Πολλοί τον θυμούνται ως Κένταυρο στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όταν ακόμη ήταν τελειόφοιτος στο SNDO του Άμστερνταμ. Το πραγματικό ορόσημο όμως για τον Χρήστο Παπαδόπουλο ήταν η ίδια η γνωριμία με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου με τον οποίο συνεργάστηκε σε σειρά παραγωγών. Σήμερα έφτασε να θεωρείται διεθνούς βεληνεκούς νέο αστέρι της χορογραφίας. Στην Κύπρο παρουσιάζει τη νέα του δουλειά «Ιόν» που πρότεινε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση κι έχει ελκύσει το διεθνές ενδιαφέρον.
Πώς θα περιέγραφες το «Ιόν» σε κάποιον που ενδιαφέρεται να το παρακολουθήσει; Παρατηρώντας το φυσικό περιβάλλον, τον κόσμο γύρω μας, συνειδητοποιούμε ότι αποτελείται από ένα σύστημα τυχαιοτήτων που δημιουργούν συχνά συντονισμούς. Το «Ιόν» είναι ένα παιχνίδι και μια έρευνα πάνω στον συντονισμό. Παρατηρώντας λ.χ. ένα σμήνος πουλιών ή ένα κοπάδι ψαριών διακρίνεις έναν λειτουργικό συντονισμό που έχει να κάνει μ’ ένα είδος κοινωνικής συνείδησης, ένα συλλογικό τρόπο λειτουργίας που έχει αναπτυχθεί με σκοπό είτε την αποφυγή κάποιου εχθρού, είτε την αποτελεσματικότερη αναζήτηση τροφής. Εμείς παίζουμε με αυτή ακριβώς τη συνθήκη.
Σ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα η παρατήρηση της φύσης; Κατά κάποιον τρόπο, παρατηρώντας το φυσικό περιβάλλον διακρίνω τον άνθρωπο. Αξιοποιώντας όλη αυτή την κίνηση που υπάρχει γύρω μας, προσπαθώ να προσεγγίσω τον άνθρωπο κάνοντας ένα μικρό fade-out για να τον δω ως μέρος ενός μεγαλύτερου όλου. Δεν εστιάζω στο ανθρώπινο συναίσθημα. Δεν με ενδιαφέρει όσο η μοναδικότητα και η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου στη σκηνή, σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο.
Τελικά είναι η φύση η πηγή έμπνευσης ή ο άνθρωπος; Γιατί, ο άνθρωπος δεν είναι μέρος της φύσης; Είμαστε μέρος ενός όλου κι αν το συνειδητοποιούσαμε λίγο περισσότερο, αν το βλέπαμε πιο καθαρά, όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, ίσως να μη θεωρούσαμε και τόσο σημαντικό ζήτημα τη δική μας προσωπική ζωούλα πάνω στον κόσμο. Ίσως αντιμετωπίζαμε τα πράγματα λίγο πιο ανάλαφρα.
Από τον συντονισμό στη φύση συχνά προκύπτουν σταθερές και κινητικά μοτίβα που είναι επαναληπτικά. Υπάρχει αυτό το στοιχείο στον τρόπο που σκέφτεσαι και δημιουργείς; Εννοείται. Παρόλο που θα απέφευγα τον όρο «επανάληψη». Η δουλειά μου έχει να κάνει με την επανάληψη, απλά όπως και στη φύση ποτέ κάτι δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Κοιτώντας τα κύματα ή τα κλαδιά των δέντρων διακρίνεις μια επαναληπτικότητα, ωστόσο στην πραγματικότητα ποτέ κανένα κύμα δεν είναι ίδιο με το άλλο. Η καθαρή επανάληψη δεν με ενδιαφέρει στ’ αλήθεια, γιατί έτσι θα μπορούσα να κάνω ένα κομμάτι μόνο με μετρονόμους αντί για ανθρώπους. Δεν με ενδιαφέρει να επαναλάβω την κίνηση, αλλά μέσω της επανάληψης να εντοπίσουμε ένα κινητικό μονοπάτι διαφορετικό ο καθένας, το οποίο διαρκώς εξελίσσεται κι είναι σαν να αντανακλά ένα μικρό σφαιρικό μονόλογο.
