Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βίλνιους, σπούδασε θέατρο στη Μόσχα κι έχει εργαστεί σε πολλά ευρωπαϊκά θέατρα. Τα τελευταία δέκα χρόνια, υπό το καθεστώς του «ερωτικού μετανάστη», ζει και δημιουργεί στην Ελλάδα, όπου είχε έρθει για πρώτη φορά για να σκηνοθετήσει το έργο «Δάφνις και Χλόη» στο Θέατρο Πορεία. Ο Αγαμέμνονας του Αισχύλου σηματοδοτεί την τρίτη του παρουσία στην Επίδαυρο, έναν χώρο που όπως ομολογεί τον κάνει να αισθάνεται «μικρός και χαζός». Για δεύτερη συνεχή χρονιά μετά τους Επτά επί Θήβας, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, θα δούμε δουλειά του και στο Κούριο- έναν χώρο που επίσης του προκαλεί δέος.
 
Ποια η άποψή σας για την ελληνική θεατρική πραγματικότητα; Είμαι ένας απλός σκηνοθέτης, δεν είμαι θεατρολόγος. Δεν είναι η δουλειά μου να κρίνω και να λέω την άποψή μου για τα πάντα. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι γι’ αυτό. Η δική μου δουλειά είναι να κάνω κάποια συγκεκριμένα πράγματα.

Aισθάνεστε ότι έχετε όλα τα μέσα για να εργαστείτε όπως θέλετε; Ναι. Πάω και δουλεύω εκεί όπου γουστάρω και κάνω αυτό που θέλω. Δεν σκέφτομαι τη θεατρική πραγματικότητα. Παλιότερα, πάντως, με ρωτούσαν φίλοι και γνωστοί από άλλες ευρωπαϊκές χώρες: «Τι κάνεις εκεί στην Ελλάδα; Δεν έχει θέατρο εκεί». Τη θεωρούν θεατρική επαρχία του κόσμου. Εγώ δεν συμφωνώ. Τους απάντησα, λοιπόν, ότι «εσείς εκεί στη Σκανδιναβία είστε θεατρική επαρχία του κόσμου». Πώς μπορεί να είναι θεατρική επαρχία μια χώρα με τέτοιο φαινόμενο όπως τα ανοιχτά θέατρα, μια χώρα που έχει την Επίδαυρο; Η Επίδαυρος είναι το Άλφα του παγκόσμιου θεάτρου. Δεν μπορεί ο καθένας αν του καπνίσει να παίξει εκεί. Πρέπει να έχει ικανότητες και κάτι να πει.

Είναι η τρίτη σας φορά στην Επίδαυρο. Αισθάνεστε ότι είναι διαφορετική από την πρώτη; Έχετε λιγότερο άγχος; Δεν έχω άγχος. Απλώς νιώθω απέραντο σεβασμό για το συγκεκριμένο μέρος. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι αγχωμένος. Είναι μια αγωνία να συνειδητοποιήσω και πάλι πόσο μικρός και χαζός είμαι και πόσο μικρές είναι οι σκέψεις μου. Είναι μια τεράστια πρόκληση. Όμως δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτό το μέρος ως πεδίο ικανοποίησης του ναρκισσισμού σου. Καλύτερα όταν δουλεύεις εκεί να μη σκέφτεσαι πόσο έξυπνος είσαι ή τι εκπλήξεις είσαι ικανός να σκαρφιστείς. Το σημείο αυτό του πλανήτη δεν σηκώνει τον ναρκισσισμό του καλλιτέχνη.

Νιώθετε ότι ισχύουν ειδικοί θεατρικοί νόμοι εκεί; Είναι η αρχιτεκτονική του θεάτρου, ο χώρος. Έχει κρυφούς κανόνες. Πρέπει να ξέρεις πώς λειτουργούν τα πράγματα. Δεν πιστεύω π.χ. ότι μπορεί να πάει ένας σκηνοθέτης και να πει ότι θα κατασκευάσει έναν ζωολογικό κήπο ή μια μεγάλη πισίνα με ψάρια. Είναι χαμένος από χέρι. Γιατί ήρθες να το κάνεις αυτό στον συγκεκριμένο χώρο; Αυτό δεν ισχύει μόνο για την Επίδαυρο, θα μπορούσα να πω το ίδιο και για το Κούριο στην Κύπρο. Αν θα πας να κάνεις κάτι εκεί πρέπει να «συνεργαστείς» με τον χώρο. Με τις συνθήκες και την ενέργεια που έχεις εκεί. Αλλιώς γιατί πας;

