Η σχέση της με την Κύπρο, η κυπριακή λογοτεχνία, η έρευνα της για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, ο πόλεμος και η βία, ο φανατικός εθνικισμός και οι προκαταλήψεις για τον ξένο, είναι μερικά από τα ζητήματα που συζητούμε με την ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τη συναντήσαμε πρόσφατα στη Λευκωσία, όπου ήρθε για να λάβει μέρος στο επιστημονικό συνέδριο για τον Μίλτο Σαχτούρη. Μας λέει ότι έχει στενούς δεσμούς με την Κύπρο και τους ανθρώπους της, αφού έχει διδάξει για δυο χρόνια στο πανεπιστήμιο Κύπρου ως επισκέπτρια, και άλλο ένα στο πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Το επιστημονικό της έργο περιλαμβάνει μελέτες για τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα και για τη νεωτερική ποίηση και πεζογραφία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συνεισφορά της στη μελέτη και έρευνα της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας, ιδίως των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Έχει τιμηθεί με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για τη συνολική προσφορά της στα Γράμματα και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην ελληνική γλώσσα για τη μετάφραση των «Εξομολογήσεων» του Αγίου Αυγουστίνου από τα λατινικά.

– Πώς αισθάνεστε που ξαναβρίσκεστε στην Κύπρο; Έζησα σχεδόν τρία χρόνια εδώ, και ήταν μια από τις πιο σημαντικές περιόδους της ζωής μου. Αυτός ο ευλογημένος τόπος, τόσο φορτισμένος από Ιστορία, παλιότερη και πρόσφατη, έχει ριζώσει στη σκέψη μου και στην καρδιά μου. Το γύρισα και το περπάτησα το νησί, και ιδιαίτερα την παλιά Λευκωσία, για την οποία πάντα αισθάνομαι μια παράξενη νοσταλγία. Αυτό το ελληνικό σταυροδρόμι πολιτισμών της Μεσογείου ήταν για μένα μια αφετηρία να ξανασκεφτώ τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα του περασμένου και του τωρινού αιώνα, ιστορικά, ανθρωπολογικά, πολιτισμικά. Το τραύμα της τουρκικής εισβολής είναι ακόμη πρόσφατο και χρειάζονται γενιές για να επουλωθεί, όπως συνέβη και με την Μικρασιατική Καταστροφή. Δυστυχώς η Ιστορία δεν μας διδάσκει πώς να αντιμετωπίζουμε παρόμοια τραύματα. Ρίχνουν σκοτάδι και πίκρα στις ψυχές, μας κλέβουν τον μελλοντικό χρόνο, μας παγιδεύουν στο παρελθόν.

– Επί έξι χρόνια είσασταν πρόεδρος της επιτροπής των κρατικών βραβείων. Τι γνώμη έχετε σχηματίσει για την κυπριακή λογοτεχνία; Διάβασα πολύ και έμαθα πολλά. Γνώριζα τους παλιούς και αναγνωρισμένους Κυπρίους συγγραφείς και με βοήθησαν να δω την Κύπρο, την Ιστορία της και τα δεινά της στις πιο αφανείς πλευρές τους. Όμως, ως μέλος της επιτροπής των κρατικών βραβείων, διάβασα βιβλία νέων συγγραφέων και πραγματικά τους θαύμασα. Ανακάλυψα δυνατά ταλέντα, φωνές γνήσιες, θέματα τολμηρά, τεχνική αρτιότητα και, προπάντων, ένα άνοιγμα στον κόσμο, μια προοπτική για ανανέωση του εσωτερικού βλέμματος για ένα πέρασμα από τη μικρή εικόνα στη μεγάλη. Τους απασχολεί η Κύπρος και μάλιστα πολλοί χρησιμοποιούν ντοπιολαλιά, όπως ο Αντώνης Γεωργίου, η Λουίζα Παπαλοΐζου κ.ά., αλλά χειρίζονται πρωτότυπα θέματα που έχουν κυρίως να κάνουν με τις προκλήσεις του παρόντος, με τις μεγάλες πολιτισμικές αλλαγές του καιρού μας. Βρίσκω ότι η σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία –ποίηση και πεζογραφία– είναι εξαιρετικά πλούσια σε ιδέες, μορφή, προβληματισμό. Θα μπορούσα να σας μιλάω για ώρα…

