Τον συναντώ  αργά το απόγευμα στην εσωτερική αυλή του γραφείου του, μια αναπαλαιωμένη κατοικία στα πέριξ της Πλατείας Ηρώων.

Έχει μόλις επιστρέψει στο «καταφύγιό» του μετά από την ολοκλήρωση ενός ακόμα debate, μιας ακόμα συνάντησης, μιας ακόμα γεμάτης μέρας, κοντά στο φινάλε της πιο έντονης περιόδου της ζωής του. Το τηλέφωνο δεν σταματά να χτυπά, το κλείνει βιαστικά, σημειώνει κάτι στο χαρτί, το αφήνει, σηκώνεται, γεμίζει με κρασί το ποτήρι μου, κάθεται, σηκώνεται ξανά, το τηλέφωνο χτυπά και πάλι. Είναι η Μαρίνα. «Γνωριστήκαμε το 1996, στο κάμπινγκ της Πόλης Χρυσοχούς. Η κόρη μας έφυγε φέτος για σπουδές, αλλά εγώ το σκέφτομαι και νιώθω σαν να ήταν μόλις χθες», μου λέει. «Τι αγαπάς πιο πολύ σε αυτήν;», ρωτάω αυθόρμητα. «Την ηρεμία της. Την ανεκτικότητά της. Και την υπομονή της». Και πώς αντέδρασε με την απόφασή σου, είναι έτοιμη για τις μεγάλες αλλαγές που ενδεχομένως να έρθουν; «Ήταν πάντα δίπλα μου. Το ήξερε πάντα. Έβλεπε το πάθος μου για την πόλη. Κατανοούσε ότι και αυτό είναι ένα κομμάτι της ζωής μου».

Περιεργάζομαι τον καλαίσθητο χώρο και τον φαντάζομαι να κρεμάει χάρτες στον τοίχο, να ονειρεύεται διαδρομές και δημόσιους χώρους, να ψάχνει λύσεις σε πολεοδομικούς γρίφους, να σημειώνει γραμμές και κύκλους με τον μαρκαδόρο, σαν να πρόκειται για ένα ακόμη project. Πόσο απέχει αυτή η εικόνα από την πραγματικότητα; Πώς είναι όταν ένας αρχιτέκτονας αναλαμβάνει να «σχεδιάσει» μια ολόκληρη πόλη; «Ένα αρχιτεκτόνημα το απολαμβάνουν 5, 10, το πολύ 100 άτομα, όμως ένα έργο για την πόλη αλλάζει τη ζωή χιλιάδων κατοίκων. Μέσα από αυτή την οπτική, του αρχιτέκτονα που σχεδιάζει και υλοποιεί, βλέπω την πόλη μας να αλλάζει και να εκσυγχρονίζεται».

Ένας αρχιτέκτονας διεκδικεί τη δημαρχία της πόλης του. Ανατρεπτικό βήμα ή φυσική εξέλιξη;

Θα έλεγα ότι είναι ένα αποφασιστικό βήμα. Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια ιδρύσαμε την Πρωτοβουλία «Για τη Λεμεσό», μια ανεξάρτητη και δραστήρια ομάδα πολιτών που έχει να επιδείξει πλούσιο έργο σε τομείς όπως η βιώσιμη κινητικότητα, η κοινωνική συνοχή και η προσιτή στέγη, η ευημερία των ζώων, ο πολιτισμός και ο αθλητισμός. Είχα εξαγγείλει ανεξάρτητη υποψηφιότητα τον Ιούλιο του 2021, όμως οι δημοτικές εκλογές αναβλήθηκαν λόγω της μεταρρύθμισης. Μέσα από το επάγγελμά μου, αλλά και λόγω της πρότερης εμπλοκής μου στα κοινά ως δημοτικός σύμβουλος για δέκα χρόνια, πιστεύω ότι κέρδισα σημαντικές γνώσεις και εφόδια και πλέον διαθέτω τη γνώση αλλά και την εμπειρία που απαιτείται για να πάρουμε τη Λεμεσό εκεί που αξίζει.

Θυμάσαι εκείνη τη μέρα που πέρασε για πρώτη φορά από το μυαλό σου η σκέψη;

Νιώθω ότι πάντα υπήρχε κάπου μέσα μου, όπως και η αρχιτεκτονική – από 15 χρονών έκανα σχέδια, κατόψεις, σύνθεση κάτοψης. Στον Δήμο Λεμεσού πήγαινα από τα παιδικά μου χρόνια, από 8 χρονών μέχρι και τα 16, που έπαιζα βιολί πάνω στην ταράτσα του Δημοτικού Μεγάρου και στο κτίριο που έχει καεί πρόσφατα, στο Αρχοντικό Παυλίδη. Είχα μαγευτεί από τα κτίρια. Έβλεπα τις επιβλητικές σκάλες, τη σοφίτα, τη στέγη, εικόνες πρωτόγνωρες πράγματα για ένα παιδί τρίτης δημοτικού που έμενε στην περιοχή της Ομόνοιας.

