Έχει κάνει πάνω από 40 δίσκους, 3.000 εμφανίσεις Ελλάδα και εξωτερικό, 300 τραγούδια και 31 συμφωνικά έργα. Μεγάλες συμφωνικές, κορυφαίες συνεργασίες με σπουδαία ονόματα από τον ελλαδικό και διεθνή χώρο. Στις τρεις συναυλίες του στην Κύπρο, ο συνθέτης, πιανίστας και ερμηνευτής διατρέχει μια πορεία 35 χρόνων με τα «αληθινά» του κομμάτια, όπως λέει ο ίδιος.
– Ας γυρίσουμε λίγο τον χρόνο πίσω και στις πρώτες σας συναυλίες στην Κύπρο. Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια; H σχέση μου με την Κύπρο ξεκινάει από τη δεκαετία του ’90 που έδωσα τις πρώτες μου συναυλίες. Η αγάπη που εισέπραξα ήταν μεγάλη, είναι δύσκολο να την περιγράψω. Αυτή η σύνδεσή μου με το νησί ενισχύθηκε όταν ένας γιατρός από την Κύπρο, ο κ. Λεύκος Μίτλεττον, έσωσε τη μητέρα μου από μια σοβαρή ασθένεια. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό είναι ένα επιπλέον κομμάτι που με δένει πολύ με τους ανθρώπους εδώ. Επίσης η μουσικότητα που έχουν οι Κύπριοι είναι πολύ σημαντική για τη δουλειά μου. Το να απευθύνομαι σε έναν κόσμο που έχει το σωστό «αυτί» με διευκολύνει στο να κάνω πράγματα έξω από την πεπατημένη. Στην Κύπρο είχα παρουσιάσει και ένα έργο μου, τα «Λιμάνια», με αφορμή το κλείσιμο του παλιού λιμανιού της Λεμεσού. Ήταν μια μεγαλειώδης παράσταση με 10.000 κόσμο. Μετά συνέχισα και έκανα πολλές εμφανίσεις με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Κάθε φορά που θα μπω στο αεροπλάνο και θα έρθω στο νησί, είμαι χαρούμενος.
– Στις τρεις συναυλίες που θα δώσετε στην Κύπρο συνεργάζεστε με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής «ΤρακΑρτ». Πώς ξεκίνησε αυτή η σύμπραξη; Ναι, τα τελευταία χρόνια γνώρισα αυτή την υπέροχη ορχήστρα, που δημιούργησε ο κ. Παπαδόπουλος στη διάρκεια της πανδημίας για να έχουν δουλειά αυτά τα παιδιά. Γνώρισα τον Άρη Αντωνιάδη, ένα νέο εξαιρετικό μαέστρο με πολύ καλές σπουδές, με τον οποίο διατηρώ μια φιλία πολλά χρόνια. Βέβαια η πιο παλιά μου φίλη είναι η Μαριλίζα Παπαδούρη, μια εξαιρετική τσελίστρια με την οποία έχουμε πολύχρονη φιλία. Επίσης με τον Πόλυ Κυριάκου είμαστε καλοί φίλοι και συνεργάτες. Τώρα γράψαμε ένα πολύ ωραίο τραγούδι που θα ερμηνεύσει ο Νταλάρας. Βρίσκω τον εαυτό μου όταν έρχομαι στο νησί, γιατί υπάρχει μια ηρεμία και μια πιο ευρωπαϊκή νοοτροπία, αν και δεν κρύβω ότι έχει αρχίσει να αλλάζει η φυσιογνωμία της Λεμεσού. Τη θυμάμαι πιο ρομαντικά στη δεκαετία του ’90. Όμως ο κόσμος παραμένει ο ίδιος. Χαίρομαι όταν παίζω τη μουσική μου σε ανθρώπους που έρχονται συνειδητοποιημένα και όχι επειδή, ενδεχομένως, ένα τραγούδι έχει γίνει μεγάλη επιτυχία.