– Ας πάμε στους παλιότερους. Τα χρόνια που ήσασταν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου είχατε γίνει φίλες με τη Νίκη Μαραγκού. Τι κρατάτε από αυτή τη φιλία; Μου μιλάτε για έναν άνθρωπο ξεχωριστό, μια πνευματική φυσιογνωμία με σπάνια χαρίσματα. Κρατώ προπάντων τον ψυχικό πλούτο της, την αγάπη της για τον συνάνθρωπο και την ικανότητα να τα μετατρέπει αυτά σε πράξη. Η Νίκη ήταν κοσμογυρισμένη, όμως κυριολεκτικά λάτρευε το νησί της. Της χρωστάω ότι μου έδειξε πολλές κρυμμένες ομορφιές του. Άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και ανοιχτούς ορίζοντες, μπορούσε να ξεχωρίζει το σημαντικό από το επουσιώδες. Απλή στην καθημερινότητά της, είχε ένα σπάνιο ταλέντο επικοινωνίας με τους απλούς ανθρώπους. Το τελευταίο βιβλίο της, «Δεκαοχτώ αφηγήσεις», είναι μια συλλογή από ιστορίες γυναικών της Κύπρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και λίγες Τουρκοκύπριες. Τις κατέγραψε στη διάρκεια πολλών χρόνων αφού δέθηκε μαζί τους, και το αποτέλεσμα είναι ένα υπόδειγμα έρευνας της προφορικής Ιστορίας και παράλληλα σεβασμού για τον συνάνθρωπο. Η Νίκη είχε το σπάνιο χάρισμα να μεταγγίζει ομορφιά και ευγένεια σε ό,τι άγγιζε. Ολόκληρο το έργο της είναι μια ποιητική ανθρωπογεωγραφία, που συνενώνει την Ιστορία με την πάλλουσα πραγματικότητα, αποτυπώνει το φευγαλέο, υπαινίσσεται εκείνο το «κι αυτοί κι εγώ περαστικοί», όπως γράφει σε ένα ποίημά της.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

– Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη λογοτεχνία; Διαβάζατε από μικρή; Από πολύ μικρή, πριν πάω στο σχολείο, έμαθα να γράφω και στο δημοτικό έγραψα τους πρώτους μου στίχους. Στο σπίτι ευτυχώς υπήρχαν βιβλία και διάβαζα μανιωδώς.

– Από ό,τι κατάλαβα, ξεκινήσατε από αγάπη για την ποίηση και την ανάγκη να εκφράζεστε σ’ αυτήν, ενώ πολύ αργότερα στραφήκατε στην πανεπιστημιακή σταδιοδρομία… Σπούδασα Ιστορία και Αρχαιολογία, όμως ήμουν στραμμένη ολόψυχα στην ποίηση. Στη νεανική φάση της ζωής μου έκανα παρέα με ανθρώπους της λογοτεχνίας, με τον Μένη Κουμανταρέα, τον ποιητή Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Ιωάννου. Τότε πρωτοδημοσίευσα ποιήματά μου και  συνδέθηκα με τον Μανόλη και τη Νόρα Αναγνωστάκη –μια στενή φιλία που κράτησε σχεδόν πενήντα χρόνια–, τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, τον Ε.Χ. Γονατά, τον Μίλτο Σαχτούρη. Για τη βιοτή εργαζόμουν ως επιμελήτρια εκδόσεων, όμως με κέρδισε το λειτούργημα του εκπαιδευτικού, έτσι βρέθηκα στα Γιάννενα, πρώτα στη Μέση Εκπαίδευση και μετά στο πανεπιστήμιο, σε θέση βοηθού. Εκεί άρχισα να ασχολούμαι με τη μελέτη του υπερρεαλισμού, από αγάπη για τον Νίκο Εγγονόπουλο. Καθώς δεν υπήρχε κάποια άλλη εργασία για το θέμα, αποφάσισα να γράψω μια διατριβή, κι αυτό έγινε για κάποια χρόνια στο Παρίσι αφού προηγουμένως παραιτήθηκα από τη θέση βοηθού στα Γιάννενα. Χάρη στον τίτλο του διδάκτορα βρέθηκα στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Κι επειδή δεν είμαι πολυπράγμων, δεν ασχολήθηκα πια με την ποίηση και αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στη διδασκαλία και τη θεωρία της λογοτεχνίας. Η συγγραφή της ποίησης, όπως την εννοώ εγώ, απαιτεί αφοσίωση. 