Πότε το πήρες πιο σοβαρά;

Πρώτα επιδίωξα να ακούσω, να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα από τον κόσμο. Προσπάθησα να καταλάβω τα προβλήματα και την επίδρασή τους στην καθημερινότητά τους. Μέσα από τις δράσεις της Πρωτοβουλίας για τη Λεμεσό και το ενδιαφέρον που είδα ότι υπήρχε για να δώσουμε ώθηση στην πόλη μας, κατέληξα στην απόφαση.

Από τότε άλλαξε ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα; Εσύ έχεις αλλάξει;

Καθημερινά ακούμε και μαθαίνουμε πολλά. Είναι φυσιολογικό να αλλάζει και ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε κάποια πράγματα. Τα πάντα γύρω μας αλλάζουν καθημερινά. Χρειάζεται υψηλός δείκτης προσαρμοστικότητας στα νέα δεδομένα και τις νέες συνθήκες. Σ’ αυτό το πλαίσιο αλλάζουμε κι εμείς, κάποιες φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Η προσαρμογή είναι στοιχείο επιβίωσης.

Το επάγγελμά σου λειτουργεί ως asset για το όραμά σου;

Το επάγγελμά του αρχιτέκτονα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εικόνα, την αισθητική, την ανάπτυξη και την πρόοδο των πόλεων. Ο αρχιτέκτονας μπορεί να κατανοήσει τη λειτουργία τους και την πολεοδομία, ως μηχανικός διαθέτει πρακτικό πνεύμα και μπορεί να δώσει άμεσες λύσεις, ενώ διαθέτει και πολιτιστικές ευαισθησίες. Ένας δήμαρχος, όμως, πρέπει εκτός από τεχνοκράτης και καλλιτέχνης, να είναι και ικανός manager, αφού υπάρχει και η διοικητική διάσταση. Σε ισορροπία και μέτρο ώστε να μπορέσει να πάει μπροστά η πόλη, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Γιατί έχει σημασία και η ταχύτητα.

Έμειναν μερικές μόνο ημέρες μέχρι το τέλος της προεκλογικής. Πώς αντιμετωπίζεις την τοξικότητα που (αναμφίβολα) επικρατεί; 

Όσο πλησιάζει η μέρα των εκλογών, ανεβαίνουν και οι ρυθμοί. Πιστεύω στην περίπτωση της Λεμεσού, η τοξικότητα ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον δήμο. Αν και δεν είμαι επαγγελματίας πολιτικός, πιστεύω στην πολιτική. Στην υγιή πολιτική αντιπαράθεση όμως, όχι στην τοξικότητα. Ο κόσμος θέλει να ακούσει θέσεις, προτάσεις. Η λασπολογία, τα παιγνίδια εντυπώσεων και οι συκοφαντίες είναι που κούρασαν τους πολίτες και τους έκαναν να εχθρεύονται την πολιτική και τους πολιτικούς. Εγώ δεν αντιμετωπίζω την πολιτική βιοποριστικά, ως ένα μέσο για να αυξήσω τα εισοδήματα, τα ωφελήματα και τις συντάξεις μου. Τη βλέπω ως βήμα προσφοράς.

Υπήρξαν στιγμές που είπες «πού πάω να μπλέξω»;

Αντιθέτως, πείσμωσα.Το ενδιαφέρον που υπάρχει για αλλαγή μου έδωσε το κουράγιο και το θάρρος για να συνεχίσω.

Η Λεμεσός κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στις συζητήσεις, κυρίως λόγω των μεγάλων της αντιθέσεων. Απ’ τη μια οι προνομιούχοι κάτοικοι και από την άλλη αυτοί που πασκίζουν να βγάλουν τα προς το ζην, «σπεκτάκιουλαρ» ανάπτυξη και κτίρια που καίγονται ή καταρρέουν. Θα μπορούσε ένας δήμαρχος να φέρει την ισορροπία, να γεφυρώσει το χάσμα;

Είναι ακριβώς αυτές οι αντιθέσεις που έγιναν πιο έντονες τα τελευταία χρόνια και δημιούργησαν μία πόλη δύο ταχυτήτων. Για εμάς δεν υπάρχουν πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Χρειάζονται σύγχρονα εργαλεία διοίκησης, αλλά και μοντέρνα μοντέλα διεκδίκησης πόρων από το κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα πράγματα δεν θα αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη, θα είναι μια εξελικτική διαδικασία.