– Πόσο δύσκολο είναι να χωρέσετε μια μουσική διαδρομή 35 χρόνων σε μια δίωρη συναυλία; Είναι πολύ δύσκολο. Είναι μια δουλειά που άρχισε με την επιστροφή μου από τις σπουδές στο Παρίσι. Τότε ξεκίνησα να ασχολούμαι πια με την ελληνική μουσική. Πριν από αυτό είχα μια μεγάλη πορεία ως σολίστ πιάνου με την κλασική μουσική, αλλά και πολλές συνθετικές δραστηριότητες που ήταν όλες στο εξωτερικό πριν από το 1987. Είχα τη χαρά να γράψω μουσική για την αείμνηστη τη Μαρία Δημητριάδη και τη Δήμητρα Γαλάνη, και να συνεχίσω την πορεία μου με πολλές σημαντικές συνεργασίες. Κάθε τραγούδι είναι ένα κομμάτι της ψυχής μου και είναι δύσκολο να το ξεχωρίσω. Όταν άρχισα να κάνω το πρόγραμμα γι’ αυτές συναυλίες που θα δώσω και στην Κύπρο, επέλεξα τραγούδια που προέκυψαν με τη μία, αβίαστα. Είναι τα πιο αληθινά μου, είναι αυτά που πήρα τον στίχο και κατευθείαν έγραψα τη μουσική. Είναι αυτά που μου ήρθε μια έμπνευση και αμέσως την κατέγραψα. Με αυτό το κριτήριο έκανα και την επιλογή.

– Θα ακούσουμε και νέα τραγούδια; Αυτή την περίοδο έχουμε τελειώσει τον δίσκο της Σοφίας Μανουσάκη με τους στίχους του εξαιρετικού Γεράσιμου Ευαγγελάτου. Έτσι, θα παρουσιάσουμε και από αυτή τη δουλειά τραγούδια. Για πρώτη φορά θα παρουσιάσουμε και τραγούδια που έγραψα για τον Πάνο Μουζουράκη. Στη συναυλία θα υπάρξουν και κάποια συμφωνικού χαρακτήρα έργα μου. Για παράδειγμα, υπάρχει το κονσέρτο για μπουζούκι, ορχήστρα και πιάνο, ένα έργο που έγραψα το 1987 όταν άκουσα τον Θανάση Πολυκανδριώτη να παίζει μπουζούκι. Συγκινήθηκα τόσο πολύ με τον ήχο και τη λεπτότητα που έπαιζε αυτό το όργανο, ώστε μου γεννήθηκε η επιθυμία να γράψω κάτι. Αυτή η δουλειά έμεινε σε ένα συρτάρι, αλλά τώρα θα τη συμπεριλάβω κι αυτή στη συναυλία. Ουσιαστικά, οι συναυλίες είναι μια αναδρομή πραγμάτων που έχω κάνει και που παρουσιάζουμε με μεγάλο κέφι για να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος.
– Έχει ανάγκη ο κόσμος το τραγούδι σε περιόδους κρίσης; Αυτό που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή, για να γλυκάνουμε τις ψυχές μας και αυτή την πρόσφατη τραγωδία με το φοβερό δυστύχημα των τρένων, είναι μια αγκαλιά. Και νομίζω ότι η τέχνη λειτουργεί ιαματικά και παρηγορητικά. Η τέχνη πάντα στα δύσκολα έχει τον ρόλο της, όποια δύσκολα και να είναι αυτά.
– Ας πάμε πίσω στα πρώτα σας βήματα. Ξεκινήσατε να παίζετε πιάνο σε ηλικία τεσσάρων μόλις ετών. Ποιος σας μύησε στη μουσική; Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που οι γονείς μου άκουγαν πολλή μουσική. Από παιδί είχα πολύ όμορφα ακούσματα. Στο σπίτι μας προτού γεννηθώ είχαν φιλοξενηθεί προσωπικότητες όπως ο Αττίκ, η Δανάη Στρατηγοπούλου και πολλοί άλλοι. Όλο αυτό ήταν μια «προίκα» που κληρονόμησα. Επίσης, στο σπίτι υπήρχε ένα πιάνο στο οποίο κάθισα να παίξω σε ηλικία τεσσάρων χρόνων. Ο πατέρας μου με είχε πάει στο σινεμά για να δούμε την ταινία «Ομπρέλες του Χερβούργου», σε μουσική του Μισέλ Λε Γκραν. Και όταν γυρίσαμε, εγώ κάθισα και έπαιξα στο πιάνο, μου ήρθε πολύ φυσικό. Έτσι, οι γονείς μου με πήραν στη σπουδαία Μαρίκα Παπαϊωάννου, διεθνούς φήμης σολίστ, και τη Μαρία Χαιρογιώργου, οι οποίες καθοδήγησαν την πορεία μου. Το πρώτο που είπαν στους γονείς μου, ήταν να μη με στείλουν στο ωδείο για να μην εγκλωβιστεί αυτό που είχα σε μια δασκαλίστικη κατάσταση.
