Το είχε γράψει κάποτε ο Αλέξανδρος Ρήγας στη σειρά «Δύο ξένοι» – κι είναι αλήθεια: «Όποιος δεν αγαπάει τη Χαρούλα, δεν είναι καλός άνθρωπος!».
Ανυπομονούσα γι’ αυτή την live -γι’ αυτό και σπάνια- τηλεοπτική συνέντευξη που θα έδινε η Χαρούλα στην ΕΡΤ και στο «στούντιο 4» την προηγούμενη Πέμπτη, ενόψει της πρεμιέρας που θα είχε -ως ηθοποιός πια- δύο μέρες μετά, στο Εθνικό Θέατρο, «ως μέλος ομάδας πλέον» όπως είπε κι η ίδια, με την παράσταση «Μια νύχτα στην Επίδαυρο», σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου – είναι γνωστό, άλλωστε, πως η Χαρούλα δεν αρέσκεται στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις και ιδιαίτερες τις «ζωντανές», γι’ αυτό και ήταν φανερό, σε όλη τη διάρκειά της, πως ήθελε να μιλήσει κυρίως γι’ αυτό το νέο της «παιδί», που το «μαθαίνει» και το «νταντεύει» -το θέατρο- και πολύ λιγότερο για ό,τι προηγήθηκε: Τη μουσική, την αποθέωση, το χειροκρότημα, την απόφασή της μετά να σταματήσει απ’ το τραγούδι γιατί αντιλαμβανόταν πως δεν είχε τη φωνή την παλιά – η γυναίκα που κατάφερε να γίνει η ίδια η Ελλάδα και που, όσο κι αν λέει πως δεν είναι πια (ως επαγγελματική ιδιότητα), παραμένει η σπουδαιότερη ερμηνεύτρια· είναι «ταυτότητα τιμής» το να είσαι η Χαρούλα Αλεξίου.
Το «μαγικό» μ’ αυτή τη γυναίκα-θρύλο του τραγουδιού είναι πως όσο κι αν εμείς -οι δημοσιογράφοι- την θεωρούμε κάτι σαν τοτέμ, εκείνη επιμένει στην κανονικότητα από την οποία την έπλασε η φύση, το χωριό της και η μάνα της, η Ιφιγένεια. Γι’ αυτό και ξαφνιάζεται με ερωτήσεις όπως «πάτε στο σούπερμαρκετ;» (λόγω της αναγνωρισιμότητάς της, προφανώς, και της μη ησυχίας στα καθημερινά), γελάει και ανταπαντάει «πάτε καλά;». Έτσι ήταν πάντα, όμως – «φυσική» μέσα στην αποθέωσή της· παράξενη ισορροπία, αλλά εφικτή. Αλλά όταν θέλει να υψώσει «τοίχο», υψώνει· το αισθάνεσαι: Βάζει αδιόρατα όρια, που δεν σ’ αφήνει να ξεπεράσεις και σου τραβάει τη γραμμή του «ως εδώ» – και παύει να είναι η «Χαρούλα» των λαϊκών μονόπρακτων αριστουργηματικών ερμηνειών, αλλά γίνεται «η κυρία Αλεξίου»· σε αυτό το μπάλανς, μεταξύ ενικού και πληθυντικού, μεταξύ οικειότητας και ξαφνικής αποστασιοποίησης, κινήθηκε και η συγκεκριμένη τηλεοπτική συνέντευξη.
Εκ πείρας – όχι μόνο προσωπικής: Είναι πώς θα την πετύχεις τη μέρα που έχεις συνέντευξη μαζί της, αν σε γνωρίζει ήδη, αν έχεις καλές συστάσεις από ανθρώπους που απολύτως εμπιστεύεται· πολλά παίζουν ρόλο σε μία κατ’ ιδίαν συνέντευξη μαζί της – αλλά τι μεγάλη τιμή για έναν δημοσιογράφο να μιλάει με τη Χαρούλα Αλεξίου! Μέρες παράξενες που είναι, λέω να ανατρέξουμε σε πράγματα δικά της, που είπαμε σε δύο συναντήσεις μας για τον «Φιλελεύθερο», στην «Εστία», με θέα στη βασιλέως Κωνσταντίνου, με την μεσολάβηση του Μάνου της. Την περίοδο που ήταν (είναι!) η ερμηνεύτρια του πιο ελληνικού μας κυττάρου.
«Όλες του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σας, κυρία Αλεξίου;». «Λέτε; Μακάρι!». «Όταν θέλετε να απομακρυνθείτε από τον πολύ κόσμο τι κάνετε; Πού πάτε;». «Μένω στο σπίτι μου. Το σπίτι είναι η καλύτερη φωλιά του κάθε ανθρώπου. Όταν ένας καλλιτέχνης δεν θέλει να επικοινωνήσει, μπορεί να τα καταφέρει μια χαρά μένοντας απλά στο σπίτι του». «Ο κόσμος όταν σας βλέπει στη σκηνή έχει την αίσθηση ότι είστε μια βαθιά εσωστρεφής και μοναχική γυναίκα. Αυτό είστε, τελικά;». «Νομίζω είμαι και μοναχική και εσωστρεφής. Όχι πολύ μοναχική, αλλά είμαι. Επειδή η δουλειά μας έχει να κάνει με την προβολή και την έκθεση -ανεβαίνεις σε μία σκηνή και έχεις χιλιάδες κόσμου από κάτω, με αποτέλεσμα να εκτίθεσαι συνεχώς- ζητάς κάποια στιγμή να αποτραβηχτείς, να ησυχάσεις μέσα σου, να κοιτάξεις την ψυχή σου και να γιατρέψεις αυτή τη φθορά που εν τω μεταξύ έχει συμβεί με την πολύ μεγάλη έκθεση. Ζητάς να ξαναβγείς όταν πλέον θα έχεις την όρεξη και τη διάθεση, ώστε να επικοινωνήσεις και πάλι με τον κόσμο».
