Ήταν ο άνθρωπος του, η γυναίκα του, η καλύτερη του φίλη. Η ζωή του όλη στα 24 χρόνια που έζησαν μαζί. Η σύζυγος του μεγαλύτερου έλληνα λαϊκού τραγουδιστή δεν φαντάστηκε ποτέ πώς θα υπήρχε χωρίς την παρουσία το Στέλιου δίπλα της.
Μου χαρίζει κάποιους δίσκους του Καζαντζίδη, φωτογραφίες του, μια κασετίνα µε ένα ντοκιµαντέρ που είχε ετοιµαστεί για εκείνον – κι όλα αυτά επειδή «είσαι από την Κύπρο, που τόσο πολύ λάτρευε ο Στέλιος µου». Της λέω αυτό που παραδέχτηκε κάποτε σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και συγκινείται: «Ο Καζαντζίδης είναι η Ακρόπολις!». Θα καθίσει απέναντί µου στο «Κέντρο Πολιτισµού Ελληνικός Κόσµος», εκεί όπου παίζεται η µεγαλύτερη εµπορικά θεατρική επιτυχία της χρονιάς στην Αθήνα, η παράσταση «η ζωή του όλη», βασισµένη στη ζωή της σηµαντικότερης ανδρικής φωνής που πέρασε ποτέ από την ελληνική δισκογραφία.
«Ο Στέλιος αγαπούσε τους Κύπριους. Πάρα πολύ!», ξεκινά να µου λέει εκείνη. «Θεωρούσε ότι είναι ένας βασανισµένος λαός. Είχε µία ιδιαίτερη αγάπη για την Κύπρο, αν και δεν την είχε επισκεφθεί ποτέ. Το τι κόσµος ερχόταν από την Κύπρο στον Άγιο Κωνσταντίνο για να τον δει… Έβαζαν πουλµανάκια κι ερχόντουσαν. Ακόµη και τώρα έρχονται εκεί άνθρωποι, θέλουν να δουν το σπίτι όπου έζησε ο Στέλιος. Και, φεύγοντας, σκύβουν και παίρνουν βότσαλα, χώµα -λένε “εδώ περπάτησε ο Στέλιος”-, µέχρι και λουλούδια βγάζουν, εκεί όπου είναι το αγιόκληµα. Με παίρνουν τηλέφωνο και µου λένε “το λουλούδι θέριεψε, ο Στέλιος, φαίνεται, του έδωσε την ευλογία του”… Ο Στέλιος υπάρχει! Σκεφτείτε πως µετά το θάνατό του δηµιουργήθηκαν 24 “σύλλογοι φίλων Στέλιου Καζαντζίδη” σε Ελλάδα, Κύπρο, σε όλο τον κόσµο. Ο κόσµος αισθάνεται την απουσία του Στέλιου κι αυτό δεν µεταφέρεται µε λόγια, µόνο εγώ µπορώ να το πω που το ζω…».
Εσείς το καταλαβαίνατε πως συμβιώνατε με ένα μύθο; Στην αρχή κάπως έτσι ξεκίνησε, αλλά μετά έγινε καθημερινότητα. Τον γνώρισα το ’78 στη Θεσσαλονίκη. Τον πρώτο καιρό υπήρχε ο ενθουσιασμός που τον γνώρισα γιατί, μην ξεχνάτε, όλη η Ελλάδα άκουγε τον Στέλιο, πόσο μάλλον εγώ που μεγάλωσα σε μια φτωχογειτονιά, από τις πιο λαϊκές. Τότε μόνο ένας είχε ραδιόφωνο στο σπίτι του, το έβαζε στο μπαλκόνι κι ακούγαμε Καζαντζίδη. Πώς τα φέρνει όμως η τύχη, να βρεθεί στο δρόμο μου αυτός ο άνθρωπος και να γίνουμε και ζευγάρι…
Πώς συνέβη; Τότε βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, μόλις είχα χωρίσει, κι ένας φίλος του Στέλιου ήταν κοινός μας γνωστός, φίλος με μία δική μου φίλη. Άκουγα συνέχεια να λένε: «Το βράδυ θα βγούμε, έρχεται ο Στέλιος». Δεν πήγαινε το μυαλό μου ότι ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. «Αμάν πια, μ’ έχετε φάει», τους έλεγα, «ποιος είναι αυτός ο Στέλιος;». Τότε μόλις είχε έρθει από τη Γερμανία και θα περνούσε κι από τη Θεσσαλονίκη. Τον γνώρισα και δεν ξαναχωρίσαμε. Μου έκανε, βέβαια, επί τέσσερα χρόνια τεστ, δεν ήταν απλά τα πράγματα…
Τι είδους τεστ; (γελάει) Α, τα πάντα. Το πρώτο ήταν το ψάρεμα. Αν ζαλίζομαι καταρχήν στη θάλασσα. Δεν ζαλιζόμουν. Έπειτα άρχισε να μου μαθαίνει το ψάρεμα, τι είναι το δόλωμα, πώς να ψαρεύω. Μετά μου έμαθε να βουτάω, να βγάζω τα δολώματα, να ρίχνω τα παραγάδια και μετά να τα σηκώνω. Πολύ δύσκολο το παραγάδι. Κι όμως, το έμαθα. Είδες η αγάπη τι κάνει; Μου έλεγε: «Θα τελειώσεις πρώτα την Καζαντζίδειο σχολή και μετά θα δούμε τι θα γίνει με το γάμο». Το επόμενο τεστ ήταν αν θα μπορούσα να ζήσω ένα ολόκληρο καλοκαίρι στον Άγιο Κωνσταντίνο, μέσα στην ερημιά. Τρία σπίτια ήταν τότε εκεί, ψυχή καμιά. Το άντεξα. Του έλεγα: «Για μένα είσαι εσύ, όπου κι αν είσαι, και σε μία σπηλιά, εκεί θα είμαι, μαζί σου, μην σε ανησυχεί και μην σε στεναχωρεί». Εκεί ήμασταν ουρανός, θάλασσα και γη, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Περνούσαμε πολύ ωραία χρόνια… Αλλά η φυγή του Στέλιου μας τα χάλασε. Μου λείπει και θα μου λείπει για πάντα. Δεν ξεχνιέται ποτέ! Ο χρόνος απλώς απαλύνει τον πόνο, τίποτα περισσότερο. Κι εγώ θέλω να τον σκέφτομαι όπως τον γνώρισα. Θέλω να ξεχάσω αυτά που πέρασε τους τελευταίους μήνες, με την αρρώστια του. Τον σκέφτομαι έτσι: Λεβέντη, ανατολίτη, χαρούμενο, παρά τις δυσκολίες της ζωής. Αλλά, με όλα τα καλά και τα άσχημα που ήρθαν στη ζωή μας, εμείς δεμένοι ο ένας με τον άλλον τα ξεπεράσαμε. Ήταν καλά και άσχημα χρόνια αυτά που ζήσαμε μαζί. Αλλά εγώ από τον Στέλιο θυμάμαι τα καλά! Γιατί από τον Στέλιο δεν έχω να θυμάμαι κάτι άσχημο…
Τα κακά ποια ήταν, από το ’82 που παντρευτήκατε; Ποτέ μέσα από την οικογένειά μας δεν υπήρχε πρόβλημα. Ήταν τα έξω, τα οποία δεν θέλω καν να τα αναφέρω. Ούτε να τα σκέφτομαι θέλω. Ο στόχος τώρα είναι να κάνουμε πράγματα για τον Στέλιο. Η επιθυμία του ίδιου ήταν να γίνει η ζωή του ταινία. Τώρα ξεκινήσαμε από ένα θεατρικό, το οποίο έχει πολύ μεγάλη επιτυχία – η Μίμη Ντενίση έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Ο Παναγιώτης ο Υφαντής και ο Νίκος ο Τζανιδάκης -το δεξί χέρι του Στέλιου- έκαναν επίσης υποδειγματική δουλειά, όπως και όλοι οι ηθοποιοί που παίζουν σ’ αυτή την παράσταση. Θέλω να τους ευχαριστήσω όλους τους συντελεστές από καρδιάς. Θέλω να κάνω όλα όσα είχε επιθυμία του κι ο Στέλιος.
Είχε πραγματικούς φίλους ο Στέλιος; Μετρημένους στα δάχτυλα.
Πώς τους τσέκαρε; Είχε το ένστικτο να ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε πολύ μεγάλο βαθμό. Κι έλεγε «μου κάνει» ή «δεν μου κάνει» απ’ την αρχή. Κράτησε μετρημένους στα πέντε δάχτυλα ανθρώπους δίπλα του.
Στενοχωριόταν όταν άνθρωποι που τους είχε εμπιστευτεί, στην πορεία των απογοήτευαν; Στενοχωριόταν σε τέτοιο βαθμό που αρρώσταινε, που δεν έτρωγε, που δεν κοιμόταν… Και τότε μου έλεγε: «Φεύγουμε αύριο το πρωί ένα ταξίδι, να είμαστε εκτός Ελλάδος». Και μ’ έπαιρνε και φεύγαμε. Ήταν τόσος πολύς ο κόσμος εδώ ο οποίος τον λάτρευε, που δεν είχε καμιά προσωπική του στιγμή. Όπου και να πηγαίναμε, ο κόσμος τον σταματούσε, τον αγκάλιαζε, τον φιλούσε, έπεφταν στην αγκαλιά του κι έκλαιγαν. Αλλά και στο εξωτερικό πού νομίζεις ότι πηγαίναμε; Σε ό,τι μαγαζί υπήρχε που είχε σχέση με το ψάρεμα (γελά). Έχω στο σπίτι τόσες πετονιές, να δώσω στη μισή Ελλάδα…
Ο Στέλιος Καζαντζίδης με τον Άκη Πάνου.
Γιατί αγαπούσε τόσο πολύ τη θάλασσα; Η θάλασσα τού έδινε χαρές, τη γαλήνη που χρειαζόταν. Όταν έφυγε ο Στέλιος έπαιρνα τη βάρκα και πήγαινα για ψάρεμα. Και τότε κατάλαβα κι εγώ πόσο πολύ σε γαληνεύει το νερό. Ακόμη και τον Στέλιο δεν τον σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή. Είναι η αγωνία: «Θα φάει το ψάρι; Είμαστε στον καλό τόπο;».
Πότε συνειδητοποίησε το μεγάλο του ταλέντο; Πολύ νωρίς. Όταν τελειώνεις το στρατιωτικό και από την πρώτη μέρα σε βάζουν στο καλύτερο μαγαζί, αυτό κάτι λέει. Από τότε καταξιώθηκε. Ήταν, όμως, ταπεινός. Ποτέ, μα ποτέ, δεν είπε «κοίτα ποιος είμαι εγώ!». Ήταν πάντα κοντά στον απλό κόσμο, τους άκουγε, ήταν δίπλα τους στα προβλήματά τους, συνέπασχε.
Πώς εξηγούσε ο ίδιος τα ταλέντο της φωνής του; «Θείο χάρισμα» το έλεγε. Εκτός από κάποιες τεχνικές που του τις μάθανε οι δάσκαλοί του, όπως ήταν ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας.
Πώς απομονωνόταν; Στο κτήμα του, στη θάλασσα. Δεν του πήγαινε η Αθήνα. Πάντα ήθελε να ζήσει σε μια επαρχία. Το κτήμα του ήταν το βασίλειό του!
Του έλειπαν τα νυχτερινά μαγαζιά, από τα οποία είχε ήδη φύγει πολύ νωρίς; Καθόλου! Τη νύχτα δεν την αγάπησε ποτέ! Η νύχτα ήταν πάρα πολύ σκληρή τότε. Τραβούσαν πιστόλια και μαχαίρια για το οτιδήποτε, δεν ήταν όπως σήμερα. Όπου δούλευε τότε ο Στέλιος, τα άλλα μαγαζιά τα είχε εξαφανίσει, δεν είχαν δουλειά, οπότε υπήρχαν απειλές, εκβιασμοί, ήταν άγρια τα πράγματα… Ήθελε όμως να υπάρχει δισκογραφικά. Για τον κόσμο. Η νύχτα του έδωσε τη δόξα, αλλά και πίκρες. Ο Στέλιος δεν ήταν ο άνθρωπος για τα φώτα και το χειροκρότημα. Ήταν πολύ σεμνός. Όταν κάποιος τον πλησίαζε και του έλεγε «πόσο ωραία φωνή έχετε!», ο Στέλιος χαμήλωνε τα μάτια, έσκυβε το κεφάλι…
Ο Στέλιος Καζαντζίδης με τον Άκη Πάνου.
Δεν είπε ποτέ «εγώ είμαι ο Καζαντζίδης!»; Ποτέ! Έλεγε: «Όλοι κάνουμε ένα επάγγελμα κι εμένα το επάγγελμά μου έτυχε να είναι αυτό».
