Η συγγραφέας με τους φανατικούς αναγνώστες μόλις κυκλοφόρησε τη «Νυχτερινή ακρόαση» της και αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, πως έχει απόλυτη επίγνωση της αλήθειας αλλά και της ομορφιάς της ζωής.

Λίγους μήνες πριν δεν μπορούσε να δώσει αυτή τη συνέντευξη – θα μου το εξηγούσε λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας. Ήθελε, κυρίως, να αισθανόταν καλά στο μέσα της – άλλωστε, η Ευγενία Φακίνου είναι πολλά και διαφορετικά πράγματα μαζί, όλα στην ακρίβειά τους ειπωμένα και ετοιμασμένα, ο «οικείος» άνθρωπος εκείνος που οι αλήθειες της είναι μικρά αιωρούμενα, σαν χρυσάνθεμα στον κήπο του σπιτιού της, διαμάντια. Της θύμισα πως, και την προηγούμενη φορά που τη συνάντησα στο σπίτι της, στο Χαλάνδρι, γιόρταζε τη μέρα των γενεθλίων της – Ιούνιος του 2007 ήταν. Τη μέρα εκείνη του φετινού Απριλίου που τα είπαμε, έτυχε να είναι η επέτειος του γάμου της. «Μοιραία είναι τα πράγματα μεταξύ μας», είπαμε, και το βρήκαμε χαριτωμένο. Έπειτα γελάσαμε. Γιατί, και τις δύο φορές, είχε επίσης μόλις βγει -νικήτρια, ευτυχώς- έπειτα από μία σοβαρή περιπέτεια με την υγεία της. Στο φούρνο εκείνο το συννεφιασμένο απόγευμα είχε κοκκινιστό και στο ψυγείο της πανακότα που ετοίμασε απ’ το πρωί – το σπίτι είχε γιορτή. «Να ζήσετε!» της είπα, και χαμογέλασε. Είχε σημασία -πια- το συγκεκριμένο ρήμα.   

Τι σχέση μπορεί να έχει ένας νταλικέρης με έναν ερημίτη – δύο από τους ήρωες της «νυχτερινής ακρόασης»; Μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο. Ή μπορεί και οι δύο να είναι ακροατές της ίδιας νυχτερινής εκπομπής. Άλλωστε, αυτό ξεκίνησε από μία αγάπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους, εκείνους που είτε επειδή δουλεύουν και κάνουν νυχτερινές βάρδιες -όπως είναι οι νταλικέρηδες, οι ταξιτζήδες, οι ναυτικοί, οι νοσοκόμες, οι συνοριοφύλακες, οι αρτοποιοί- είτε επειδή, από ανάγκη, εκείνη την ώρα ακούνε ραδιόφωνο, μέσω του οποίου επικοινωνούν με συναδέλφους, γνωστούς, φίλους τους. Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικές εκπομπές και σε πραγματικά πρόσωπα – κάποια από αυτά, όπως οι νταλικέρηδες, κάνοντας και μία εργασία περιπετειώδη. Τα ονόματα τα έχω αλλάξει, βέβαια, για μυθιστορηματικούς λόγους.

Η περιπέτεια ήταν μέρος και της δικής σας ζωής; Δεν νομίζω. Πολύ νορμάλ πράγματα έζησα. Δεν έκανα κάτι σπάνιο και καταπληκτικό. Τελείωσα το σχολείο μου, ήμουνα ένα κλασικό σπασικλάκι που διάβαζε πάρα πολύ, πήγα στη Σχολή Δοξιάδη για να μάθω γραφικές τέχνες και, παράλληλα, είχα πάρει μέσω εξετάσεων και μία προσωρινή άδεια ξεναγού. Μετά δούλεψα στις εκδόσεις Τερζόπουλου – χρωμάτισα τα 500 πρώτα τεύχη «Μίκυ Μάους», από το 1966 μέχρι το 1970 περίπου.

