«Οι Παίχτες» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Μαρίας Βαρνακκίδου.

Η θραύση που κάνει τα τελευταία δύο χρόνια στο Θέατρο Κιβωτός στην Αθήνα η παραγωγή με το έργο του Νικολάι Γκόγκολ «Οι Παίχτες» προφανώς όπλισε τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου με την αυτοπεποίθηση ότι θα μπορούσε να πετύχει κάτι ανάλογο και στην Κύπρο. Γιατί όχι, να συνεχίσει και το σερί των sold out παραστάσεων που έχτισε η Νέα Σκηνή με το «1984». Μάλιστα, χρησιμοποίησε την ίδια μετάφραση του ρωσοσπουδασμένου σκηνοθέτη Γιώργου Κουτλή, δίνοντας το ανάλογο βήμα σε μια Κύπρια (αγγλοσπουδασμένη) σκηνοθέτρια της νέας γενιάς. Όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι ο ΘΟΚ αντέγραψε μια επιτυχημένη συνταγή –όχι ότι αυτό είναι εξ ορισμού κακό- αλλά ότι εμπνεύστηκε από τα συστατικά της.

Στο θέατρο όμως το πιο επισφαλές έδαφος είναι το ασφαλές. Δεν υπάρχει εγγυημένη επιτυχία. Και οπωσδήποτε η Μαρία Βαρνακκίδου, στην πρώτη της σκηνοθετική συνεργασία με το κρατικό θέατρο, ήθελε να «ιδρώσει τη φανέλα» και να δώσει ένα στίγμα από τη δική της σφραγίδα. Η απόδοση του κειμένου από το 1843 στο 2023 είναι από μόνη της ένα δυνατό χαρτί, διατηρώντας αναλλοίωτο το διαχρονικό πνεύμα του Γκόγκολ, αλλά κλείνοντας και το μάτι στο κοινό με σύγχρονες πινελιές.

Είναι όντως θαυμαστό πόσο βαθιά στοχεύει η αιχμηρή γκογκολική σάτιρα. Ένα έργο που γράφτηκε καμιά 20αριά χρόνια πριν τη γέννηση του Τσέχωφ, συλλαμβάνει και εκθέτει το γελοίο, σχολιάζοντας τσεκουράτα τον ηθικό μετεωρισμό ενός κόσμου όπου το χρήμα αποτελεί το μόνο μέτρο της ευτυχίας και της επιτυχίας. Η τέχνη της εξαπάτησης και της απογύμνωσης της πραγματικότητας μέσω της ψευδαίσθησης κυριαρχεί στο σύμπαν του συγγραφέα. Οι χαρακτήρες του είναι έκτυποι και φορείς ενός μπουφόνικου χιούμορ που παραπέμπει σε λαϊκή φάρσα, διατηρώντας όμως αμάραντο το ύφος μιας υπερχρονικής αλληγορίας.

Στους «Παίχτες» του, τους τζογαδόρους δηλαδή, χρησιμοποιεί την ψευδαίσθηση, τη μπλόφα και την ανατροπή, συνθήκες και τεχνάσματα δηλαδή μιας κανονικής χαρτοπαικτικής παρτίδας, προκειμένου να στείλει το εξής πανανθρώπινο μήνυμα: ουδείς αφελέστερος του απατεώνος. Ή όπως λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά «ο χαμένος τα παίρνει όλα».

Στον αντίποδα βέβαια έχουμε τον Μέγα Αλέξανδρο που λέγεται ότι όταν ρωτήθηκε πώς κατέκτησε τόσο σύντομα τον κόσμο απάντησε: «βουλή και μύθοισι και ηπεροπηΐδι τέχνη». Θεωρούσε δηλαδή την τέχνη της εξαπάτησης προϋπόθεση επιτυχίας. Στον πόλεμο και στον τζόγο ίσως να επιτρέπονται όλα. Ο ειρωνικός οίστρος του Γκόγκολ, όμως, επιζητά να επαναφέρει την ηθική τάξη και για να συμβεί αυτό ο απατεώνας πρέπει να τιμωρηθεί. Έστω και προς όφελος ενός άλλου απατεώνα.

