οικονομική κρίση που βίωσε ο τόπος. Αυτή είναι η θέση που εκφράζεται από το ΑΚΕΛ, το οποίο το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει μια πιο δυναμική εκστρατεία σχετικά με το θέμα, επαναφέροντας και τη σχετική πρόταση νόμου.

Από την άλλη, οι τράπεζες υποστηρίζουν πως ήδη καταβάλλουν μεγάλα ποσά μέσω φορολογιών, τα οποία ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο. Όπως συμπληρώνουν πηγές από τον τραπεζικό τομέα, αυτός ο ειδικός φόρος καταβάλλεται από τις τράπεζες είτε καταγράφουν κέρδος είτε ζημιά. Παράλληλα, υποστηρίζουν πως, λόγω των μειώσεων στα επιτόκια μετά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, το επόμενο διάστημα τα δεδομένα για τα έσοδα των τραπεζών από δάνεια θα διαφοροποιηθούν. Μάλιστα, οι τράπεζες αντιδρούν όχι μόνο στην επιβολή νέου φόρου, αλλά και στον ειδικό φόρο που καταβάλλουν ήδη από το 2011 και ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο.

Επιβλήθηκε επί Χριστόφια

Ο ειδικός φόρος επιβλήθηκε το 2011 επί διακυβέρνησης Δημήτρη Χριστόφια. Υπουργός Οικονομικών τότε ήταν ο Χαρίλαος Σταυράκης και γι’ αυτό έμεινε γνωστός στους τραπεζικούς κύκλους ως «φόρος Σταυράκη».

Συγκεκριμένα, ο νόμος ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2011 από τη Βουλή, με στόχο τη δημιουργία αποθεματικού σταθερότητας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αρχικά ο συντελεστής ήταν κοντά στο 0,095% και αργότερα, μετά το 2013, αυξήθηκε στο 0,15%, που είναι ο ισχύων συντελεστής μέχρι και σήμερα. Ο συγκεκριμένος ειδικός φόρος επιβάλλεται ετησίως επί των καταθέσεων των πελατών που διατηρούν οι τράπεζες. Ουσιαστικά, είναι τέλος επί του συνόλου των καταθέσεων που διατηρεί η κάθε τράπεζα, ενώ είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι δεν είναι ο Φόρος Άμυνας που πληρώνει ο καταθέτης επί των τόκων της κατάθεσής του, αλλά επιπλέον φόρος.

Κοντά στα 70 εκατομμύρια τον χρόνο

Ο «φόρος Σταυράκη» αποτελεί επιπλέον φόρο και επιβάρυνση, με τις τράπεζες να καταβάλλουν και τον εταιρικό φόρο, αλλά και τον ειδικό φόρο. Η πρόνοια για τον συγκεκριμένο φόρο είναι να καταβάλλεται ανεξαρτήτως ζημιάς ή κέρδους, ενώ οι αρχικές σκέψεις έκαναν λόγο για προσωρινό μέτρο, διάρκειας δύο ετών. Τελικά, η πρόνοια αυτή απαλείφθηκε και ο φόρος έγινε μόνιμος.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι τράπεζες καταβάλλουν κάθε χρόνο περίπου 70 εκατομμύρια ευρώ ως εταιρικό και ειδικό φόρο.

Πόσα έδωσαν οι τράπεζες την τελευταία πενταετία

Όπως προαναφέρθηκε, οι τράπεζες καταβάλλουν δύο φορολογίες προς το κράτος. Τον εταιρικό φόρο και τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεών τους. Τα ποσά ποικίλουν αναλόγως του έτους, βάσει των οικονομικών αποτελεσμάτων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των καταθέσεων που διατηρούν, αφού, όπως υπενθυμίζεται, ο συγκεκριμένος φόρος αφορά τις καταθέσεις των πελατών τους.

Ο «Φ» συγκέντρωσε κάποια στοιχεία από το 2019 μέχρι και το 2024, τα οποία αφορούν την καταβολή από τις τράπεζες προς το κράτος τόσο του ειδικού φόρου όσο και του εταιρικού φόρου, με τα ποσά να φτάνουν περίπου τα 600 εκατομμύρια ευρώ.

Από το 2019 μέχρι και το 2024 οι τράπεζες είχαν καταβάλει στα κρατικά ταμεία 320,9 εκατομμύρια ευρώ ως ειδικό φόρο και 272,4 εκατομμύρια ευρώ ως εταιρικό φόρο.

Ειδικότερα:

– Το 2019 είχαν πληρώσει 60,7 εκατομμύρια ευρώ ως ειδικό φόρο και 7,5 εκατομμύρια ευρώ ως εταιρικό φόρο.

– Το 2020 ο ειδικός φόρος ανήλθε στα 56,7 εκατομμύρια ευρώ και ο εταιρικός στα 19,2 εκατομμύρια ευρώ.

