Το «τέταρτο παιδί» της κορυφαίας ερμηνεύτριας του παραδοσιακού μας τραγουδιού, Κυριακούς Πελαγία, ο ερμηνευτής και μελετητής της κυπριακής μουσικής παράδοσης, Μιχάλης Χατζημιχαήλ, δίνει την πρώτη του συνέντευξη μετά το θάνατο της «Μαστόρισσας», που έφυγε από τη ζωή το προηγούμενο Σάββατο.
– Μία βδομάδα μετά τον θάνατο της «Μαστόρισσας», πώς έχετε σήμερα στο μυαλό σας την Κυριακού Πελαγία; Βλέποντας καθημερινά όλα αυτά τα σχόλια που γίνονται, όλα αυτά που λαμβάνω, πρέπει να σας πω ότι δακρύζω. Συγκινούμαι αφάνταστα! Ήμουν δίπλα της για 17 χρόνια – μας έδωσε, όπως γνωρίζετε, η ίδια το αποκλειστικό δικαίωμα της συνεργασίας μας. Την είχα σαν τη δεύτερή μου μάνα και εκείνη με είχε σαν το τέταρτό της παιδί. Είχαμε σχέση μάνας και γιου. Και δεν άφησε ποτέ το νερό μεταξύ μας να θολώσει. Εξού και σε μία συναυλία μας, είπε στον κόσμο: «Ενοίωσα τρία παιθκιά, τζι’ η κόρη εν η μιάλη, μα έκαμα τα τέσσερα μαζί με τον Μιχάλη». Πρέπει να σας πω, επίσης, πως με τα παιθκιά της «Μαστόρισσας» είμαστε όπως τα αδέλφια, όταν συναντιόμαστε προσφωνά ο ένας τον άλλον «αδέρφι».
– Μας συγκινήσατε στην κηδεία… Και με τα «Νιάτα» που τραγουδήσατε λίγο πριν ξεκινήσει η τελετή και, αργότερα, στον επικήδειό σας… Δεν ήθελα να της πω απλά πεζά λόγια, ήθελα να «μιλήσω» στην «Μαστόρισσά» μου με το ποιητικό μέτρο, με τον ποιητικό δεκαπεντασύλλαβο, διότι αυτό το ποιητικό μέτρο ήταν εκείνο που χρησιμοποιούσαμε πάντοτε μεταξύ μας – με αυτό μιλούσαμε επί 17 χρόνια.
– Γιατί συνεχίζετε να την αποκαλείτε «Μαστόρισσα»; Γιατί ήταν, είναι, και θα παραμένει πάντα «η Μαστόρισσα». Εγώ την αποκάλεσα πρώτη φορά «Μαστόρισσα» και της έμεινε, διότι πιστεύω ότι σε ό,τι έκαμνεν η Πελαγία -τζιαι σε ό,τι θα κάμνει τζιει πάνω που επήεν- ήταν πάντα όλα στην εντέλεια.
– Ήταν «ανακάλυψή» σας η Κυριακού Πελαγία, σωστά; Την πήγα στο στούντιο, πρώτη φορά, όταν ήταν 60 χρονών, τότε που την εγνώριζαν μόνο στο Παραλίμνι, και κάποια άτομα ευρύτερα στα Κοκκινοχώρια. Εγώ, όμως, πίστευα, ότι παρόλο που τούτη η γυναίκα ήταν 60 χρονών, θα μπορούσε να κάνει γνωστά στο ευρύ κοινό τραγούδια που εγνώριζε η ίδια και τραγούδια που είχα στο προσωπικό μου αρχείο – ήμουν κάτι περισσότερο από βέβαιος ότι θα είχε επιτυχία αυτό το πράγμα. Το ζύγισα πάρα πολύ όλο αυτό, δεν το έκαμα αψήφιστα, ούτε ελαφρά τη καρδία. Δεν ήταν θέμα «τύχης» – διότι πολλοί συνάδελφοί μου διαφωνούσαν τότε με αυτό που θα κάναμε και μου έλεγαν: «Μα, τι θα κάμεις με μια κυρία 60 χρονών, που δεν την ξέρει ο κόσμος;».