Ποια κρίνεις ως την πιο ρηξικέλευθη πρότασή σου;

Τη δημιουργία τριών πράσινων διαδρομών μήκους 25 χλμ, που να προσφέρουν εναλλακτική διακίνηση, με πεζόδρομους, ποδηλατολωρίδες, μονόδρομους και 10,000 ψηλά δέντρα με στόχο τη σκίαση.

Τι ζητά ο Λεμεσιανός, ποιες οι ανάγκες και ποιες η ιδιομορφίες του;

Έχει προσαρμοστικό χαρακτήρα, επηρεάζεται από το κάλμα της θάλασσας, ένα εξισορροπητικό στοιχείο. Ίσως σε αυτό να οφείλεται και η εξωστρέφειά του, αφού πάντα η Λεμεσός ήταν ένα λιμάνι, ανοιχτή στον έξω κόσμο. Είναι γνωστό πως οι Λεμεσιανοί είμαστε πολύ περήφανοι για την πόλη μας. Την αγαπούμε, θέλουμε να τη βλέπουμε να προοδεύει. Όχι κατ’ ανάγκη με αναπτυξιακούς όρους, αλλά με όρους ποιότητας ζωής.

Πώς καταλήξαμε σ’ αυτή τη μιζέρια, την απογοήτευση, την οργή;

Από τα συσσωρευμένα προβλήματα. Πώς να μην είσαι εκνευρισμένος όταν περιμένεις 40 λεπτά σε έναν κυκλικό κόμβο, όταν ο γείτονας ρίχνει όπου θέλει τα σκουπίδια του, όταν παρκάρει στο πεζοδρόμιο; Όταν δεν υπάρχει επιτήρηση και έλεγχος και όλα είναι αφημένα;. Η ζωή έγινε πιο σκληρή και αυτό οι Λεμεσιανοί το νιώθουν στο πετσί τους. Δυσκολεύονται με την ακρίβεια, το κόστος ζωής. Νιώθουν ότι η πόλη πλέον δεν είναι προσιτή για αυτούς. 

Για εσένα τι είναι η Λεμεσός;

Ένα πολύχρωμο μωσαϊκό: Ο εργάτης, ο μικρομεσαίος, ο μεγαλοαστός, ο επενδυτής, Κύπριοι και ξένοι πλάι πλάι. Η Λεμεσός, όμως, πρώτα απ’ όλα τα παιδικά μας χρόνια. Οι άνθρωποί της που περιφέρουν το παρελθόν και την περηφάνια της πόλης. Είναι ο Βασιλιάς Καρνάβαλος και η Γιορτή του Κρασιού. Οι συνοικίες, η θάλασσα και το κέντρο.

Εσύ τι αναμνήσεις έχεις από τα παιδικά σου χρόνια; Ήσουν καλός μαθητής;

Ήμουν μεθοδικός. Με το που πήγαινα σπίτι αφοσιωνόμουν κυρίως στα μαθηματικά και τη φυσική και μετά πήγαινα κατευθείαν για ποδόσφαιρο. Ταυτόχρονα, όμως, ήμουν και παιδί της Γερμασόγειας, τη δεκαετία των late 80s, τη χρυσή εποχή της τουριστικής, με τη Malibu, τη Whispers, την Triangle και την Caribbean, με μαλλί σγουρό και κομμένες φαβορίτες. Μου άρεσε η διασκέδαση, τα clubs και μάλιστα, για να το ζήσω πιο έντονα βρήκα δουλειά ως γκαρσόνι.

Σε ποια περιοχή έχεις μεγαλώσει;

Στις γειτονιές της συνοικίας του Αγίου Σπυρίδωνα. Χρόνια δύσκολα μετά την εισβολή, όταν η κάθε οικογένεια βίωνε το δικό της δράμα. Σκαλίζαμε τα άδεια οικόπεδα για να παίξουμε ποδόσφαιρο και με τα ποδήλατά μας διασχίζαμε τη σημερινή οδό Πάφου για να πάμε στο σχολείο, μια απόσταση 3 χιλιομέτρων. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αλληλεγγύη που υπήρχε μεταξύ μας, τον δυναμισμό των ανθρώπων και κυρίως της μητέρας μου, που στάθηκε σε εμένα και την αδερφή μου ως μάνα αλλά και ως πατέρας.