Η πλοκή εκκινεί από μια συνάντηση κορυφής χαρτοκλεφτών που εξελίσσεται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Η Μαρία Βαρνακκίδου δεν καίγεται ιδιαίτερα να εισχωρήσει στην καρδιά του έργου για να αναδείξει κάποιες θεματικές όπως η παθολογία του τζόγου, ο εθισμός στα τυχερά παιχνίδια, οι εξαρτητικές συμπεριφορές, αυτός ο πυρετός των ερεθιστικών συναισθημάτων που δημιουργεί η κινούμενη άμμος του ρίσκου.

Η παράσταση πραγματοποιείται σε συνεργασία με την Εθνική Αρχή Στοιχημάτων, όμως το τελικό κοινωνικό μήνυμα εδώ υποστηρίζει ότι για να μην εξαπατηθείς πρέπει να εξαπατήσεις. Η σκηνοθέτρια, πάντως, προσδοκά με μια εκφαντική προσέγγιση να γυρίσει το μέσα έξω, να επενδύσει στις ανατροπές της πλοκής για να μιλήσει για ευρύτερα αλλά και πιο επίκαιρα και φλέγοντα φαινόμενα όπως η κοινωνική μηχανική.

Η Βαρνακκίδου έχει πολλά γερά χαρτιά, αλλά κανέναν άσσο στο μανίκι. Ποντάρει με άνεση και αυτοπεποίθηση αξιοποιώντας τις τεχνικές και καλλιτεχνικές «πολυτέλειες» που της προσφέρει ο ΘΟΚ. Είναι μια εύγλωττη, κινηματογραφική και ρευστή σκηνοθετική γραμμή, που βασίζεται στο ομαδικό πνεύμα και εμπλέκει ενεργά όλους τους συντελεστές. Ενέπνευσε τους ηθοποιούς να αποδώσουν με άνεση, ευρηματικότητα, εκφραστικότητα, αλλά και τις απαραίτητες, γενναίες δόσεις γκροτέσκου.

Είναι μια ομαδική εργασία που βασίζεται στη σωματικότητα, είναι και κινησιολογικά απαιτητική (Λία Χαράκη) και εξαρτάται πλήρως από τη χημεία μεταξύ των ηθοποιών, κάτι που υπάρχει και επιπλέον καλλιεργείται, γι’ αυτό πιστεύω ότι στην πορεία το αποτέλεσμα θα είναι όλο και καλύτερο.

Εκτός από την υποκριτική ομάδα, στα γερά χαρτιά συγκαταλέγονται η ξεσηκωτική ηλεκτρονική μουσική του Πάνου Μπάρτζη που φορτίζει και αποφορτίζει τη δράση και ο κωδικοποιημένος σκηνικός σχεδιασμός της Κωνσταντίνας Ανδρέου που εξασφαλίζει μια ατμόσφαιρα λαϊκή και σκοτεινή που παραπέμπει σε ύποπτα φαντεζί καταγώγια.

Ένα χαρτί που μάλλον «κάηκε» ήταν αυτό των κοστουμιών, που σε κάποιο βαθμό αποσυντόνιζαν το βλέμμα. Οι φωτισμοί του Σταύρου Τάρταρη περιχαράσσουν το σύμπαν όπως κυριαρχεί στο μυαλό του Ίχαρεφ, του πρωταγωνιστή του έργου, τον οποίο ερμηνεύει γκογκολικά ο Πέτρος Γιωρκάτζης. Ο Ίχαρεφ είναι και ο μοναδικός χαρακτήρας που απευθύνεται στο κοινό, εν είδει ενός αφηγητή που τελικά αποδεικνύεται ότι γνωρίζει λιγότερα απ’ όσα οι θεατές.

Το κουμπί σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ο ρυθμός. Το ενδιαφέρον του θεατή πρέπει να διατηρηθεί, αλλά χωρίς τρικ και υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμένει πάντα πάνω στις ράγες της πλοκής. Αν έστω και μια στιγμή αυτό απολεσθεί, τότε η «καρδιά» αρχίζει να ξοδεύει χτύπους. Κάποια στιγμή στα αρχικά στάδια ένιωσα ότι το δρώμενο πάει να χάσει τον αφηγηματικό βηματισμό του και αναλώνεται σε εντυπωσιοθηρικές ευκολίες. Ωστόσο στην πορεία επανακάμπτει και καταλήγει σ’ ένα πειστικό, έντιμο και εναργές φινάλε.

Ελεύθερα, 29.1.2023