Διερωτάσαι: Είναι δυνατό ένας πολιτικός, με θητεία σε ύπατα αξιώματα, γέννημα θρέμμα του ίδιου του πολιτικού συστήματος, το οποίο υπηρέτησε για το ένα τρίτο του αιώνα σε θέσεις-κλειδιά, καρπώθηκε από αυτό, να είναι σε θέση να αποστασιοποιηθεί και, δίκην αντικειμενικού έξωθεν παρατηρητή, να ιχνογραφήσει με πειστικότητα τη μορφή του, να σκιαγραφήσει αναλυτικά τα συστατικά του, να αποκαλύψει τις παθογένειές του και, εν τέλει, να υποδείξει στο ίδιο το θύμα της όλης ιστορίας, τον πολίτη, ποιο είναι το πολιτικό και κοινωνικό χρέος του;

Φυσιολογικά διερωτάσαι ακόμη: Μα, αν η δημοκρατία, το καθολικά θεωρούμενο καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης καταλήγει στην κομματοκρατία και τη διαπλοκή, σαν το σαράκι, το παράσιτο του ξύλου που τρέφεται από αυτό κατατρώγοντας και καταστρέφοντάς το, μήπως χρεοκόπησε και η ίδια και χρειάζεται μια εκ βάθρων ανανέωση και αναπροσαρμογή; Τέτοια ερωτήματα πέρασαν από το μυαλό μου διαβάζοντας το καινούργιο (δεύτερο στη σειρά, μετά το «Λύση του Κυπριακού: Πραγματικότητες, διλήμματα και επιπλοκές», εκδόσεις Λιβάνη 2008) βιβλίο του Γιώργου Λιλλήκα.

Τελειώνοντας τη μελέτη του καλογραμμένου βιβλίου με τις 173 σελίδες, όχι μόνο ξεπέρασα τις αρχικές αμφιβολίες και τα ερωτήματά μου, αλλά κατέληξα και στο συμπέρασμα ότι, τελικά, αρμοδιότερος να προβεί σε αυτή την ενδοσκόπηση, φαίνεται να είναι αυτός που το υπηρέτησε, απαλλαγμένος πια από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του, χωρίς δεσμεύσεις, με καθαρή σκέψη και όραμα το κοινό καλό. Σαν τον αμαρτωλό που ζει για χρόνια στο σκοτάδι της αμαρτίας,  αποσύρεται, ανανήπτει και βλέπει το φως το αληθινό.

Μια δεύτερη σκέψη (αν και ο ίδιος γράφει ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο), ήταν ότι το βιβλίο του Γιώργου Λιλλήκα θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει μια διδακτορική διατριβή σε πανεπιστήμιο, πράγμα που σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν προσεγγίζει το θέμα του επιφανειακά, αλλά με επιστημονική τεκμηρίωση. Στην παρουσίαση του βιβλίου, που χάρη στους ομιλητές, Κωστή Ευσταθίου, Γιώργο Παμπορίδη και Πέτρο Παπαπολυβίου, και τον συντονιστή, δημοσιογράφο του ΡΙΚ Γιάννη Νικολάου, ξέφυγε από τα συνήθη και ανιαρά, διαπίστωσα ότι οι πιο πάνω σκέψεις μου συνταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό με όσα και οι ίδιοι κατέθεσαν.

Είναι, νομίζω, θετικό το γεγονός ότι κάποιοι πολιτικοί καταφεύγουν στη συγγραφή βιβλίων, φανερώνοντας ένα ευρύτερο υπόβαθρο μόρφωσης και καλλιέργειας, την ώρα που οι περισσότεροι εξ αυτών παρουσιάζουν περιορισμένη πανεπιστημιακή κατάρτιση (παιδεία ορθότερα), φανερές αδυναμίες στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, περιορισμένο λεξιλόγιο και ρηχότητα επιχειρηματικού λόγου, που περιορίζεται σε φράσεις-κλισέ και προκάτ θέσεις. Χωρίς υπερβολή, γνωρίζεις συχνά τι ακριβώς θα πουν, προτού ανοίξουν το στόμα τους. Ένας καλός λόγος και στις εκδόσεις Ηλίας Επιφανίου, που σε καιρούς δύσκολους για τα έντυπα, πρωτοπορεί σε εκδόσεις τέτοιων βιβλίων.

Κομματοκρατούμενη δημοκρατία

Με αφετηρία τη θλιβερή διαπίστωση ότι στην Κύπρο το σύστημα διακυβέρνησης  μοιάζει πιο πολύ με κομματοκρατούμενη παρά με αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ότι το πολιτικό σύστημα έχει επικίνδυνα διαβρωθεί, οδηγώντας τους πολίτες σε αποστασιοποίηση και απαξίωση, ο συγγραφέας καταθέτει το πόνημά του στοχεύοντας «όχι την περαιτέρω απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, καθώς η κοινωνία και οι πολίτες δεν είναι εχθροί ούτε αντίπαλοί τους, αλλά επιζητούν να τους επιστραφεί, έστω μερικώς, η κυριαρχία και η εξουσία που τους ανήκουν και τους έχουν υφαρπαγεί».