Ποια ήταν η αγαπημένη σας ηρωίδα; Η γιαγιά Ντακ και το αγρόκτημά της. Άλλωστε, αυτό ήτανε και το παρατσούκλι μου στο γραφείο (χαμογελά). Μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί είχα απωθημένο ένα αγρόκτημα για να φτιάχνω ωραίες μηλόπιτες και κολοκυθόπιτες! Όπως έκανε η γιαγιά Ντακ που έφτιαχνε μυρωδάτες μηλόπιτες, τις άφηνε στο παράθυρο κι ερχόταν ο λιχούδης ο Πασχάλης και τις έτρωγε! Στη συλλογή διηγημάτων μου «Φιλοδοξίες Κήπου», υπάρχει και ένας μονόλογος της Ιφιγένειας ο οποίος ξεκινά με τη φράση: «Πάντα ονειρευόμουν να γεράσω». Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι από τότε είχα φτιάξει στο μυαλό μου την εικόνα ότι τα γηρατειά είναι η ηλικία που έχεις βγάλει τα πολλά βάσανα από το κεφάλι σου, που μπορείς να κάθεσαι σε μια γωνία, να πλέκεις ή να κοιτάς το ηλιοβασίλεμα ή να ασχολείσαι με τον βασιλικό στη γλάστρα. Έλα, όμως, που δεν έρχονται έτσι! 

Ε, δεν είστε και ηλικιωμένη– με την κλασική έννοια… Είμαι 73 χρόνων. Μια χαρά ηλικιωμένη είμαι! 

Τι δυσκολίες έχουν τα δικά σας γηρατειά; Είχαν τόσες δυσκολίες τα νιάτα μου που, τώρα πια, είμαι ασκημένη. Παιδευόμουν με την υγεία μου. Χωρίς να έχω κάτι το εξαιρετικά σοβαρό, όλη την ώρα κάτι τύχαινε κι έμπαινα κι έβγαινα στα νοσοκομεία. Πριν από ένα μήνα πέρασα πάλι ένα έμφραγμα. Έχω βαρεθεί την εικόνα τού να είμαι επάνω στο φορείο που περνά στο διάδρομο και να βλέπω τα πράγματα ανάσκελα. Τρεις φορές κόντεψα να πεθάνω: 16 χρονών με μια περιτονίτιδα, στα 62 μου με το ανεύρισμα, ενώ θα μπορούσε να είναι και το τωρινό – αν και υπάρχουν εμφράγματα διαφόρων τύπων και βαρύτητας. 

Μου τα λέτε σαν να έχετε εξοικειωθεί απολύτως με κάποια πράγματα… Ναι, καταλαβαίνω τι λέτε… Είχα, ξέρετε, πάντοτε θέμα με τον χρόνο. Πίστευα ότι είχα πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή μου. 

Σας κινητοποιούσε περισσότερο όμως αυτό, έτσι δεν είναι; Αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα δουλέψεις με τη λογική. Γιατί τη μια στιγμή λες «έτυχε, θα κάνω υπομονή, θα βάλω τα δυνατά μου για να το ξεπεράσω» και την άλλη είσαι μέσα στην κατάθλιψη. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα αυτά. Τώρα γελάμε, ίσως είναι η στιγμή τέτοια, αλλά πριν από 4 ώρες μπορεί να μην ήμουνα έτσι. Όμως η διάθεση όλων των ανθρώπων έχει σκαμπανεβάσματα μέσα στην ημέρα. Κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό.

Πριν από λίγο καιρό, όταν σας συνέβη το έμφραγμα, τι αλλάξατε σε σχέση με τη ζωή σας; Τους επαναπροσδιορισμούς τους είχα κάνει προηγουμένως – τότε που μου συνέβη το ανεύρισμα. Εκεί, ναι, ήταν πολύ ζόρικα τα πράγματα. Αλλά σκέφτηκα πως για να μου δοθεί αυτός ο χρόνος, ο επιπλέον, θα πρέπει κι εγώ κάτι να κάνω, θα πρέπει να βελτιωθώ ως άνθρωπος. Μπορεί για ένα χρονικό διάστημα να το έκανα. Τούτο εδώ όμως, το πρόσφατο, είναι σαν να το έχω πάρει λίγο αψήφιστα. Ενώ έχω τρομάξει αρκετά, είπα: «Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Τι να κάνουμε;». 