Πώς ήταν ως άνθρωπος; Αισιόδοξος; Απαισιόδοξος; Κυκλοθυμικός; Ήταν απαισιόδοξος. Όχι γιατί ήταν από τη φύση του απαισιόδοξος, αλλά γιατί έβλεπε πολλά χρόνια μπροστά. «Έρχονται χρόνια δύσκολα», τραγούδησε. Λέγαμε τότε: «Γιατί τόση απαισιοδοξία, βρε παιδί μου;». Και να που είχε δίκιο! Έβλεπε τι γινόταν… Μου έλεγε: «Μη χαιρόσαστε! Τα αυτοκίνητα που βλέπετε είναι από τράπεζες αγορασμένα, τα σπίτια που αγοράζει ο κόσμος είναι με δάνεια, κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να τα δώσουν πίσω. Η Ελλάδα μας ζει με δανεικά χρήματα. Και η χαρά θα γίνει λύπη, και ο κόσμος θα δυστυχήσει και θα πεινάσει». Πηγαίνω στο μνήμα του, του βάζω τα λουλουδάκια του και του λέω: «Συγχώρεσέ με, που σε αμφισβήτησα κι εγώ. Ό,τι μας έλεγες το ζούμε». «Θα ξαναζήσουμε τα κατοχικά τα χρόνια», μου είχε πει. Έβλεπε τα παιδιά που δεν πολυτρώγανε και μου έλεγε: «Μάθε στα παιδιά να τρώνε τα πάντα. Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει». Γιατί αυτός μέχρι τσουκνίδες έφαγε στην κατοχή.
Μπιθικώτσης, Τσιτάνης, Καζαντζίδης.
Πόσα παιδιά έχετε; Έχω μία κόρη από τον προηγούμενό μου γάμο, η οποία μας έκανε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Αυτά τα παιδιά τα είχε από ημερών ο Στέλιος στα χέρια του. Ερχόταν η κόρη μου το καλοκαίρι, στον Άγιο Κωνσταντίνο, και της έλεγε: «Σοφία, πάρε τον άντρα σου και φύγε, είμαστε εμείς εδώ για τα παιδιά, πηγαίνετε να ξεκουραστείτε». Τα τάισε, τα έπαιξε, τα έκανε μπάνιο, τα έβαζε στη βάρκα… Ήταν δικά του εγγόνια! Και πάντα έλεγε στη Σοφία, την κόρη μου: «Σ’ ευχαριστώ, γιατί τη λέξη “παππού” δεν θα την άκουγα ποτέ και μού έδωσες αυτή τη χαρά και την ευτυχία!».
Τον στενοχωρούσε που, λόγω εκείνου του ατυχήματος που είχε στο στρατό, δεν μπορούσε να κάνει δικά του παιδιά; Αυτό ήτανε μέσα του ένα κάρβουνο αναμμένο που δεν έσβησε ποτέ. Γιατί θα γινότανε πολύ καλός γονιός!
Ήταν τόσο πολύ δεμένος με τη μητέρα του, όσο διαβάζουμε; Τον επηρέαζε στις αποφάσεις του; Όπου είχε δίκιο την άκουγε, όπου δεν είχε ακολουθούσε τις δικές του απόψεις. Σκέψου όμως, να έχεις ορφανέψει από τα 14 σου χρόνια, να έχεις κι έναν αδελφό οκτώ μηνών κι η μαμά σου να ήταν υποχρεωμένη να ζήσει αυτά τα παιδιά… Αρχίζει, λοιπόν, να ξενοδουλεύει εκείνη και βάζει και τον Στέλιο σε μια δουλειά. Ο Στέλιος πήρε τα ηνία στα χέρια του. Κι έγινε και πατέρας και σύζυγος και αδελφός – τα πάντα. Δούλεψε λούστρος με το κασελάκι, πουλούσε πασατέμπο στον κινηματογράφο, δούλεψε σε υφαντουργεία, έκανε δουλειές του ποδαριού, ό,τι μπορείς να φανταστείς το έχει κάνει για να μπαίνει ένα μεροκάματο στο σπίτι. Επομένως, η γυναίκα ακούμπησε επάνω στον Στέλιο. Έγιναν μία αλυσίδα που δεν την έσπαγε κανείς. Όμως εκείνος ήξερε να βάζει τα πράγματα στη θέση τους, κατάφερνε να ξεχωρίζει τα πράγματα.