– Στο βιβλίο σας «Ο Άλλος εν διωγμώ» αναπτύξατε μια θεωρία και μια μέθοδο για τη μελέτη του ξένου. Ποια ήταν η αφετηρία γι’ αυτό το βιβλίο; Η αφετηρία, καθώς και το παράδειγμα που εξετάζω σ’ αυτό το βιβλίο, είναι η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Όταν πρωτοπήγα στη Θεσσαλονίκη, μου έκανε εντύπωση ότι κανείς από την πανεπιστημιακή κοινότητα δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με την καταστροφή των Εβραίων της πόλης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι ακόμη, κανείς δεν μνημόνευε την ιστορία και την εξολόθρευσή τους, κι ωστόσο προπολεμικά αποτελούσαν το 1/5 του πληθυσμού της. Συνειδητοποίησα ότι θεωρούνταν «ξένοι» και ανεπιθύμητοι αν και ήσαν Έλληνες πολίτες. Τότε, με αφορμή το αρνητικό στερεότυπο του Εβραίου που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αντισημιτισμό, άρχισα να ασχολούμαι με το ζήτημα της λογοτεχνικής αναπαράστασης της εικόνας του «Άλλου εν διωγμώ», προτείνοντας μια μέθοδο ανάλυσης που στάθηκε χρήσιμη γενικά στην πανεπιστημιακή κοινότητα για τη μελέτη της εικόνας των μειονοτικών ομάδων. Μπήκα λίγο και στην ιστορική έρευνα και δημοσίευσα μαρτυρίες επιζώντων Εβραίων, γραπτές και προφορικές. Όλα αυτά ήσαν τότε πρωτοποριακή δουλειά, κανείς δεν είχε ασχοληθεί με αυτή την τόσο τραγική σελίδα της πρόσφατης Ιστορίας της Θεσσαλονίκης, της πόλης που πολύ σωστά ο Γιώργος Ιωάννου αποκάλεσε «πρωτεύουσα των προσφύγων».

– Πού νομίζετε ότι οφειλόταν η σιωπή του κόσμου της Θεσσαλονίκης γύρω από την καταστροφή των Εβραίων; Η σιωπή του κόσμου εν μέρει οφειλόταν στην ενοχή – πολλοί επωφελήθηκαν από τις εβραϊκές περιουσίες κι ακόμη περισσότεροι ήσαν εκείνοι που έσπευσαν να ασχοληθούν με τη λεηλασία των εβραϊκών νοικοκυριών, αμέσως μετά την αναχώρηση των κατοίκων τους για το Άουσβιτς, χωρίς ακόμη να γνωρίσουν ότι τους περίμενε ο θάνατος κι αν κάποτε θα ξαναγύριζαν. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος σωστά ονόμασε τους Εβραίους συμπολίτες του «καταδικασμένους στο χαμό». Οι ελάχιστοι Εβραίοι που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα, ως επί το πλείστον νεαρής ηλικίας, βουτηγμένοι στην ορφάνια και το πένθος, βρέθηκαν κυριολεκτικά στον δρόμο. Έπρεπε να καταφύγουν στα δικαστήρια και να παρουσιάσουν τίτλους ιδιοκτησίας για να ξαναμπούν στα σπίτια των δολοφονημένων γονιών τους.