– Ως «παιδί θαύμα» στερηθήκατε πράγματα που ζούσαν τα άλλα παιδιά; Οι γονείς μου δεν μου στέρησαν το παιχνίδι. Είναι πολύ σημαντικό το πώς οι γονείς συμπεριφέρονται στα «παιδιά θαύματα». Δεν πρέπει ποτέ να θεωρούμε ότι, επειδή το παιδί μας έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα, μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε ή να το χρησιμοποιήσουμε για προβολή.

– Τι θα λέγατε σήμερα σε ένα νέο παιδί-θαύμα. Το ταλέντο είναι αρκετό για να πετύχει κάποιος; Ούτε για αστείο. Χρειάζεται σκληρή δουλειά, αυτή η τάση της άμεσης προβολής δεν κάνει καλό. Τα παιδιά δεν πρέπει να στερούνται την παιδική τους ηλικία και να κάνουν σοβαρή σπουδή ώσπου να κατασταλάξουν μέσα τους και να συνειδητοποιήσουν αυτό που έχουν. Οι σπουδές είναι το σημαντικότερο κομμάτι της πορείας ενός μουσικού.
– Οι σπουδές στο Παρίσι πόσο καθόρισαν την εξέλιξή σας; Αρχικά, σε ηλικία 11 χρόνων μπήκα στο Ωδείο Αθηνών. Έκανα πολύ λίγες σπουδές, γιατί γρήγορα πήρα το δίπλωμα του πιάνου ως σολίστ. Μετά πήρα υποτροφία για σπουδές από τη γαλλική κυβέρνηση. Έκανα σπουδές με την απίστευτη πιανίστα Yvon Lefebvre. Εγώ πήγα παιδάκι στο Παρίσι και η Lefebvre ήταν 93 ετών. Είχα την τύχη να γνωρίσω θρύλους της μουσικής όπως τον Άστορ Πιατσόλα και τον Βλαντιμίρ Χόροβιτς. Έκανα και σπουδές στη διεύθυνση ορχήστρας, στην ενορχήστρωση και στη σύνθεση.
– Μετανιώσατε που γυρίσατε στην Ελλάδα; Στο Παρίσι είχα στήσει τη ζωή μου και την καριέρα μου. Ο λόγος που επέστρεψα ήταν γιατί επιβαρύνθηκε η υγεία της μητέρας μου. Δεν μπορούσα να μείνω στο Παρίσι.
– Συνεργαστήκατε με τον Μιχάλη Κακογιάννη και την Ειρήνη Παπά στα 26 σας. Πώς βιώσατε αυτή την εμπειρία σε τόσο νεαρή ηλικία; Ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθέτησε το έργο «Θεοδώρα», και θυμάμαι που περιοδεύσαμε σε όλη την Ευρώπη μαζί με την Ειρήνη Παπά. Ήταν μόνη της επί σκηνής, και εγώ με το πιάνο μου. Μιλάμε για δυο ιερά τέρατα τα οποία άφησαν ένα έργο που είναι φάρος για πολλούς. Έπειτα, ο Κακογιάννης μου ζήτησε να γράψω μουσική για την ταινία «Πάνω, κάτω και πλαγίως».