«Υπάρχει ένας στίχος που τραγουδάτε που λέει “Μια κόντρα είχα για τη μοναξιά, για φίλη την είχα πριν χρόνια αγκαλιά”. Μπορεί να γίνει φίλη μας η μοναξιά, κυρία Αλεξίου;». «Εγώ δεν θέλω να την κάνω φίλη μου την μοναξιά. Δεν μ’ αρέσει! Η μοναξιά είναι αρρώστια. Βεβαίως τη νιώθουμε πολλές φορές, αλλά παλεύουμε στη ζωή μας να τη διώξουμε, να μη τη κάνουμε φίλη μας. Περνάμε, ξέρετε, μοναξιές σε διάφορες φάσεις της ζωής μας -γιατί είμαστε άνθρωποι, γιατί είμαστε ευάλωτοι-, αλλά αυτή δεν πρέπει ποτέ να γίνεται φίλη μας. Μοναξιά, βέβαια, μπορείς να ζήσεις ακόμα και όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε πολύ κόσμο».
Προσεκτικά βάζει τα χέρια της ανάμεσα στα χαρτιά που έχει μπροστά της, επάνω σε ένα φορμάικα ορθογώνιο τραπέζι. «Βήμα βήμα ξέρω πως θα γυρίσεις / σαν το κύμα να με νανουρίσεις / μα τα βράδια, όλα στο ίδιο χρώμα / γκρίζα πάντα, και δεν ήρθες ακόμα». Για περίπου μισό λεπτό δεν μιλάμε. Κάτι θέλει να πει – δεν το λέει. Αγγίζει με τα δάχτυλά της το ποτήρι με το νερό.
«Τι λέγαμε; Α, ναι. Πάντοτε, λοιπόν, θα μας λείπει και θα αναζητάμε την αδελφή ψυχή με την οποία θα μοιραστούμε τη ζωή μας για να επικοινωνήσουμε, γι’ αυτό και είναι πολύ σοβαρό να διαλέγει κανείς προσεκτικά τους φίλους του, να διαλέγει τις παρέες του». «Αισθάνεστε ευτυχισμένη, κυρία Αλεξίου;». «Βεβαίως…». «Δώστε μου μια ευτυχισμένη στιγμή που ζήσατε χθες…». «Καμαρώνω τον γιο μου. Έχω ένα γιο που με προσέχει, με αγαπάει, με φροντίζει… Τον καμαρώνω γιατί είναι πολύ δημιουργικός, είναι πολύ γλυκό παιδί και ξέρει τι θέλει. Τώρα βλέπω τον τρόπο που τον μεγάλωσα – παρόλο που δεν ήμουνα πάντοτε κοντά του, λόγω της δουλειάς μου. Έλειπα, ξέρετε, αρκετό καιρό και έχω κι εγώ τις ενοχές της μάνας που δουλεύει, που δεν είναι κοντά στο παιδί της. Βλέποντας, όμως, την γλυκύτητά του και αυτό τον αγαπημένο τρόπο που έχει να επικοινωνεί με τους ανθρώπους, τον καμαρώνω!». «Ξέρετε, δεν ξέρω πώς να γράψω το όνομα σας στον τίτλο. Το σωστό λέει “Χάρις”, αλλά εμένα πιο πολύ μ’ αρέσει το “Χαρούλα”. Τι να βάλω;». «Γράψτε “Χαρούλα” – δεν με πειράζει καθόλου».
Γελάει. Πίνει λίγο απ’ τον καφέ της. Ακουμπάει απαλά τα μαλλιά της. Της λέω για τη «Διαθήκη». Δεν απαντά. Για τα δέντρα που βλέπουμε θέα απέναντι. Πως καλοκαίριασε. Προτιμά να πούμε γι’ αυτά τα απλά – που ‘ναι σαν βόλτα με φίλους. Της ψιθυρίζει κάτι ο γιος της στο αφτί. Με κοιτάει ξανά. Φωνή-λυγμός, η φωνή της Ελλάδας.
«…Ξέρω ότι για λόγους γραμματικής μάς βολεύει πολύ περισσότερο το “Χαρούλα”, αλλά είμαι ο ίδιος άνθρωπος και στα δύο ονόματα. Διαλέξτε εσείς πώς θα το γράψετε». «Ο Μάνος πώς σας φωνάζει;». «Μαμά!».
Ελεύθερα, 23.4.2023