Πάντοτε στις κουβέντες μας πάντως βγάζετε μια ηρεμία, μια καλοσύνη…  Ακόμη κι όταν μιλάμε για τέτοια θέματα…  (χαμογελά) Νομίζω πως καλός άνθρωπος είμαι. Κανονικά πράγματα, δηλαδή. Στη γειτονιά, να φανταστείτε, δεν το υποψιάζονται καν ότι είμαι συγγραφέας! Καμιά φορά, αν με δουν στην τηλεόραση, το συνειδητοποιούν. Θα έλεγα πως είμαι οικείος άνθρωπος – αυτό θα μου ταίριαζε περισσότερο. Δεν παριστάνω τίποτα, δεν μεγαλοπιάστηκα ποτέ. Πιάνω την κουβέντα, με μεγάλη ευκολία, με τον μανάβη στη λαϊκή, έχω τους φίλους μου στο σούπερμαρκετ – αλλά αυτό δεν μπορώ να το κάνω συνέχεια. Αυτές είναι οι αναγκαίες διαφυγές από μία πάρα πολύ μοναχική ζωή, όπως είναι η ζωή του συγγραφέα.

Υπάρχει κάτι που να ισορροπεί αυτή τη μεγάλη -αν και αναγκαία- μοναξιά; Αν το επιθυμεί κανείς… Εγώ δεν ζορίζομαι. Ζω μαζί με τον σύζυγό μου, τον Μιχάλη Φακίνο, κι είναι σαν να έχουμε το κοσμικό μας μοναστήρι – ο καθένας στο κελί του και το μεσημέρι βρισκόμαστε στην «τράπεζα» για φαγητό (γελάει). Συμβιώνουμε δύο δύσκολοι άνθρωποι, μοναχικοί, εσωστρεφείς, ιδιόρρυθμοι, που ο καθένας γράφει, που χρειάζεται το χώρο και το χρόνο του, αλλά και την απόστασή του από τον άλλον. Ευτυχώς που το καταλαβαίνουμε και είμαστε μαζί 49 χρόνια…

Του χρόνου θα γιορτάσετε τη «χρυσή» σας επέτειο! Ναι, πράγματι. Σήμερα είναι η επέτειός μας… Κι έλεγα να τη γιορτάσουμε σήμερα και εκείνη των 50, γιατί του χρόνου μπορεί να μην μπορώ (γελά).

Μην τα λέτε αυτά…  Αν δεν αυτοσαρκαστείς, δεν τη βγάζεις πέρα τη ζωή. 

Είστε ευτυχισμένη απ’ τη ζωή σας; Είμαι ευγνώμων. Αυτό θα σας απαντούσα. 

Η εσωστρέφειά σας υπήρξε και πλεονέκτημα στη ζωή σας; Αυτά δεν τα διαλέγεις. Διότι με αυτά τα κουσούρια γεννιέσαι.

