«Είναι ντροπή τα λεφτά που παίρνουμε ως βουλευτές, όταν δεν μπορούμε να φέρουμε στη Βουλή την υπουργό Δικαιοσύνης να απαντήσει για τις αποφάσεις που λήφθηκαν στην Χλώρακα». Αυτό ανέφεραν στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής οι βουλευτές του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου και Άριστος Δαμιανού, κατά τη συζήτηση της πρότασης νόμου εφτά βουλευτών, με την οποία διευρύνεται ο κατάλογος των προσώπων που είναι υποχρεωμένοι να προσέρχονται στη Βουλή και να καταθέτουν έγγραφα.

Οι βουλευτές ζητούν όπως οι υπουργοί, οι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι όπως ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός, οι Υφυπουργοί, τα μέλη των ΔΣ των Ημικρατικών Οργανισμών και τα μέλη της ΕΕΥ και ΕΔΥ, να είναι υποχρεωμένοι όταν καλούνται να προσέρχονται στη Βουλή στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.

Παρόλο που ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης τάχθηκε υπέρ της προσέλευσης του ιδίου, των υπουργών και άλλων αξιωματούχων στη Βουλή όταν προσκαλούνται, εντούτοις ξεκαθάρισε ότι όπως είναι σήμερα ο νόμος δεν επιτρέπει να ενταχθούν άλλοι αξιωματούχοι και οτιδήποτε ψηφιστεί θα είναι αντισυνταγματικό.

Η συζήτηση ωστόσο οξύνθηκε όταν ξέσπασε λογομαχία μεταξύ των βουλευτών του ΔΗΚΟ, Πανίκου Λεωνίδου και του ΑΚΕΛ, Άριστου Δαμιανού. Ο πρώτος είχε αναφέρει εν ολίγοις ότι όπως είναι σήμερα τα πράγματα με την υποβολή ερωτήσεων εκ μέρους των βουλευτών προς τους υπουργούς και την πρόσκλησή τους σε Επιτροπές, ασκείται κοινοβουλευτικός έλεγχος. Με τη θέση αυτή διαφώνησε έντονα ο κ. Δαμιανού, οπόταν ξέσπασε καυγάς μεταξύ τους με αναφορές «δεν επιτρέπω στον συνάδελφο να μου κάνει μαθήματα Δημοκρατίας και Συντάγματος» και τον έτερο βουλευτή ν’ απαντά ότι «παραφέρεστε, δεν σας έθιξα προσωπικά».

Επί της ουσίας, η βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, ανέφερε ότι το θέμα με τους υπουργούς που καλούνται και δεν προσέρχονται στη Βουλή προέκυψε όταν το 2020 προσκλήθηκε ο τέως υπουργός Εσωτερικών, Νίκος Νουρής και παρόλο που πήγε στην Επιτροπή Θεσμών, επικαλέστηκε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να προσέλθει. Παρόμοιο θέμα προέκυψε πρόσφατα και με την υπουργό Δικαιοσύνης που κλήθηκε στην Επιτροπή Νομικών και δεν παρέστη. «Θεωρώ άκρως ανησυχητική τη θέση που εξέφρασε σήμερα ο Γενικός Εισαγγελέας, ότι η Βουλή δεν μπορεί να ασκεί τον έλεγχο όπως τον αντιλαμβανόμαστε εμείς, τουλάχιστον, ως βουλευτές», ανέφερε.

Ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι τα τελευταία τρία χρόνια υπήρξε τεράστια αλλαγή στις σχέσεις Βουλής και Νομικής Υπηρεσίας και πρόσθεσε ότι ο ίδιος και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας θα παρίστανται σε Επιτροπές νοουμένου ότι δεν θα επιχειρηθεί να τους ελέγξουν. Ξεκαθάρισε επίσης πως άλλο το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και άλλο το προεδρικό και αναφέρθηκε σε γνωματεύσεις του τότε Γενικού Εισαγγελέα, Κρίτωνα Τορναρίτη (το 1980) για το πως ερμηνεύεται ο σχετικός νόμος, ότι δηλαδή μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να προσέρχονται στις Επιτροπές, όπως και ιδιώτες. Η θέση μου, είπε, είναι πως μπορεί η Βουλή να ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο, όχι όμως στους υπουργούς και Γενικό Εισαγγελέα, αφού κάτι τέτοιο αντίκειται στο Σύνταγμα. Πρόσθεσε ακόμα ότι η Βουλή έχει δικαίωμα πληροφόρησης σε ερωτήματα τρέχουσας διαδικαστικής φύσεως από τους υπουργούς, οι οποίοι όμως δεν ελέγχονται. Όσον αφορά στον Γενικό Ελεγκτή, ο κ. Σαββίδης ανέφερε ότι «θα τον υποστηρίξω αν πει ότι θα εξαιρεθεί από τον έλεγχο».

Ωστόσο οι θέσεις του Οδυσσέα Μιχαηλίδης ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες με αυτές του Γενικού Εισαγγελέα, αφού τάχθηκε υπέρ του ελέγχου των ανεξάρτητων αξιωματούχων, προσθέτοντας ότι υπάρχουν δύο λόγοι για ψήφιση της πρότασης νόμου: α) για άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου και β) για υποβοήθηση έργου της Βουλής.

Τελικά το θέμα θα εξεταστεί σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων.