O Ανδρέας Φιλίππου, ο οποίος πέθανε πριν μια βδομάδα στα 89 του, υπήρξε –μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο- ένας από τους πρωτεργάτες που διαμόρφωσαν το αρχιτεκτονικό τοπίο μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου. Ένα από τα πιο σημαντικά τους έργα είναι το πρώτο της καριέρας τους: Το Λύκειο Κύκκου. Τελευταίο του έργο, μία έκδοση για την εγκατάλειψη και φθορά του κυπριακού τοπίου.

Το 1960 οι νεαροί αρχιτέκτονες Ιάκωβος και Ανδρέας Φιλίππου ξεκινούσαν, παράλληλα με το κυπριακό κράτος, τη δική τους ιστορία. Ο Κωνσταντίνος Σπυριδάκης, αρμόδιος για θέματα παιδείας στη νεότευκτη Δημοκρατία, είχε ζητήσει από την εύρωστη οικονομικά Μονή Κύκκου να παραχωρήσει γη και να χρηματοδοτήσει την ανέγερση ενός γυμνασίου στη Λευκωσία. Ο ηγούμενος έθεσε ένα μόνο όρο: το έργο να αναλάβουν οι αδελφοί Ιάκωβος και Ανδρέας Φιλίππου. Επιτρέφοντας τον Ιούλιο του 1960, ο Αντρέας είχε ήδη στις αποσκευές του κάποια σχέδια που είχε επεξεργαστεί στο Λονδίνο. Μέσα στο πρώτο αρχιτεκτονικό γραφείο των αδελφών Φιλίππου, στην οδό Γράμμου, κοντά στο τέρμα της οδού Λήδρας, έστησαν τα σχεδιαστήρια όπου θα ετοίμαζαν το πρώτο τους έργο: Το Γυμνάσιο Αρρένων Κύκκου για χίλιους μαθητές (νυν Λύκειο Κύκκου Α’), το οποίο θα ακολουθείτο από το Γυμνάσιο Θηλέων για 800 μαθήτριες (νυν Λύκειο Κύκκου Β’). Το έργο έπρεπε να παραδοθεί σε εννιά μήνες, αλλά προηγουμένως έπρεπε να περάσει από την έγκριση του Σπυριδάκη. «Είχαμε αμφιβολίες κατά πόσο  θα αποδεχόταν μη νεοκλασικά πρότυπα, γιατί το κτίριο αποτελούσε σημαντική πρωτοπορία για τα αρχιτεκτονικά δεδομένα της εποχής· ήταν ένας συνδυασμός μοντερνισμού με αναφορές στις κυπριακές πολιτιστικές παραδόσεις», είχε πει σε κάποια συνέντευξη του ο Ανδρέας Φιλίππου. «Εντούτοις, μας εξέπληξε με την πλήρη αποδοχή του σχεδιασμού και των καινοτομιών που εισαγάγαμε για την ικανοποίηση των λειτουργικών αναγκών του, όπως ήταν ο διαχωρισμός των τάξεων για μικρά και μεγάλα παιδιά, οι χώροι κοινής συνάθροισης, γυμναστικής κ.λπ».