Γιατί είναι κουσούρι η εσωστρέφεια; Γιατί σε κάνει λίγο δύσκολο άνθρωπο. Είναι ωραίο πράγμα να είσαι εξωστρεφής διότι επικοινωνείς με τους ανθρώπους, μοιράζεσαι πράγματα, μοιράζεσαι χαρές, μοιράζεσαι τις λύπες σου κι όταν μοιράζεσαι -και το καλό και το κακό- γίνονται όλα πιο αντιμετωπίσιμα. Όταν τα ‘χεις μέσα σου, τα διυλίζεις, και τα περνάς από την κρισάρα τη χοντρή και την ψιλή και λες «πάμε παρακάτω» κι έπειτα πάλι απ’ την αρχή – εγκλωβίζεσαι. Η εσωστρέφεια είναι εγκλωβισμός. Και γι’ αυτό χρειάζονται -όχι διαλείμματα-, αλλά χρόνος για να κάνεις και κάτι άλλο: Να πας μια βόλτα, να μιλήσεις μ’ έναν άνθρωπο στο τηλέφωνο, να βγεις στο μπαλκόνι και να πεις μια κουβέντα με τη γειτόνισσα και τον μπακάλη σου. Σήμερα, που το μοτίβο της οικογένειας έχει αλλάξει, που βλέπεις ανθρώπους οι οποίοι για χίλιους λόγους μένουν μόνοι τους, καθώς έρχονται δύσκολα πράγματα με τα χρόνια, οι φίλοι είναι ένα δίκτυ ασφαλείας – και λειτουργεί! 

Ευτυχήσατε στη φιλία; Δεν ήμουνα εύκολη. Έχω διατηρήσει, όμως, μερικούς ανθρώπους που μπορεί να μη μιλάμε κάθε μέρα -να μιλάμε μια φορά το χρόνο, αν και γνωριζόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια-, αλλά μπορεί αυτή τη μία φορά που θα μιλήσουμε να πούμε ό,τι έχει μεσολαβήσει μέσα στη χρονιά. Γενικά, εγώ είμαι ένας άνθρωπος που ανοίγεται. Κι όταν ανοίγεσαι εσύ, σού ανοίγεται και ο άλλος. Πολλοί άνθρωποι δεν ανοίγονται. Γιατί φοβούνται. 

Τι φοβούνται; Φοβούνται ότι μπορεί να πληγωθούν. Εγώ έχω μία «τρελή» θεωρία: Αν ανοίγεσαι στους ανθρώπους θα ανοιχτούν κι εκείνοι και θα βγάλουν το καλύτερό τους κομμάτι! Για να ανταποκριθούν. Το έχω κάνει από ένστικτο στην αρχή και με έχει ωφελήσει, γιατί έτσι έφτασε στα χέρια μου υλικό από γέροντες και γερόντισσες στα χωριά που δεν θα μιλούσαν σε ένα κορίτσι τότε, σε μια νέα γυναίκα από την πρωτεύουσα. Αλλά κατάλαβαν ότι δεν πούλαγα μούρη, ότι δεν πήγαινα να ειρωνευτώ ή να κοροϊδέψω – και αυτό ήταν πάρα πολύ ωφέλιμο. 

Ποτέ δεν φοβηθήκατε, σ’ αυτό το άνοιγμά σας στους ανθρώπους, ότι μπορεί τελικά να πληγωθείτε πολύ; Πληγώνομαι συνέχεια! Και; Τι πάει να πει αυτό; Άμα είναι να μην πληγωθείς, οχυρώσου και κάτσε στο σπίτι σου. Αλλά δεν γίνεται έτσι! 

Είστε υπερευαίσθητη; Σαν παλαβή είμαι. Είμαι ένα ενοχικό άτομο που μαζεύω τις ενοχές, όχι μόνο τις δικές μου, αλλά και της γειτονιάς μου γύρω γύρω. Αυτό ξεκινά από μία υπερευαισθησία και από μία ανασφάλεια ασφαλώς. 