– Το 2021 ο ειδικός φόρος έφτασε τα 54,3 εκατομμύρια και ο εταιρικός τα 12,2 εκατομμύρια ευρώ.

– Το 2022 ο ειδικός φόρος έφτασε τα 66,4 εκατομμύρια ευρώ και ο εταιρικός τα 20,1 εκατομμύρια ευρώ.

Κατά το 2023 βλέπουμε για πρώτη φορά τα ποσά του εταιρικού φόρου να είναι υψηλότερα από τον ειδικό φόρο, λόγω των κερδών που ξεκίνησαν να καταγράφουν οι τράπεζες. Η διαφοροποίηση στα ποσά είχε ως αποτέλεσμα το 2023 και το 2024 τα ποσά που καταβλήθηκαν ως φόροι να ξεπεράσουν κατά πολλά εκατομμύρια τον μέσο όρο των 70 εκατομμυρίων ευρώ ανά έτος.

Πιο συγκεκριμένα:

– Το 2023 ο ειδικός φόρος ήταν 69,5 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ο εταιρικός έφτασε τα 95,9 εκατομμύρια ευρώ.

– Το 2024 ο ειδικός φόρος και ο εταιρικός φόρος ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Ο ειδικός φόρος έφτασε τα 74 εκατομμύρια ευρώ και ο εταιρικός τα 117,5 εκατομμύρια ευρώ.

Όπως σχολίασαν τραπεζικοί κύκλοι στον «Φ», αυτή η αύξηση στα ποσά του εταιρικού φόρου αντανακλά την αύξηση των εσόδων των τραπεζών άρα, με την αύξηση των εσόδων, το κράτος μέσω του εταιρικού φόρου δέχεται στα ταμεία του μεγαλύτερα ποσά φορολογίας ήδη, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον φόρος. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων, αφού οποιαδήποτε αύξηση σε κέρδη και καταθέσεις σημαίνει αυτόματα και αύξηση στις φορολογίες που θα καταβάλουν οι τράπεζες.

Τι επιδιώκει το ΑΚΕΛ με την πρόταση νόμου

Το ΑΚΕΛ, μέσω της νέας του προσπάθειας, εισηγείται όπως επιβληθεί φορολογία στο επιπλέον κέρδος που θα προκύπτει για τα έτη 2025 και 2026, με έτος σύγκρισης το 2022, όπου είχε ξεκινήσει η αύξηση επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κατ’ επέκταση η αύξηση των εσόδων για τις κυπριακές τράπεζες. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που παρατέθηκαν πιο πάνω, κατά τα έτη 2023 και 2024 καταγράφεται κατακόρυφη αύξηση στον εταιρικό φόρο που κατέβαλαν οι τράπεζες, η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση των κερδών τους.

Ουσιαστικά, εάν από τη σύγκριση προκύψει πως το 2025 και το 2026 τα κέρδη των τραπεζών από τόκους είναι πέραν του 40% των κερδών του 2022, τότε θα επιβάλλεται έκτακτο τέλος 20% επί των συγκεκριμένων «υπερεσόδων». Με αυτό τον τρόπο θα φορολογείται επιπλέον το 1/5 των κερδών των τραπεζών. Όπως προνοεί η πρόταση του ΑΚΕΛ, τα έσοδα από τη νέα φορολογία θα καταλήγουν στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

Πηγές από το ΑΚΕΛ που μίλησαν στον «Φ» υποστήριξαν πως η επιβολή του έκτακτου τέλους δεν πρόκειται να επηρεάσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, βασιζόμενοι ουσιαστικά σε μελέτη αναλυτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κατέδειξε ότι η εφαρμογή τέτοιων μέτρων δεν πρόκειται να προκαλέσει προβλήματα.

Στον αντίποδα, τραπεζικοί κύκλοι υποστηρίζουν πως στις κυπριακές τράπεζες επιβάλλεται ήδη φορολογία που δεν επιβάλλεται σε καμία άλλη χώρα, αναφερόμενοι φυσικά στον ειδικό φόρο που ξεκίνησε να εφαρμόζεται από το 2011.

Πάντως, ανοικτό παραμένει το ενδεχόμενο η πρόταση νόμου τελικά να μην εφαρμοστεί για το 2025, έστω και αν συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία εντός της Βουλής. Αυτό συμβαίνει διότι, εάν δεν οδηγηθεί στην Ολομέλεια προς ψήφιση εντός των επόμενων ημερών και πριν το τέλος του έτους, δεν μπορεί να υπάρξει αναδρομικότητα του νόμου, άρα θα ισχύσει μόνο για το 2026. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ΑΚΕΛ εμφανίζεται πρόθυμο να προχωρήσει με τροποποίηση ώστε να επεκταθεί το μέτρο και για το 2027. Υπενθυμίζεται πως η πρόταση νόμου εισηγείται την εφαρμογή του έκτακτου μέτρου για δύο χρονιές, δηλαδή το 2025 και το 2026.