– Πώς τους αντιμετώπισε η πολιτεία; Το κράτος βοήθησε με νόμους ανεφάρμοστους. Όπως γνωρίζετε, οι δωσίλογοι δεν τιμωρήθηκαν. Όμως υπήρξαν κι εκείνοι που πένθησαν για τον χαμό των Εβραίων. Γι’ αυτούς η σιωπή ήταν μια άμυνα. Δεν είναι εύκολο να διαχειριστείς τη δύσκολη μνήμη ενός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, που άφησε τέτοιες ανεπούλωτες πληγές στον πολιτισμό και στις ηθικές αξίες μας, ενώ ήσουν παρών σ’ αυτό.

– Έχετε μεταφράσει τις «Εξομολογήσεις» του Αγίου Αυγουστίνου και μάλιστα βραβευτήκατε γι’ αυτή τη μετάφραση. Γιατί είναι σημαντικό για τη λογοτεχνία αυτό το βιβλίο; Οι «Εξομολογήσεις» του Αυγουστίνου, πατέρα της Δυτικής Εκκλησίας, είναι ένα έργο κλασικό. Στα σχολεία της Δυτικής Ευρώπης διδάσκεται όπως στα δικά μας διδάσκεται ο Πλάτων, ενώ έχει επηρεάσει μείζονες συγγραφείς, και όχι μόνο φιλοσόφους όπως ο Κίρκεγκορ, ο Νίτσε και ο Χαϊντέγκερ, αλλά και λογοτέχνες όπως ο Τζέιμς Τζόις και ο Τ.Σ. Έλιοτ. Είναι το πρώτο κείμενο αυτοβιογραφικού λόγου της ευρωπαϊκής Γραμματείας, με τη μορφή της εκ βαθέων εξομολόγησης. Οι «Εξομολογήσεις» υπήρξαν πρότυπο για παρόμοια έργα ανά τους αιώνες. Το θέμα του είναι διαχρονικό: Ένας νέος ξεκινά τη μεγάλη πνευματική του περιπλάνηση για να ξεχωρίσει το αληθινό από το ψεύτικο, το ωφέλιμο από το ζημιογόνο, την αγάπη και τη φροντίδα για τον συνάνθρωπο από τον εγωισμό και την αδιαφορία, την ελευθερία του πνεύματος από τη σκλαβιά σε ματαιότητες, και πρέπει να διαλέξει. 

– Τι σας συγκίνησε σ’ αυτό το βιβλίο για να το μεταφράσετε; Εμένα με συγκίνησε προπάντων η εσωτερική αγωνία και ο επίμονος αυτοέλεγχος του νεαρού συγγραφέα μπροστά στις δυνάμεις που ξεπερνούν τον άνθρωπο, η ακοίμητη πίστη του ότι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο, η λαχτάρα του για ένα λυτρωτικό μέλλον. Έτσι, μου γεννήθηκε η επιθυμία να μεταφράσω τις «Εξομολογήσεις». Σ’ αυτό με ενεθάρρυνε ο Γιώργος Ιωάννου, που είχε μεταφράσει ένα μικρό απόσπασμα. Άρχισα το 1974, ενώ ήμουν ακόμη στα Γιάννενα, και μετά από πολλά στάδια επεξεργασίας ολοκλήρωσα τη μετάφραση το 2000. Ήταν μια συνεχής άσκηση, αλλά και μεγάλη παρηγοριά στην πεζή και εξορθολογισμένη καθημερινότητα του πανεπιστημιακού.