Ποια βασικά χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ο σκηνικός χώρος; Αλλάζει γιατί πρέπει να εντάσσεται μέσα στην κεντρική ιδέα του εκάστοτε συστήματος. Στο δικό μου μυαλό, εν μέρει διέπεται από τους ίδιους κανόνες που ισχύουν για όλο το σύστημα. Στη δεύτερη δουλειά μου, το «Opus» που ήταν βασισμένο στην κλασική μουσική, δημιούργησα ένα λευκό περιβάλλον με μαυροντυμένους ανθρώπους σαν νότες που κινούνταν πάνω σε παρτιτούρα. Εδώ μ’ ενδιαφέρει να δημιουργήσω έναν σκηνικό χώρο σχεδόν αχανή με όρια που δεν είναι ορατά, με το φως υπό γωνία κι αυτό σχετίζεται με τον ήλιο, το φυσικό φως στη Γη, που πάντα πέφτει υπό γωνία.
Πώς μπήκε ο χορός στη ζωή σου; Προέκυψε από μια τυχαιότητα. Δεν ήταν παιδικό όνειρο, ούτε χόρευα από μικρός. Γεννήθηκα στη Νεμέα Κορινθίας, πήγα στην Αθήνα στα 17 όπου τελείωσα το σχολείο και μπήκα στην Πάντειο για να σπουδάσω πολιτικές επιστήμες. Ως φοιτητής μπήκα σε μια θεατρική ομάδα του πανεπιστημίου, κατάλαβα ότι μου αρέσει το θέατρο και με μια ελαφράδα σκέψης δοκίμασα και μπήκα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Εκεί άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τον χορό. Με ανάλογη ελαφράδα, πήρα την απόφαση να εξερευνήσω λίγο περισσότερο αυτό τον κόσμο κι έτσι μόλις αποφοίτησα πήγα για χορογραφικές σπουδές στο SNDO (School for New Dance Development) στο Άμστερνταμ όπου έμεινα τέσσερα χρόνια. Έπειτα επέστρεψα και ξεκίνησε η πορεία μου
Θεωρείς ορόσημο την εμπλοκή σου στην καλλιτεχνική ομάδα των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων και την ανάληψη του ρόλου του περίφημου Κενταύρου; Ήμουν στο τελευταίο έτος στη σχολή στην Ολλανδία και δέχτηκα πρόσκληση να έρθω στην Ελλάδα και η συνεργασία αυτή ήταν κάτι σαν την πτυχιακή μου. Ορόσημο ήταν το γεγονός ότι άρχισε να γίνεται πράξη αυτό που μάθαινα. Και το πραγματικά μεγάλο ορόσημο στη ζωή μου ήταν η γνωριμία με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, η συνεργασία στους Ολυμπιακούς και μετά ως χορευτής στην ομάδα του, όπου έμαθα πολλά: τι σημαίνει πίστη στη δουλειά, στη συνεργασία και την αλληλεγγύη, ότι προϋπόθεση για όλα είναι η σκληρή δουλειά. Είναι μαθήματα που πήραμε όλοι εμείς οι τυχεροί από τον Δημήτρη.
Υπάρχει κάποια παράσταση που αισθάνεσαι ότι σε έχει καθορίσει; Το «Umwelt» της Μαγκί Μαρέν που παρουσιάστηκε το 2006 στο Φεστιβάλ Αθηνών. Γενικά η δουλειά της Μαρέν είναι για μένα θεμελιακή.
Αισθάνεσαι ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπεις την τέχνη; Αναπόφευκτα. Καλώς ή κακώς βιώνουμε και γνωρίζουμε όλο και περισσότερα και γινόμαστε σιγά- σιγά όλο και πιο αυστηροί με τον εαυτό μας και τη δουλειά μας. Αποφεύγω πλέον πράγματα που συνειδητοποιώ γιατί δεν μου αρέσουν, νιώθω ότι μεγαλώνοντας μπορώ λίγο πιο εύκολα να αποκωδικοποιήσω πράγματα που δεν με ενδιαφέρουν.

Προς τα πού εξελίσσεται, πιστεύεις, η σχέση του ελληνικού κοινού με τον σύγχρονο χορό; Ευτυχώς, ο σύγχρονος χορός άρχισε να έχει όλο και μεγαλύτερη απήχηση. Μέχρι πρόσφατα ο κόσμος δεν είχε την κουλτούρα να πάει να δει χορό, όπως πάει να δει θέατρο. Αυτό μοιάζει να αλλάζει, για πολλούς λόγους. Αυξήθηκαν οι επιλογές, το επίπεδο συνεχώς ανεβαίνει, υπάρχει η επαφή με διεθνείς παραγωγές που επισκέπτονται πιο συχνά την Ελλάδα. Εξελίσσεται έτσι η σχέση του κοινού με τον χορό κι αυτό είναι παρήγορο. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι είναι μια αφηρημένη τέχνη κι ο θεατής ήθελε να καταλάβει με τον τρόπο που το κάνει σε μια θεατρική παράσταση. Σιγά- σιγά άρχισε να απελευθερώνεται, να χαλαρώνει από την πίεση της κατανόησης και της εξαγωγής ενός συμπεράσματος, που πολλές φορές δεν υπάρχει. Αφήνεται σ’ αυτό που βλέπει και συνδέεται πλέον όχι λογικά, αλλά συναισθηματικά.