– Θυμάστε την πρώτη σας συνάντηση με την Κυριακού; Βεβαίως και τη θυμάμαι! Την ήξερα, βέβαια, από παλιά, από τότε που ήμουν μικρός, όταν με πήγαιναν οι δικοί μου στο Παραλίμνι, τότε που η «Μαστόρισσα» τραγουδούσε σε κάποιες γιορτές, το Πάσχα κυρίως. Από τότε κατάλαβα ότι ήταν αποδεχτή και παραδεχτή από όλο τον κόσμο. Όταν έγινε η ελεύθερη ραδιοφωνία, θυμάμαι ότι έπαιρνε τηλέφωνα στους σταθμούς, έβγαινε στον αέρα, έλεγε τα ποιήματα της, έλεγε τα τσιατιστά της, και τους τραγουδούσε κιόλας. Μετά άκουγα τα σχόλια των ακροατών – που ήταν όλα διθυραμβικά. Την πρώτη φορά, λοιπόν, που την συνάντησα, εκείνη ήταν μέσα στο περβόλι της, όπου μάζευε μπιζέλια – προηγουμένως, είχα πάει δυο τρεις φορές στο σπίτι της, αλλά δεν την είχα βρει. Μόλις την είδα, της είπα: «Ήρτα προχτές, τζιαμέ έσσο σου, τζι’ έμεινεν μου ο κόπος, μεν ‘πα τζι εκουτσομπόλευκες στην γειτονιά αλώπως!». Αμέσως, σήκωσε το κεφάλι της πάνω, και μου απάντησε: «Που τον αφέντη τον Θεό να ‘σιεις χαρές τζιαι γέλια, εγιώ εν εκουτσομπόλευκα, εσύναα μπιζέλια». Αυτή ήταν η πρώτη μας συνομιλία, αυτά τα δίστιχα που ανταλλάξαμε. Για να καταλάβετε την ποιότητά της ως ανθρώπου, πρέπει να σας πω, επίσης, ότι η «Μαστόρισσα» είχε και μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Ήταν ένας άνθρωπος αυθόρμητος, ένας άνθρωπος ευθύς, και αυτό που ήθελε να σου πει σου το έλεγε κατάμουτρα. Ακόμα και μία αυστηρή κριτική. Είχε, επιπλέον, ήθος και εντιμότητα, που εδράζονταν στις παλιές αρχές και αξίες τούτου του τόπου, και αν δεν ήσουν και εσύ κοινωνός αυτών των αξιών, δύσκολα θα μπορούσε να σε εμπιστευτεί, σχεδόν αδύνατο.
– Τα τραγούδια πώς τα ερμήνευε μέσα στο στούντιο; Μαζί μου ένιωθε ασφάλεια. Μου το έλεγε πάντα. Δεν τραγουδούσε ποτέ στο στούντιο, αν δεν ήμουν δίπλα της – όχι στην κονσόλα, να με βλέπει από το τζάμι με τον ηχολήπτη, αλλά ήθελε να στέκομαι δίπλα της, σχεδόν να ‘μαι κολλημένος επάνω της. Διότι, μέχρι τα 60 της, η ίδια δεν είχε μάθει να τραγουδά με ορχήστρες, συνήθως τραγουδούσε α καπέλα ή, το πολύ πολύ, να την συνόδευε ένα βιολί και ένα λαούτο. Μαζί μας έμαθε τον ρυθμό των τραγουδιών – πού ξεκινά, πού μπαίνουν οι απαντήσεις κ.λπ. Όπως και στις συναυλίες, ήθελε να στέκεται δίπλα μου, όχι αλλού. Τα τέσσερα-πέντε πρώτα χρόνια της συνεργασίας μας, έτσι δουλεύαμε. Η «Μαστόρισσα», ανάμεσα στα άλλα χαρίσματα που είχε, ήξερε επίσης να σέβεται και να εκτιμά στον υπέρτατο βαθμό. Θα σας εξομολογηθώ κάτι σήμερα. Πριν από ένα μήνα, και ενώ ψυχομαχούσε στο νοσοκομείο Αμμοχώστου, πήγα να τη δω. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Οι γιατροί πίστευαν ότι ήταν θέμα ημερών να μας φύγει. Μπήκα μέσα, της είπαν ότι είμαι εγώ μπροστά της, άνοιξε τα μάτια της, με είδε και τι νομίζετε ότι ψιθύρισε εκείνη την ώρα; «Για όσα έκαμες για μεν’, πολλά εφκαριστώ σου, τζιαι που τα βάθη της ψυσιής, πολλές εφτσιές διώ σου…». Ήθελε εκείνη να με ευχαριστήσει και όχι να την ευχαριστήσω εγώ που με εμπιστεύτηκε απόλυτα. Αυτό ήταν το τελευταίο δίστιχο που είπε σε μένα.