Το Σεπτέμβριο του 1961, το Γυμνάσιο Κύκκου δέχθηκε τους πρώτους μαθητές. Οι αδελφοί Φιλίππου είχαν δημιουργήσει το πρώτο από μια σειρά έργων που είναι χαρακτηριστικά της περιόδου 1960-1974. Το Κτίριο Γαβριηλίδη, ένα από τα πρώτα κτίρια γραφείων στην Κύπρο, έγινε ορόσημο για τη Λευκωσία. Το κτίριο, που θα στέγαζε το γραφείο τους κτίστηκε το 1968-69 σε ένα άλλο κομβικό σημείο της Λευκωσίας, επί της Γρίβα Διγενή, και ήταν το πρώτο γραφείο στην Κύπρο που θα αφορούσε αποκλειστικά ειδικότητες της αρχιτεκτονικής και της μηχανικής. Το Μέγαρο Ζήνα Κάνθερ ήταν μια από τις πρώτες απόπειρες οργανωμένης ανάπτυξης εκτός των τειχών. Αποτελούσε μια πρωτοφανή σε μέγεθος κτιριακή σύνθεση για τα δεδομένα της εποχής και ένα από τα πρώτα κτίρια στην Κύπρο όπου δοκιμάστηκε σε μεγάλη έκταση το γυμνό μπετόν. Μεγάλο μέρος της οικοδομικής ανάπτυξης της Κύπρου την εποχή εκείνη αφορούσε την ξενοδοχειακή βιομηχανία. Το Paphos Beach (σήμερα Almyra) και το Ασπέλια στην Αμμόχωστο ήταν από τα πρώτα ξενοδοχειακά συγκροτήματα που ανέλαβε το γραφείο των Φιλίππου.

Τα Γυμνάσια Κύκκου, το Μεγάρου Ζήνας Κάνθερ, τα ξενοδοχεία Aspelia και Paphos Beach (σήμερα Almyra), το κτίριο της καπνοβιομηχανίας Πατίκη που μέχρι πριν λίγα χρόνια στέγαζε τη Fereos Group (κατεδαφίστηκε αυτές τις μέρες), το κτίριο Γαβιηλίδη είναι ορισμένα από τα έργα των αδελφών Φιλίππου.

Παράλληλα με την αρχιτεκτονική, ο Ανδρέας δεν έπαψε ποτέ να ζωγραφίζει. Κυρίως υδατογραφίες όπου κατέγραφε το τοπίο της Κύπρου και οι οποίες αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για μια σειρά εκδόσεων. Η τελευταία, με τίτλο «Η εγκατάλειψη και φθορά του κυπριακού τοπίου», κυκλοφόρησε πριν 2 χρόνια. Μαζί με τη νοσταλγία, στις 450 σελίδες του τόμου, μεταφέρει την αγωνία του για το κομμάτι της πατρίδας που χάνεται ελέω μιας κακώς νοούμενης ανάπτυξης. «Οι άνθρωποι, σημειώνει ο Αντρέας Φιλίππου, στην προσπάθεια τους να καλυτερεύσουν τη ζωή τους, ακολουθώντας την τεχνολογική πρόοδο, δεν μερίμνησαν παράλληλα για την προστασία και συντήρηση όλης αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου, που θα έπρεπε να γίνει σεβαστή και να συνυπάρχει με τις σύγχρονες κατασκευές που θα τις αντικαθιστούσε. Αφέθηκαν στην εγκατάλειψη και στη φθορά και παρέμειναν ως αιωρούμενα γλυπτά μέσα στη φύση ή έσμιξαν  και έγιναν ένα με την άγρια βλάστηση που αναπτύχθηκε γύρω τους».

Η καταγραφή αυτή ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, «από αίσθημα αγάπης και θαυμασμού για την ομορφιά του κυπριακού τοπίου», όπως είχε εξηγήσει ο ίδιος. Το δε κείμενο που συνοδεύει τα σχέδια «είναι ένα συγκλονιστικό πολιτικό δοκίμιο, με το οποίο στοιχειοθετεί την ισορροπία που υπήρχε ανάμεσα στο ανθρωπογενές τοπίο και την κοινωνία, τουλάχιστο ως το 1960, για να την αντιπαραβάλει με την ανισορροπία που παράγεται από το σύγχρονο πρότυπο μιας θλιβερής πλασματικής ανάπτυξης, η οποία αντιμάχεται με μένος το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον, ενδυναμώνοντας το τέρας της κοινωνικής αποξένωσης», όπως σημειώνει η Μαρία Ιακώβου, καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, προλογίζοντας το βιβλίο.

 

Ελεύθερα, 19.2.2023