– Αυτή η μεγάλη επιτυχία που είχατε σας έκανε να καβαλήσετε το καλάμι; Όχι, ευτυχώς, επειδή ήμουν εκπαιδευμένος από την κλασική μου πορεία. Πιο πολύ καβάλησα το καλάμι ως πιανίστας, όταν ξεκίνησα τις συναυλίες μου. Είναι αναπόφευκτη η έπαρση κάποια στιγμή. Όμως είναι οι σωστοί φίλοι και το οικογενειακό περιβάλλον που θα σε μαζέψει και θα σου πει «τώρα ξέφυγες». Τώρα πια είμαι κατασταλαγμένος και έχω μια ωριμότητα.
– Οι «Πέντε άνεμοι» ήταν η αφορμή για να ασχοληθείτε και με το τραγούδι; Ήταν ένα κομμάτι που έγραψα για τη Νάνα Μούσχουρη, αλλά δεν έφτασε ποτέ στα αφτιά της. Θεωρώντας ότι το είχε απορρίψει η Μούσχουρη, με έπεισαν να το πω μαζί με την Κωνσταντίνα. Μετά όμως, όταν η Νάνα Μούσχουρη ήρθε στο σπίτι μου και καθίσαμε να της γράψω κάποια τραγούδια, της έβαλα τους «Πέντε άνεμους» και της είπα την ιστορία. Μου είπε ότι αυτό το τραγούδι ήταν κομμένο και ραμμένο για τη φωνή της. Η ενασχόλησή μου με το τραγούδι κράτησε πέντε χρόνια. Μετά άρχισα πάλι την ορχηστρική μου μουσική. Εκείνη την περίοδο, ο ορχηστρικός μου δίσκος με το κομμάτι «Sensitivities” έγινε πλατινένιος σε 28 χώρες, και έτσι άνοιξα τα φτερά μου για να κάνω μια μεγάλη πορεία στο εξωτερικό.
– Συνεργαστήκατε επίσης με μεγάλα ονόματα από τον διεθνή χώρο, όπως ο Λούτσιο Ντάλα και ο Χοσέ Καρέρας. Πόσο σας καθόρισαν αυτοί οι μουσικοί; Είμαι τυχερός που βρέθηκα στον δρόμο ιερών τεράτων της μουσικής. Συνεργάστηκα και με μεγάλα συγκροτήματα. Όλα αυτά είναι εμπειρίες, μια σπουδή, ένα συν στην όλη μου πορεία. Έμαθα πολλά από τους ανθρώπους αυτούς. Οι αποσκευές μου είναι γεμάτες.
– Η μεγάλη αποδοχή του έργου σας, σας δημιουργεί αγωνία για τα επόμενα βήματά σας; Όχι, καμία αγωνία δεν έχω. Ούτε καν σκέφτομαι τα επόμενα βήματα. Ξέρετε, με την αρρώστια μου δεν θέλω να σκέφτομαι πολύ μπροστά. Είμαι ικανοποιημένος που μπορώ να κάθομαι στο πιάνο και να δημιουργώ. Η ενασχόλησή μου αυτή την περίοδο με τα μιούζικαλ, όπως η «Αυλή των Θαυμάτων» και ο «Σκρουτζ» που παρουσιάστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, μου έδωσε μεγάλη χαρά. Τώρα γράφω μουσική για τις Τρωάδες, που θα παρουσιαστούν στην Επίδαυρο με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Όλα αυτά με γεμίζουν.
– Ένα σημαντικό κομμάτι του έργου σας είναι η μελοποίηση ποίησης του Καβάφη. Τι σας ώθησε να μελοποιήσετε στίχους του; Ο Μίκης Θεοδωράκης με έσπρωξε. Είχα την ευλογία να είμαι δίπλα του τα τελευταία δέκα χρόνια, εκείνος ήταν που μου είπε «είναι η στιγμή να μελοποιήσεις ποίηση και να κάνεις τον Καβάφη». Δυο χρόνια δεν έκανα τίποτα άλλο, μελετούσα την προσωπικότητά του και τι συνέβαινε γύρω του όταν έγραφε ποιήματα.
– Ποιο είναι το αγαπημένο σας ποίημά του; Είναι πολλά, αλλά ένα που με αγγίζει πολύ είναι «Τα Κρυμμένα». Είναι ένα συγκλονιστικό ποίημα στο οποίο μιλάει για την απόρριψη που ο ίδιος έχει βιώσει. Στην πρόσοψη ενός κτηρίου στην Ολλανδία είναι γραμμένοι οι στίχοι του ποιήματος αυτού.