Το βιβλίο δεν αποτελεί ούτε είδος αυτοβιογραφίας ή απολογισμού έργου επιδιώκοντας την αυτοδικαίωση, ούτε και διεκδικεί ευαγγελικό χαρακτήρα. Ο συγγραφέας του, έχοντας ως αφετηρία την παραδοχή ότι «η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει μεν σημαντικά δημοκρατικά ελλείμματα, δεν παύσει όμως να είναι το πιο δημοκρατικό πολίτευμα απ’ όσα υπάρχουν σήμερα», καταλήγει στο βασικό του συμπέρασμα ότι «ουσιαστική αλλαγή του συστήματος της κομματοκρατίας μπορεί να γίνει μόνο, αν και όταν η κοινωνία το απαιτήσει και δυναμικά το διεκδικήσει».

Όπως τονίζει ο συγγραφέας, στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία η κοινωνία εκχωρεί οικειοθελώς την κυριαρχία της σε έναν ή περισσότερους αντιπροσώπους για να κυβερνήσουν ή να νομοθετήσουν εξ ονόματός της, για μια καθορισμένη περίοδο. Δεν εκχωρούν εν λευκώ την εξουσία, αλλά στη βάση ενός κοινωνικού συμβολαίου, με άλλα λόγια βασισμένοι στο τι υπόσχονται να πράξουν. Γνωρίζει, βέβαια, η κοινωνία ότι «τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται προεκλογικά» και γρήγορα διαπιστώνει ότι τίποτα ή μόνο μέρος των υποσχέσεων υλοποιούνται.

Δεν υπάρχουν, όμως, οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου, λογοδοσίας ή και αναίρεσης της εντολής που δόθηκε, παρά μόνο στις επόμενες εκλογές. Από τη στιγμή, εξάλλου, που το σύστημα δεν προβλέπει την ανάληψη ή απονομή προσωπικής ευθύνης που να οδηγεί σε προσωπικό τίμημα για τον πολιτικό, ο έλεγχος και η λογοδοσία αποδυναμώνονται και ακυρώνονται. Παράλληλα, με δεδομένη την απάθεια και την ανοχή της κοινωνίας, τον ατομικισμό των πολιτών και την επικέντρωσή τους στις προσωπικές τους υποθέσεις παρά στα κοινά, διερωτάται ο συγγραφέας «αν η κοινωνία βολεύεται τελικά, γι’ αυτό και άφησε οικειοθελώς τους διαμεσολαβητές, να διαχειρίζονται με απόλυτη ελευθερία και χωρίς έλεγχο τις δημόσιες υποθέσεις».

Το κυπριακό σύστημα κομματοκρατίας

Ο συγγραφέας σκιαγραφεί το σύστημα κομματοκρατίας στην Κύπρο και τους βασικούς μηχανισμούς του πελατειακού συστήματος, μέσω του ελέγχου των εξουσιών του κράτους ερήμην της κοινωνίας και των πολιτών. Ιδιαίτερα εύγλωττη είναι η διαπίστωσή του ότι: «Η κομματοκρατία πέτυχε να θέσει υπό ομηρία και κατά καιρούς να υποκαταστήσει τη δημοκρατία, μέσα από ένα σύνθετο σύστημα που επιτρέπει στα κόμματα να ελέγχουν όλους τους κρατικούς μηχανισμούς και θεσμούς εκτελεστικού χαρακτήρα, να ποδηγετούν την εκλογική διαδικασία (καθίσταται αδύνατο σε ένα άτομο να εκλεγεί στη βουλή, αν δεν ενταχθεί σε κόμμα, ενώ πολύ δύσκολα μπορούν να εμφανισθούν και να επιβιώσουν νέα κόμματα), και να συντηρούν ένα πλέγμα πελατειακών σχέσεων που οδηγεί στην κομματική εξάρτηση».

Σημαντική είναι και η ομολογία του συγγραφέα ότι για την εδραίωση της κομματοκρατίας συναινούν και συνεργάζονται τα παραδοσιακά κόμματα, παραμερίζοντας εν προκειμένω ιδεολογικές διαφορές. Έτσι, η εκτελεστική εξουσία με επικεφαλής έναν πανίσχυρο πρόεδρο και τα κόμματα, ελέγχοντας πλήρως τις δομές εξουσίας, επέβαλαν ένα ισχυρό σύστημα πελατειακών σχέσεων, ενώ και οι πολίτες γνωρίζουν (και δέχονται) ότι οι διορισμοί και οι προαγωγές στον δημόσιο τομέα δεν εξαρτώνται κυρίως από τα προσόντα και την αξία τους, αλλά από τα κόμματα, στα οποία, εννοείται, θα πρέπει να δηλώσουν πίστη και αφοσίωση. Οφείλουν να μην ξεχνούν σε ποιους… χρωστούν και ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να ανταποδώσουν τη χάρη. Με τον τρόπο αυτό αποτυγχάνουμε να έχουμε αποτελεσματικό κράτος και ο πολίτης αναγκάζεται να αναζητήσει διαμεσολάβηση, για κάτι που αποτελεί δικαίωμά του.