Ήταν μοναχικός άνθρωπος; Ήθελε ηρεμία. Όχι απομόνωση. Έπιανε την κιθάρα με τους φίλους του και καθόταν μέχρι το πρωί στον Άγιο Κωνσταντίνο. Του έλεγα: «Δέκα συναυλίες έβγαλες απόψε. Πάμε να κάνουμε μια συναυλία…». «Δεν σου φτάνει κυρά μου, που τραγουδάω εδώ μόνο για μας;», μου έλεγε.
Ήταν και ευσυγκίνητος; Έκλαιγε με το παραμικρό. Είχε έρθει κάποια στιγμή για να τον δει ένα αγόρι που είχε μίας μορφής αναπηρία και με το που είδε τον Στέλιο γονάτισε. Ο Στέλιος τον σήκωσε και του είπε: «Αγόρι μου, μόνο στην Παναγιά θα σκύψεις. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι». Και τον έπιασαν τα κλάματα. Ή κάποτε που είχε έρθει κάποιος κύριος και του είπε: «40 χρόνια στη λάντζα, δείτε τα χέρια μου. Τίποτα δεν μου επέτρεψαν. Το μόνο που απαίτησα και ζήτησα ήταν να έχω ένα μαγνητοφωνάκι και να βάζω, Στέλιο μου, τις κασέτες σου. Εσύ μου κράτησες 40 χρόνια συντροφιά…»… Άκουγε ένα τραγούδι που τον άγγιζε και τον έπιαναν τα κλάματα. Άκουγε ανατολίτικη μουσική, κάτι αραβικά, τούρκικα, ποντιακά βεβαίως, κι έκλαιγε…
Η σχέση του με τα χρήματα ποια ήταν; Καμία σχέση. Ήθελε να έχει το σημερινό. Αν το τραπέζι του είχε την ντομάτα, την ελιά και το ψαράκι που θα έβγαζε, όλα ήταν μια χαρά για εκείνον.
Θα μπορούσε να ήταν εκατομμυριούχος, βέβαια… Του έδιναν, θυμάμαι, τον καιρό εκείνο, ενάμισι εκατομμύριο δολάρια για να πάει στην Αμερική, να τραγουδήσει σε ρεβεγιόν, για δυο βραδιές κι εκείνος τ’ αρνιότανε. Έρχονταν οι άνθρωποι στο σπίτι και τους έλεγε: «Κλείστε τη βαλίτσα με τα λεφτά, να μην τα πάρει ο αέρας! Καθίστε να φάμε το ψαράκι που έβγαλα σήμερα, να μας το τηγανίσει η κυρία Βάσω, να περάσουμε όμορφα και να πάτε στην ώρα την καλή». Ήθελε να έχει αυτά που χρειαζόταν. Είχε το κτήμα του, τη βάρκα του, το αυτοκίνητό του κι ήταν τρισευτυχισμένος.
Σας αποκαλούσε «κυρία Βάσω»; «Κυρά-Βάσω», μ’ έλεγε! Ο Στέλιος δεν ήταν ο άντρας εκείνος που θα σου έλεγε «πόσο σ’ αγαπώ» και «πόσο σε λατρεύω». Τέτοια δεν είχε ο Στέλιος. Με τα έργα του έδειχνε την αγάπη του και το σεβασμό του απέναντί μου. Αισθανόμουν την αγάπη του! Και δεν μου στέρησε ποτέ τίποτα!
Πώς σας αντιμετώπιζε ως γυναίκα; Ισότιμα; Ο Στέλιος δεν μείωνε κανέναν. Πόσο μάλλον τη σύντροφό του. Δεν ήταν ποτέ «εγώ». Ήταν πάντοτε «εμείς».
Ποια ήταν τα ελαττώματά του; Ανθρώπινα. Θύμωνε, ας πούμε, με το παραμικρό (χαμογελά). Αλλά την ίδια ώρα που νευρίαζε, την επόμενη το είχε κιόλας ξεχάσει.
Θυμάστε τις τελευταίες του στιγμές; Πώς! Μου έσφιγγε τα χέρια, μου έλεγε «πόσα σου χρωστώ κι αν σε αδίκησα στη ζωή συγχώρεσέ με». Θυμάμαι που μου είπε «αν ζυγίσουμε τις πίκρες που σου έχω δώσει και εκείνες που μου έδωσες εσύ, η ζυγαριά θα γείρει το τραπέζι τούμπα». Τον φίλησα και του είπα: «Δεν μ’ έχεις αδικήσει, η ζωή όμως έχει και τα πάνω και τα κάτω». Μετά έπεσε σε κώμα και δεν είχαμε ξανά επικοινωνία… (κλαίει).