– Πώς εισπράξατε την κριτική που δεχθήκατε κατά καιρούς, για τη στροφή σας από την κλασική και τη συμφωνική μουσική στην pop; Αυτές οι ταμπέλες δεν με εκφράζουν. Όντως, εκείνη την εποχή δέχθηκα καλοπροαίρετες κριτικές που υποστήριζαν ότι παράτησα τα κλασικά μου κάτι που δεν είναι αλήθεια γιατί εγώ συνέχισα να παίζω κλασική μουσική σε ένα πιο νεανικό κοινό. Όμως το pop το χειρίστηκα πάντα, και ενορχηστρωτικά και μελωδικά, σαν να αντιμετώπιζα ένα μικρό συμφωνικό έργο. Αυτό που καθορίζει το είδος της μουσικής στις μεσογειακές χώρες, είναι ο στίχος. Όμως ένας στίχος που μιλάει για 30 χρόνια στις ψυχές των ανθρώπων δεν είναι pop αλλά popular. Σε όλη την παγκόσμια μουσική βιομηχανία, τα τραγούδια που μας έχουν αγγίξει είναι pop. Οι Beatles έγραφαν pop τραγούδια, που όμως έγιναν κλασικά.
– Η μουσική είναι το καταφύγιό σας όταν περνάτε δύσκολες στιγμές; Η μουσική είναι η ζωή μου. Τη χαρά, τη λύπη και την αγωνία μου τις διοχετεύω στη μουσική.
– Η περιπέτεια με την υγεία σας έχει επηρεάσει το μουσικό σας έργο; Όχι, δεν το επηρέασε, όμως επηρέασε εμένα ως άνθρωπο. Όπως και άλλοι άνθρωποι που έχουν καρκίνο, συνταράσσεται το μέσα σου και αποκτάς δυνάμεις τις οποίες δεν περιμένεις να τις έχεις. Αυτό που βροντοφωνάζω πια στους νέους ανθρώπους -επειδή υπήρξα καπνιστής σε βαθμό τραγικό- είναι «μην το βάζετε στο στόμα σας», διότι σκοτώνει και δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα. Το αντιμετωπίζω με ψυχραιμία επειδή είναι ένας καρκίνος που έρχεται και φεύγει. Είμαι σκληραγωγημένος πλέον.
– Έχει αλλάξει η κοσμοθεωρία σας για τη ζωή; Βέβαια, αρχίζεις να πετάς στην κυριολεξία μακριά σου οτιδήποτε είναι τοξικό. Έχω διώξει πολλή τοξικότητα, η οποία δεν προέρχεται πάντα από κακούς ανθρώπους αλλά από ανούσιους.
– Σας απασχολεί ο χρόνος που φεύγει; Καθόλου. Το ότι μεγαλώνω το αντιμετωπίζω με μια όμορφη αίσθηση. Η κάθε περίοδος της ζωής μας κρύβει τα όμορφα και τα άσχημά της. Μου αρέσει που μεγαλώνω, δεν παρατάω τον εαυτό μου, γυμνάζομαι, είμαι δραστήριος και χαίρομαι για την εσωτερική ωρίμανση που έχω. Αυτή η ωρίμανση με βοηθάει και στην έμπνευσή μου, δηλαδή τη χειρίζομαι διαφορετικά τώρα απ’ ό,τι πιο νέος.
Ο Στέφανος Κορκολής θα δώσει τρεις συναυλίες στην Κύπρο μαζί με τη Σοφία Μανουσάκη και τον Πάνο Μουζουράκη: Στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας 19 & 20 Μαρτίου και στο Παττίχειο Θέατρο Λεμεσού 21 Μαρτίου, στις 20:30. Εισιτήρια από την tickethour.com.cy, τηλ. 77 77 70 40 και όλα τα ACS couriers. Για τη συναυλία στη Λεμεσό προπωλούνται εισιτήρια από το ταμείο του Παττίχειου.
Ελεύθερα 12.3.2023