Έχετε πολλές ανασφάλειες; Πολλές…

Στο γράψιμο ήταν οι λιγότερες; Η ζωή και το γράψιμο είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αυτό που μπορεί να βγαίνει τώρα στην κουβέντα μας, που είναι ένα ψυχογράφημα του ανθρώπου Ευγενία, δεν ισχύει για τη συγγραφέα Ευγενία. Μπορεί να νομίζουν κάποιοι -και μπορεί να τυχαίνει- πως μας αναγνωρίζουν στα βιβλία μας, αλλά δεν συμβαίνει. Δεν με ενδιαφέρει να γνωρίσω την ανθρώπινη πλευρά του συγγραφέα, όσο κι αν τον θαυμάζω – μπορεί να ανακαλύψω ότι είναι μια κακιά, στρυφνή γυναίκα. Έχω, όμως, το βιβλίο! Βεβαίως το να επιλέξεις αυτό το θέμα κι όχι άλλο, το να το γράψεις έτσι κι όχι αλλιώς, το να διαλέξεις αυτή την ηρωίδα και όχι μια άλλη, όλο αυτό είναι μια στάση ζωής που μαρτυρά, ως ένα σημείο και την προσωπικότητα του ανθρώπου πίσω απ’ το γράψιμο. Έχω, όμως, δει τομάρια που γράφουνε σπουδαία και εξαιρετικούς ανθρώπους που γράφουνε φανφάρες. 

Αν δεν μπορούσατε να γράψετε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, θα πανικοβαλλόσασταν; Καθόλου! Θα με ενοχλούσε, θα με στενοχωρούσε, αλλά ο συγγραφέας πρέπει να είναι έτοιμος για το τέλος. Τα «θέματα» περνούν από μπροστά μας, αλλά εμείς μπορεί να μην είμαστε με ανοιχτά τα μάτια για να τα δούμε, ούτε να έχουμε σκυλίσια και γατίσια ακοή για να τα πιάσουμε. Αλλά μπορείς να κάνεις άλλα πράγματα. Εγώ χρησιμοποιώ πολύ τα χέρια μου: Ζωγραφίζω, κεντάω, υφαίνω, κάνω κουλούρια, μαγειρεύω… Στις εποχές που δεν γράφω, δεν πέφτω στη μαύρη κατάθλιψη. Λειτουργώ μια χαρά!

Οι φωτεινές σας μέρες είναι περισσότερες από τις μη φωτεινές; Για μένα, μία μέρα μπορεί να ξεκινήσει φωτεινή και να καταλήξει πηκτό σκοτάδι ή να ξεκινήσει συννεφιασμένη και να καταλήξει ηλιόλουστη. Ξυπνάω γύρω στις τέσσερις, πέντε το πρωί…

Τόσο νωρίς; Κι είναι αργά αυτό που σας λέω. Παλιά ξύπναγα στις 2:30, αλλά τώρα μου το ‘χουν απαγορεύσει οι γιατροί. Είναι δυνατόν, λοιπόν, να ξυπνάς από τις τέσσερις η ώρα, να περνούν τόσες ώρες μέχρι το βράδυ που θα κοιμηθείς και να είναι ίσιωμα αυτό; Όχι. Θα έχει σκαμπανεβάσματα. 