Όταν έμαθε για την αρρώστια του, πώς το αντιμετώπισε; Λεβέντικα! Δεν μας το είπε ποτέ, δεν μας το έδειξε ποτέ κι εμείς παίζαμε κρυφτούλι. Με κοίταζε στα μάτια και μου έλεγε: «Όσο σε βλέπω να χαμογελάς και δεν κοιτάζω τα μάτια σου δακρυσμένα, πιστεύω ότι είμαι καλά». Ξαφνικά έβλεπε να καταρρέει, να μην μπορεί να πατήσει το πόδι του, το χέρι του, να έχει απώλεια μνήμης… Δεν ήθελε να πιστέψει ότι θα έφευγε! (κλαίει ξανά). Ήμασταν στη Γερμανία, θυμάμαι να τον έχω πάρει με το καροτσάκι από το νοσοκομείο και να τον έχω βγάλει στον κήπο. Ήταν Μάιος, είχαν ανθίσει τα πάντα. Κι όπως τον είχα στο καρότσι, μου λέει: «Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα; Έναν καφέ!». Ήρθε εκεί μία γυναίκα, από την ομάδα του γιατρού που φρόντιζε τον Στέλιο, και λέει «θα πάω να φτιάξω εγώ τον καφέ του κυρίου Στέλιου». «Όχι», της είπε ο Στέλιος, «θέλω καφέ από τα χεράκια της κυρά Βάσως. Γιατί η κυρά Βάσω τον φέρνει από τη μία πλευρά και φτιάχνει ωραίο καφέ, με καϊμάκι». Εκείνος μου είχε μάθει να φτιάχνω σωστό καφέ. Μου έλεγε: «Ανακάτεμα συνέχεια κι απ’ τη μία πλευρά, αν τον πηγαίνεις κι απ’ την άλλη κόβει ο καφές». Του έφτιαξα τον καφέ, του τον πήγα και μου είπε: «κοίταξε αυτό το λουλούδι απέναντι: Το πρωί, με τον ήλιο, άνθισε και κοίταξέ το τώρα, κλείνει. Όσο πάει μικραίνει. Έκανε τον κύκλο του. Έτσι είναι και οι ζωές μας».
Αισθανόταν ότι είχε αγαπηθεί όσο θα ήθελε; Πήρε πολλή αγάπη! Πάρα πολλή αγάπη. Τόση όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Αυτά τα 24 χρόνια που έζησα δίπλα του, ήταν ένα πανεπιστήμιο που δεν το τέλειωσα ποτέ. Κάθε μέρα θα μου μάθαινε καινούρια πράγματα.
Σας μιλούσε για γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του; Για τη Μαρινέλλα; Για την Καίτη Γκρέυ; Δεν μιλούσε ποτέ για τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του. Δεν ήθελε να εκθέσει. Η Μαρινέλλα όμως, μια και το αναφέρετε, υπήρξε γυναίκα του, με την Καίτη Γκρέυ επίσης έζησαν πολλά χρόνια μαζί, αλλά για όλα τα άλλα που πέρασαν από τη ζωή του ουδέποτε σχολίαζε. Θεωρούσε ότι με τη Μαρινέλλα ήταν ένα ζευγάρι που έζησαν δέκα χρόνια μαζί, γάμο και συγκατοίκηση πριν, αλλά μετά χώρισαν. Με τη Γκρέυ εξίσου. Μου έλεγε ότι ήταν μια καλή νοικοκυρά, μια καλή γυναίκα – χαρακτήριζε και τις δύο «κυρίες», ήταν επιλογή του και δεν χώραγε κριτική σ’ αυτό από κανέναν.
Ποιο ήταν το αγαπημένο του τραγούδι; Το «Η ζωή μου όλη». Έλεγε: «Ο Άκης Πάνου το έγραψε κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου». Αλλά ποτέ δεν είπε: «Τα άλλα μου τα τραγούδια δεν μ’ αρέσουν». Έλεγε: «Είναι παιδιά μου όλα!».