– Διάβασα ότι μεγαλώσατε με ρωσικά νανουρίσματα, με τη μουσική του Τσαϊκόφσκι και τους Ρώσους συγγραφείς, αφού η μητέρα σας είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη νότια Ρωσία, στη Μιλιτούπολη. Πώς είδατε την ενέργεια κάποιων χωρών να απαγορεύσουν στις χώρες τους συναυλίες με Ρώσους μουσικούς που στήριζαν τον Πούτιν; Οι μεγάλοι Ρώσοι συνθέτες είναι μέσα στις ψυχές ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου. Ανήκουν στην πολιτισμική κληρονομιά μας. Είναι και θα είναι παρόντες στην καθημερινότητά μας, όχι βέβαια μόνο σε αίθουσες συναυλιών αλλά μέσα στα σπίτια μας, χάρη στα σύγχρονα μέσα, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, CD κ.λπ. Τώρα, είναι άλλο ζήτημα εάν μια δεσποτική και πολεμόχαρη κυβέρνηση που ξεκινά έναν άδικο πόλεμο και επιτίθεται σε αμάχους, θέλει να χρησιμοποιήσει τους μουσικούς της για την προπαγάνδα της. Στη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ τα μεγάφωνα έπαιζαν στη διαπασών την «Παθητική Συμφωνία» του Τσαϊκόφσκι για να τονώνουν το ηθικό των πολιορκημένων. Τι θέλουν οι τωρινοί ολιγάρχες; Να βομβαρδίζουν τους άμαχους Ουκρανούς με μουσική υπόκρουση; Ας μην μπερδεύουμε την τέχνη των μεγάλων με την πολιτική των νάνων. Τα έργα τέχνης ανήκουν στην ανθρωπότητα.

– Εκεί που νομίζαμε ότι η ανθρωπότητα βαδίζει μπροστά, ήρθε μια πανδημία και ένας πόλεμος στην Ευρώπη που έφερε μια μεγάλη ανατροπή στις ζωές των ανθρώπων. Πώς βλέπετε τα πράγματα με τον πόλεμο στην Ουκρανία; Αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία είναι τραγικό από κάθε άποψη για τον πολιτισμό μας. Πρέπει να μας προβληματίζει, όχι μόνο για τις καταστροφές και τις απώλειες ανθρώπινων ζωών, αλλά διότι στην Ευρώπη είναι μια πρωτοφανής επίθεση στον θεσμό της δημοκρατίας, μια προσπάθεια να γυρίσουμε πίσω, στο σκοτεινό παρελθόν της ανελευθερίας και της βαναυσότητας των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν είχαν αφήσει την Τσεχοσλοβακία μόνη και αβοήθητη στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μπορεί το κόστος που πλήρωσε μετά η Ευρώπη να ήταν μικρότερο.

– Η λογοτεχνία και η τέχνη έχουν την δύναμη να αλλάξουν την κοσμοθεωρία των ανθρώπων; Η λογοτεχνία και η τέχνη έχουν πρωτεύουσα θέση σ’ αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμός». Θεωρούνται κύριοι συντελεστές της «εξόδου από τη βαρβαρότητα», του «εξανθρωπισμού» και άλλων παρόμοιων κλισέ μιας αισιόδοξης ρητορικής για το μέλλον της ανθρωπότητας. Όμως, δυστυχώς, η πρόσφατη Ιστορία μάς διδάσκει ότι η βαρβαρότητα συνυπάρχει με τον πολιτισμό και βρίσκεται σε χειμερία νάρκη, μέχρι να ξυπνήσει η βία με κάποια αφορμή που προσφέρει ο ολοκληρωτισμός ή ο φανατικός εθνικισμός. Άλλωστε, ο ολοκληρωτισμός ως σύστημα στηρίζεται όχι στον λόγο αλλά στη βία, την οποία καλλιεργεί ποικιλοτρόπως. Ωστόσο, πιστεύω ότι η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να επιφέρει αλλαγές στις νοοτροπίες, μπορεί να κλονίσει κάποιες παραπλανητικές βεβαιότητες ότι όλα βαίνουν καλώς στις υπερμοντέρνες καταναλωτικές κοινωνίες μας, να μεταγγίσει συναισθήματα ανθρωπιάς για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους της γης. Κι αυτό ήδη είναι πολύ σημαντικό.