– Πότε ήταν η τελευταία φορά που τραγούδησε; Πάνε χρόνια… Εγκατέλειψε το να βγαίνει έξω και να τραγουδά, το 2011. Μόλις είχαμε τελειώσει τότε την τέταρτη δισκογραφική μας δουλειά, που είχε τίτλο: «Γεια σου, Μαστόρισσα». Ένα μήνα προτού κυκλοφορήσει αυτή η δουλειά μας, είχε αποφασίσει να μην ξανατραγουδήσει, διότι ήταν πολύ άρρωστος ο μακαριστός ο σύζυγός της, και ήθελε να μείνει κοντά του πλέον. Αυτό θα ήταν το κύκνειό της άσμα στο τραγούδι. Θυμάμαι, με είχε πάρει τηλέφωνο, και μου είπε με ένα δίστιχο ότι τελείωσεν πλέον η καριέρα της: «Κάθε αρχή, Μιχάλη μου, έσιει τζιαι έναν τέλος, τζι’ εγώ μες στες κοτζιάκαρες τωρά εννά ‘μαι μέλος». Δεν της είπα τίποτε. Κλείσαμε το τηλέφωνο, πρέπει να έκλαια πάνω από μίαν ώρα, και μετά πήγα στο σπίτι της – κλαίγαμε και οι δύο κάπου δύο ώρες. Ήξερα ότι θα σταματήσει κάποια στιγμή, αλλά έγινε απότομα. Πάντα έτσι έκανε όμως, με τις αποφάσεις που έπαιρνε – και δεν σήκωνε ποτέ δεύτερη κουβέντα· αυτό που αποφάσιζε, αυτό ήταν. Θυμούμαι, κάποτε, τώρα καθώς μιλούμε, που είχαμε πάει σε ένα σχολείο και είχαν βγάλει ένα πανό οι μαθητές, που έγραφε: «Κυριακού, ζούμε για να σε ακούμε!». Και ενώ τραγουδούσαμε εκείνη τη στιγμή, μόλις το είδε, ταιριάζει ένα δίστιχο και τους λέει: «Εμέναν η αγάπη μου εν ούλλη η νεολαία, να τραγουδούμε σιέρουμαι, κυπριακά παρέα». Θέλω να πω με τούτο, πως το κοινό της «Μαστόρισσας» προερχόταν από όλες τις ηλικίες – μιτσιοί, μεγάλοι, την ελάτρευαν.
– Η καθημερινότητά της είχε αλλάξει αφότου έγινε αναγνωρίσιμη; Καθόλου! Ούτε οι ασχολίες της. Η πόρτα της ήταν ανοιχτή για όλο τον κόσμο. Ερχόταν κόσμος από την Αμερική, από την Αυστραλία, ειδικά για να γνωρίσουν «τούτην την αγρότισσα που έγινεν αγαπητή με τα τραγούδια της».
– Πώς θέλετε να την αποχαιρετήσουμε σήμερα; Αποχαιρετώντας την, σήμερα, σε τούτην τη συνέντευξη, θέλω να της πω το εξής: «Τα γρόνια εν δεκαεφτά, δόξα σοι ο θεός μου, π’ αντάμα τραγουδούσαμε, μες στα χωρκά του κόσμου. Μαστόρισσα, Κυριακού, τζιυρά μου, Πελαγία, σιήλιες φορές εφκαριστώ, για τη συνεργασία!».
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα, 26.2.2023