Το σύστημα διαπλοκής

Και στην ενότητα αυτή του βιβλίου, ο συγγραφέας προβαίνει ρεαλιστικά στην παραδοχή πως «η διαφθορά σε ατομικό επίπεδο δεν θα εκλείψει, ενόσω ο πλούτος αποτελεί ισχυρή αξία και απόδειξη επιτυχίας, που προσφέρει άνεση και ευμάρεια αλλά κυρίως κοινωνική αναγνώριση». Απάντηση στα φαινόμενα διαφθοράς είναι οι ισχυροί μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διαφανείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Πραγματικότητες που συνδράμουν στην καθιέρωση του συστήματος διαπλοκής είναι και οι μεγάλες οικονομικές ανάγκες των κομμάτων, που τα οδηγούν στις επιχειρήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους επιδιώκοντας το κέρδος παρέχουν οικονομική στήριξη εξασφαλίζοντας ανταλλάγματα. Είναι επίσης η ασυλία που απολαμβάνουν οι διορισμένοι από τα κόμματα στους εκτελεστικούς θεσμούς. Γράφει χαρακτηριστικά: «Κανένας δεν φέρει προσωπική αστική ευθύνη για έκνομες αποφάσεις του, ακόμα και όταν αυτές ακυρώνονται από τη δικαιοσύνη, ενώ και σε περίπτωση εκδίκασης αποζημιώσεων, τις καταβάλλει το κράτος και όχι ο ίδιος». Και καταλήγει με τη διαπίστωση ότι: «Άτυπη ασυλία, χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, μη υποχρέωση του κράτους να συμμορφωθεί με αποφάσεις δικαστηρίων, δημιουργούν ένα ισχυρό δίκτυ προστασίας της κομματοκρατίας και της διαπλοκής». Στο βιβλίο γίνεται αναφορά και στον θεσμό των μονοπρόσωπων εξουσιών (Γενικός Εισαγγελέας, Γενικός Ελεγκτής), τις οποίες δεν υπάρχει άλλος θεσμός να ελέγχει. Ενώ για την περίπτωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας αναφέρεται με νόημα και σε σχέση αλληλοεξυπηρέτησης με βουλευτές που επιδιώκουν δημαγωγικά τη δημοσιότητα και με  Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που επενδύουν στην αποκάλυψη σκανδάλων χάριν προσέλκυσης αναγνωστών, ακροατών, θεατών. Σε όλα αυτά προστίθεται και η ανοχή της συντηρητικής κυπριακής κοινωνίας, η οποία δεν δέχεται εύκολα το νέο και το διαφορετικό, φοβάται το άγνωστο και βολεύεται με αυτό που ξέρει και συνήθισε.

Προοπτικές για αλλαγή

Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου εξετάζονται οι προοπτικές για αλλαγή προς το καλύτερο, με στόχο τον εμπλουτισμό του συστήματος για να αντιμετωπίσει τις παθογένειές του και τα δημοκρατικά του ελλείμματα. Τονίζεται ότι η αποστροφή των πολιτών προς το σύστημα και η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες δημιουργούν εύφορο κλίμα επικράτησης ακραίων και συντηρητικών δυνάμεων, λαϊκιστών και δημαγωγών. Επιδιώκοντας το βιβλίο να χρησιμεύσει σαν εργαλείο βελτίωσης της κατάστασης, ο συγγραφέας καλεί τα κόμματα «να μην μείνουν στην πλευρά της συντήρησης, διότι θα ξεπεραστούν από τα γεγονότα και θα βρεθούν εκτός των κοινωνικών διεργασιών». Μια θετική και προοδευτική εξέλιξη, προσθέτει, θα ήταν η κοινωνία να επανακτήσει ουσιαστικό και κυρίαρχο ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησης, εισηγούμενος τα θεσμοθετημένα δημοψηφίσματα, που θα επέτρεπαν στην κοινωνία να αποφασίζει χωρίς διαμεσολαβητές. Εισηγείται τέλος τη διαμόρφωση και υιοθέτηση μιας διαφορετικής κουλτούρας θεώρησης της πραγματικότητας, κατανόησης της ατομικής και συλλογικής ευθύνης, και ανάληψης σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο του προσωπικού χρέους.

    *Δημοσιογράφος  ([email protected])