– Μπορούν η λογοτεχνία και η τέχνη να πολεμήσουν τις προκαταλήψεις για τον ξένο, τον διαφορετικό; Είδαμε τις τελευταίες δεκαετίες πόσο η λογοτεχνία και η τέχνη συνέβαλαν θετικά σε ζητήματα που αφορούν την έμφυλη διάσταση, την αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας, την ομοφοβία. Το πιο δύσκολο, βέβαια, είναι η ξενοφοβία, γιατί πηγαίνει στα πολύ βαθιά και πανάρχαια κοιτάσματα του ανθρώπινου ψυχισμού. Γι’ αυτό και ασχολήθηκα με τη μελέτη της εικόνας του ξένου στα βιβλία και στα μαθήματά μου. Βλέπετε, ο άνθρωπος ανέπτυξε την ικανότητα να φτάσει σε άλλους πλανήτες, αλλά όχι να νικήσει την αποθηρίωση μέσα του, την οποία, κατά την προϊστορική εποχή, πυροδοτούσε ο αληθινός κίνδυνος και ο φόβος των θηρίων. Ο άνθρωπος δάμασε τα θηρία, αφού έμαθε πώς να τα σκοτώνει, εξημέρωσε τα ζώα, αλλά ο φόνος του έγινε συνήθεια…

– Ποια η γνώμη σας για τους νέους; Στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, λίγοι διαβάζουν σήμερα. Πώς θα τους προκαλέσουμε το ενδιαφέρον για τα βιβλία; Θα σας απαντήσω με ένα ανέκδοτο που αποδίδουν στον Νταλί. Όταν του έκαναν μια ανάλογη ερώτηση για τη νέα γενιά, απάντησε: Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα με τη νέα γενιά, ότι δεν ανήκω σ’ αυτήν! Το ίδιο θα σας έλεγα κι εγώ. Θαυμάζω τους νέους. Πιστεύω ότι κάθε νέα γενιά έχει τη δυναμική της, αναμετριέται δημιουργικά με το παρόν και το μέλλον της. Όσο για μας τους παλιότερους, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να νιώθουμε ενοχή για τον κόσμο που παραδώσαμε στους νέους. Τι παραδείγματα τους δίνουν οι γονείς, οι δάσκαλοι, η πολιτεία; Το ενδιαφέρον για το βιβλίο καλλιεργείται από την παιδική ηλικία. Τι κάνουμε εμείς οι μεγάλοι γι’ αυτό; Ίσως το ενδιαφέρον για τα βιβλία μπορούμε να το προκαλέσουμε με το παράδειγμά μας. Όμως πόσοι ενήλικες, σε Κύπρο και Ελλάδα, διαβάζουν;

– Ας κλείσουμε την κουβέντα μας με κάποιες πιο προσωπικές ερωτήσεις. Ποια πράγματα σας δίνουν χαρά; Θα σας πω το πρώτο που σκέφτομαι αυτή τη στιγμή: Να μπορώ να έρχομαι στην Κύπρο, να βαδίζω στους δρόμους της και να προσεύχομαι στις εκκλησιές της για ειρήνη. Κι ακόμη να βρίσκομαι νοερά πλάι στους ανθρώπους της με τους οποίους συνδέθηκα…

– Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή; Τα πολύ απλά και βασικά: Ειρήνη, αγάπη, ελπίδα. Δεν μιλώ για υγεία, γιατί χωρίς αυτά τα τρία ο άνθρωπος είναι ήδη άρρωστος στην ψυχή.

Ελεύθερα 5.2.2023