Είναι ένδειξη έλλειψης φαντασίας η απαίτηση κάποιου να αναζητά άμεσο νόημα; Καθόλου. Θα έλεγα ότι είναι θέμα παιδείας. Έτσι μπορείς να αποκωδικοποιήσεις σιγά- σιγά αυτό που βλέπεις. Το κοινό επ’ ουδενί δεν στερείται φαντασίας, απλώς συχνά στερείται των εργαλείων εκείνων που καθιστούν προσβάσιμο αυτό που βλέπει. Η τριβή με τον χορό προσφέρει αυτόματα και τα εργαλεία για να τον παρακολουθήσεις.
Εσύ δεν πιστεύεις ότι υπάρχει «ταλαντούχο κοινό»; Σε καμιά περίπτωση. Ένα κοινό μπορεί να επηρεαστεί από διάφορα δεδομένα. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει κοινό που είναι λιγότερο συμμετοχικό. Σε κάποιες χώρες που παίζουμε, οι θεατές είναι πολύ πιο απελευθερωμένοι όταν παρακολουθούν. Σε άλλα υπάρχει απόλυτη ησυχία. Αυτό είναι θέμα κουλτούρας, δεν έχει να κάνει με το αν κατανοούν αυτό που βλέπουν ή αν τους αγγίζει. Δεν υπάρχει ατάλαντο κοινό. Εμείς οφείλουμε να το παρασύρουμε.
Τι είναι για σένα πρωτοπορία; Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η πρωτοπορία. Είναι μια έννοια που δεν μπορεί να οριστεί πραγματικά. Αν κάποιος ξεκινήσει να δημιουργεί θέτοντας ως ζητούμενο να γίνει πρωτοπόρος, αυτό θα είναι και η καταδίκη του. Αν το σκεφτείς, δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ξαναγίνει. Για μένα η πραγματική πρωτοπορία είναι ένα αποτέλεσμα. Της ανάγκης ενός δημιουργού να αναπτύξει τη δική του γλώσσα και να πει δικά του, συγκεκριμένα πράγματα. Όσο πιο πιστός και ακριβής είναι στο όραμά του, χωρίς να προσπαθεί να το κάνει αυτό με το στανιό παραστάσιμο ή αρεστό, τόσο πιο γνήσια θα είναι η δουλειά του και υπάρχει η πιθανότητα να είναι πρωτοποριακή.
Πιστεύεις ότι κάποιος είναι γεννημένος για να χορεύει; Δεν μπορούμε όλοι; Τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον στον χορό; Είμαστε όλοι γεννημένοι για να χορεύουμε, γι’ αυτό χορεύουμε. Σε γιορτές σε πανηγύρια, το σώμα μας επιθυμεί την κίνηση. Δεν υπάρχει άρρυθμο σώμα. Υπάρχει απλώς μια παρεξήγηση για το πώς αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος τον ρυθμό. Αλλά κι αυτό βελτιώνεται και διορθώνεται. Ένα σώμα σ’ ένα πανηγύρι που χορεύει χωρίς ρυθμό δεν ενοχλεί κανένα. Σε επαγγελματικό επίπεδο, πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή, αντοχή και πείσμα για να κάνεις αυτή την τόσο σκληρή δουλειά. Έρχεσαι αντιμέτωπος με πόνο, τραυματισμούς, πενιχρές απολαβές, βάζεις κόπο κι αυτό που παίρνεις πίσω πέρα από την προσωπική ευχαρίστηση ή την ικανοποίηση μιας ανάγκης, είναι αμελητέο. Είναι ανόητο να πει κάποιος ότι μπαίνει στον χώρο αυτό για να βγάλει χρήματα.
* «Ιόν», Φεστιβάλ Σύγχρονου Χορού, Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 28 Ιουνίου, 8.30μ.μ. 77777745