Το τραγούδι αυτό λέει και «η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη»… Ναι. Μα, ο Στέλιος ήταν ένας βαθιά υπεύθυνος άνθρωπος! Ένιωθε ευθύνη ακόμα και γι’ αυτό που θα έλεγε. Καθετί έπρεπε να ήταν σωστό και μετρημένο. Μάθαινες μαζί του να ακούς το συνομιλητή σου, γιατί πίστευε πως ήταν μία ευθύνη ακόμη και το πώς θα απαντήσεις.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης με τον Γιάννη Πάριο και τη Χασούλα Αλεξίου.
Τι ήταν για εκείνον το «σωστό»; Ο σεβασμός.
Το γεγονός ότι αισθάνθηκε κάποιες φορές προδομένος από δικούς του ανθρώπους, τον έκανε μετέπειτα καχύποπτο με άλλους; Όχι. Είχε πάντα εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Κι ήταν, επίσης, από τους άντρες που δεν έβαζε υπογραφή γιατί σου έδινε το χέρι του και σου έλεγε «τελειώσαμε». Η χειραψία του ήταν το συμβόλαιό του. Είχε μπέσα, πίστευε ότι όλοι ήταν το ίδιο και εκεί εξαπατήθηκε.
Απ’ τα τραγούδια του ποιο ξεχωρίζετε εσείς; Όλα τ’ ακούω στο σπίτι.
Ένα; Μ’ αρέσει πολύ το «Σαββατόβραδο». Γιατί περικλείει το φάσμα των παιδικών μου χρόνων: Τα πλυσταριά, τις φτωχογειτονιές…
Τον επηρεάζατε στο ποια τραγούδια θα πει και ποια όχι; Θα αστειεύεστε! Ποτέ. Κανένας! Μια φορά του είχαν φέρει μια κασέτα με τραγούδια κι όπως ακούει ένα τραγούδι πιάνει την κασέτα και την πετάει στη θάλασσα! Έλεγε το τραγούδι: «Ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα». Κι είπε: «Εγώ δεν μπορώ να πω “φτάνουν τα προβλήματα”». Το είπε ο Στράτος Διονυσίου μετά, του οποίου εκτιμούσε πολύ τη φωνή. Όπως και της Χαρούλας της Αλεξίου, από τις νεότερες τραγουδίστριες. Έκανε τις δικές του επιλογές ο Στέλιος, δεν επηρεαζόταν από κανέναν στο τι τραγούδια θα πει.
Απέρριπτε πολλά τραγούδια, μέχρι να καταλήξει σ’ εκείνα που θα έλεγε; Πάρα πολλά! Του έστελναν δέκα κασέτες κι απ’ αυτές άντε να ξεχώριζε πέντε έξι τραγούδια.
Ποιο ήταν το κριτήριό του; Ήθελε να μιλά στον κόσμο για τα προβλήματά του. Είτε ήταν η φτώχεια του, είτε η αρρώστια του, είτε το αίσθημά του, είτε η ξενιτιά του. Έφυγε, όμως, ευχαριστημένος γιατί είπε μεγάλα τραγούδια και τραγούδησε τους μεγαλύτερους συνθέτες της Ελλάδας.
Εσείς γιατί δεν ξαναπαντρευτήκατε από το 2001 που έφυγε από τη ζωή ο Στέλιος; Άκουσε, αγόρι μου. Εμείς, που κρατάμε λίγο από παλιά, το θεωρούμε τιμή να είσαι η γυναίκα ενός σπουδαίου άντρα. Κι όταν λέμε «κλείνει η ζωή» εννοούμε πως «κλείνει η ζωή»! (κλαίει, σταματάμε για λίγα λεπτά). Θυμάμαι είχε πει ο γιατρός στη Γερμανία: «Κυρία Βάσω, δεν πρέπει να κοιμάστε στο ίδιο δωμάτιο με τον Στέλιο, θα μείνετε φαλακρή από τις θεραπείες». Πράγματι, μου έπεσαν όλα τα μαλλιά. Με τραβούσε να με φιλήσει, μου κράταγε το χέρι, θα του έλεγα «Στέλιο μου, δεν σε κρατάω επειδή έχεις κάνει χημειοθεραπεία»; Καταλάβατε;
Τόση ώρα που μιλάμε για εκείνον, εσείς πώς τον σκέφτεστε; Σαν να τον έχω μπροστά μου! Γλυκά και τρυφερά. Από τη ζωή μου λείπει. Και θα μου λείπει για πάντα. Τον αγαπάω και τον περιμένω λες και είναι σ’ ένα μακρινό ταξίδι κι όπου να ‘ναι θα γυρίσει…