Εσείς ακούτε νυχτερινές εκπομπές; Αυτό το βιβλίο το έχω γράψει με πολλή αγάπη. Και το εισπράττουν όσοι το ‘χουν διαβάσει, το καταλαβαίνουν. Τρελαίνομαι μ’ αυτούς τους ανθρώπους που ακούνε νυχτερινές εκπομπές. Επί δύο χρόνια, 12 η ώρα, ξεκινούσα να ακούω στο Α’ Πρόγραμμα, τη «Γαλέρα», με τον Κωνσταντίνο Ρισβά, όπου, λόγω της μεγάλης εμβέλειας της Ε.Ρ.Τ, έβγαιναν στον αέρα άνθρωποι του μόχθου, του μεροκάματου, αλλά και μοναχικοί άνθρωποι από όλη την Ελλάδα καθώς και απ’ όλο τον κόσμο. Υπήρχαν και παλαιότερα νυχτερινές εκπομπές, όπως ήταν αυτή του Μάνου Τσιλιμίδη, που παρουσιάζει και τώρα αντίστοιχες, στον Real. Σ’ αυτές τις εκπομπές του Τσιλιμίδη, που είναι άλλο το κοινό, θα μπορούσε κανείς, χωρίς υπερβολή, να έβγαζε δύο μυθιστορήματα κάθε βραδιά. Οι άνθρωποι δεν κοιμούνται από άποψη! Φοβούνται να κοιμηθούν τη νύχτα, προτιμούν να ξενυχτούν και να κοιμούνται την ημέρα. Δεν λέω όλοι, αλλά είναι πολλοί. Είναι πολύς ο κόσμος που ξαγρυπνάει – εμείς οι νυχτόβιοι είμαστε πάρα πολλοί. Επικοινωνούν αυτοί οι άνθρωποι μεταξύ τους, στέλνουν χαιρετίσματα, «χρόνια πολλά», νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ μεταξύ τους. Είναι κάτι το θαυμαστό! Αυτό το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί με τον απλό τρόπο, ως την προσωπική ιστορία μίας γυναίκας που σε μία τέτοια νυχτερινή εκπομπή ακούει τον έρωτα της ζωής της που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ -τόσο απλό όσο ακούγεται-, αλλά από κάτω υπάρχει όλος αυτός ο κόσμος… Το ραδιόφωνο υπάρχει ως κρυφός πρωταγωνιστής σε όλο το βιβλίο – είτε ντύνοντας τον χρόνο, την εποχή, με τα τραγούδια που ακούει η ηρωίδα του βιβλίου, είτε μέσω αυτής της επικοινωνίας των ακροατών. Εγώ τους φανταζόμουν κιόλας όταν τους άκουγα τη νύχτα. Φανταστείτε ότι ήμουνα με το φως αναμμένο και κράταγα σημειώσεις… Μερικούς από αυτούς θα ήθελα να τους έχω συναντήσει στη ζωή!

Η αγάπη κινεί τη ζωή σας – στο πώς είστε απέναντι στους ανθρώπους και στα πράγματα που σας περιβάλλουν; Είμαι, νομίζω, πολύ δοτικός άνθρωπος. Αλλά, γενικότερα, αυτό δεν σημαίνει ότι γίνεται πάντοτε από αγάπη. Μπορεί να γίνεται και από υστεροβουλία. Μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση. Και να είσαι τόσο ανασφαλής που να γίνεσαι δοτικός για να γίνεις αποδεκτός. Αυτά δεν τα ξέρεις πώς γίνονται, δεν τα αποφασίζεις, δεν λες όταν είσαι πέντε χρόνων «θα είμαι καλό παιδί, αλλιώς δεν θα μ’ αγαπά η μαμά μου» – δεν το λες με το μυαλό σου. Αλλά το έχεις σκεφτεί υποσυνείδητα. Δεν ξέρει κανείς πώς οδηγείται. 

Έχετε ακόμη ανοιχτούς λογαριασμούς στη ζωή σας; Α, βέβαια! Ασφαλώς και έχω. Αλλά προτιμώ να μη σας το απαντήσω αυτό. Ο άντρας μου με μαλώνει πως ό,τι μου ‘ρχεται στο κεφάλι το λέω, δεν υποκρίνομαι ποτέ. Αυτό μπορεί να είναι καλό κάποιες φορές αλλά να είναι και εις βάρος μου πολλές άλλες, γιατί τους σοβαροφανείς ο άλλος τους σέβεται…

Μπα, δεν νομίζω. Γι’ αυτό σας αγαπoύν τόσο πολύ οι αναγνώστες σας… Τον Ιούνιο θα κλείσω τα 73. Η ζωή έχει κύκλους. Οι κύκλοι κλείνουν, γιατί ανοίγει ένας άλλος. Οι λογαριασμοί, όμως, δεν κλείνουν ποτέ! Μπορεί ν’ αλλάξεις επάγγελμα, να αλλάξεις σύντροφο, να συμβούν πράγματα, αλλά πάντα θα έχεις ανοιχτά θέματα μπροστά σου. 

*Το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Νυχτερινή Ακρόαση», κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Καστανιώτη». 

xatzigeorgiou@yahoo.com