Πώς προχωρά μπροστά ένα παιδί που έχει δολοφονήσει η ΕΟΚΑ Β τον πατέρα του;

Αναπόφευκτα με είχε ωριμάσει. Η αδερφή μου ήταν 6 μηνών και εγώ 3 χρονών τότε. Σε αυτή την ηλικία καταλαβαίνεις την απουσία, τη νιώθεις. Επηρεάζει η απουσία του πατέρα, αναμφίβολα. Αλλά στη συνέχεια μαθαίνεις να συνεχίζεις, να μην κοιτάς συνεχώς πίσω. Αυτό μου μετέδωσε η μητέρα μου, να προχωρώ μπροστά. Ούτε η ίδια κλείστηκε στο εαυτό της. Φρόντισε ώστε να μην μας λείψει τίποτα. Έμαθε να οδηγεί, έπιασε δουλειά ως δασκάλα, τα Σαββατοκύριακα μας πήγαινε στα ωδεία, φροντιστήρια, αθλήματα, κάναμε τα ταξίδια μας, Έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε να έχουμε μια φυσιολογική ζωή.

Τον γνώρισες μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων;

Είμαι εσωστρεφής με ό,τι έχει να κάνει με αυτό το θέμα. Νιώθω, όμως, περηφάνια. Μίλησα με φίλους του, κάποιοι ζουν ακόμα, μου λένε τις ιστορίες του. Ήταν άνθρωπος ζωντανός, άνθρωπος της δράσης, της ζωής. Οι γονείς του κατάγονταν από την Άρμου, ο παππούς κτίστης και γιαγιά αγρότισσα. Μετανάστευσαν στη Λεμεσό για την εκπαίδευση των παιδιών τους, όπως συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια, και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο πατέρας μου σπούδασε στη Θεσσαλονίκη γεωπόνος και ανέλαβε δράση όταν επέστρεψε στην ΠΕΚ, την Παναγροτική Ένωση Κύπρου.

Έχεις μιλήσει για την ανάγκη που έχουμε ως λαός για την ιστορική αλήθεια.

Αν δεν συμφιλιωθείς με το παρελθόν σου, δεν μπορείς να προχωρήσεις. Ναι, να προχωρήσουμε μαζί ενωμένοι, αλλά να κάνουμε και μια ενδοσκόπηση. Δεν ζητώ εκδίκηση, δίκη ή καταδίκη, για εμένα όμως, μετά από 50 χρόνια που κλείνουμε φέτος, έχει σημασία η παραδοχή. Κάναμε λάθος; Παρασυρθήκαμε; Ήμασταν ανώριμοι; Πιστεύαμε άλλα πράγματα; Δεν ξέρω. Νιώθω να χρειάζομαι, μια απάντηση. Το 2014 ιδρύσαμε το Ίδρυμα για τη Δημοκρατία «Ανδρέας Αρμεύτης» εις μνήμη του με σκοπό την ενδυνάμωση της δημοκρατίας στη χώρα μας. Ένα ίδρυμα που προωθεί τη συμφιλίωση. Για να συζητήσουμε για τα ζητήματα ταμπού. Αυτό οφείλουμε στην ιστορία, να μην αρκούμαστε μόνο σε ετήσια μνημόσυνα. Είναι σεβαστό και πρέπει να γίνεται και αυτό, αλλά θεωρώ ότι είναι πιο σημαντικό αυτές οι παρακαταθήκες να μετουσιώνονται και να είναι γραμμένες κάτω για να έχουν διαχρονικότητα. Πρέπει να παίρνουμε μαθήματα ως λαός και ως κράτος, ως μια νεαρή δημοκρατία με τα προβλήματά της. Αν θέλουμε να ενδυναμώσουμε τους θεσμούς, πρέπει να δουλέψουμε σκληρά.

Σε ανησυχεί η σημερινή πόλωση;

Με λυπεί αφάνταστα που αν γύριζε πίσω ο χρόνος, κάποιοι θα έκαναν τα ίδια. Έχουμε χάσει τη μισή μας πατρίδα, αλλά είμαστε ακόμα με εκείνα τα ίδια μυαλά. Θα ήθελα εκείνα τα γεγονότα να μας παραδειγμάτιζαν. Αν ένας ακραίος λόγος επικρατήσει στην Κύπρο, θα είναι μια βόμβα στις δημοκρατικές αξίες και στις βάσεις που έχει η κοινωνία μας. Όταν μια χώρα είναι ημικατεχόμενη, αντιλαμβάνεσαι σε πόσο επικίνδυνα μονοπάτια μπορεί να οδηγηθεί.

Πώς θα ήθελες να μιλάνε για εσένα σε μερικούς μήνες από τώρα;

Ότι είμαι ένας δήμαρχος για όλους. Ορατός, έξω στον κόσμο και όχι πίσω από το γραφείο του. Που ακούει. Που ξέρει να διεκδικεί και να κερδίζει.

Φωτο: Δημήτρης Βαττής

Styling: Shona Muir