Ποια είναι η μεγαλύτερη παγίδα για έναν σκηνοθέτη όταν ανεβάζει αρχαίο δράμα; Να θέλει να αποδείξει κάτι, να επιδιώκει να «φαίνεται». Όταν ο σκηνοθέτης φωνάζει με τις εξυπνάδες του «κοιτάξτε πόσο έξυπνα διαβάζω τον Αισχύλο», αλίμονό του. Είναι κάποιες φορές που ο κόσμος λέει ότι η παράσταση ήταν καλή, αλλά του ήταν αδιάφορη η σκηνοθεσία. Αυτό είναι το καλύτερο κομπλιμέντο για μένα. Να λένε δηλαδή ότι δεν τους μάγεψε η σκηνοθεσία, οι φωτισμοί, η χορογραφία, οι ερμηνείες, αλλά η πρόσληψη του λόγου του Αισχύλου. Το αρχαίο δράμα δεν είναι ένα ωραίο φόρεμα που φοράει κανείς για να φαίνεται όμορφος.

Σε ποια στοιχεία που αναδίδουν πολιτική φρεσκάδα εστιάσατε εσείς; Δεν κάνω παραστάσεις για πολιτικούς λόγους, άρα στα παλιά μου τα παπούτσια η πολιτική φρεσκάδα. Το έργο του Αισχύλου χαρακτηρίζεται από την πικρή ειρωνεία για το παράλογο του κόσμου και της μοίρας. Το έργο διδάσκει και παρουσιάζει την εμπειρία της υπομονής στη ζωή γιατί υποδεικνύει πόσο μικρές και ασήμαντες είναι οι αποφάσεις μας, παρόλο που εμείς νομίζουμε ότι είναι τρανές κι ότι μπορούμε να αλλάξουμε πολλά σ’ αυτόν τον κόσμο. Το έργο υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο. Ο Αισχύλος μάς κάνει καλύτερους ανθρώπους, πιο συνειδητοποιημένους, σε αρμονία με την ανθρώπινη μοίρα αλλά και με τους άλλους ανθρώπους.

Σας δυσκολεύει η ελληνική γλώσσα ως εργαλείο εργασίας; Και ναι και όχι. Πριν κάνω μια παράσταση αρχαίου δράματος, αρκετούς μήνες πριν, φροντίζω να έχω τη μετάφραση λέξη προς λέξη στη γλώσσα μου, με τη βοήθεια φίλων και βιβλίων. Θέλω να καταλάβω και την τελευταία λέξη, παύση και έκφραση. Χρειάζεται υπομονή και καλή προετοιμασία. Όταν ξεκινάμε τις πρόβες, όμως, νιώθω πια ελεύθερος σε ό,τι αφορά τον ελληνικό λόγο.

Αυτή η διαδικασία σάς βοηθάει κι εσάς στην κατανόηση της γλώσσας; Ναι, έτσι μαθαίνω. Ξέρετε, εγώ ήρθα από μια άλλη κουλτούρα που δεν πιστεύει πολύ στα λόγια. Πιστεύουμε στις ανθρώπινες πράξεις. Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις, αλλά σημασία τελικά έχει τι θα κάνεις. Έτσι και στο θέατρο, όταν ξεκίνησα πίστεψα στους σωματικούς κώδικες και τα λεγόμενα δεν ήταν τόσο σημαντικά για μένα. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στην Ελλάδα άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο δυνατό εργαλείο είναι ο λόγος.

Δηλαδή λέτε ότι άλλαξε και ο τρόπος που αντιμετωπίζετε το θέατρο; Βεβαίως. Ταξιδεύω και μαθαίνω. Νεαρός είμαι ακόμη. Και τώρα θα πάω πάλι στην Επίδαυρο και θα μάθω καινούρια πράγματα από τα λάθη μου.

Ποιο θα λέγατε ότι είναι το εθνικό γνώρισμα των Ελλήνων, όπως τους ζείτε τα τελευταία δέκα χρόνια; Πρέπει να απαντήσω με κάτι γενικό και πάντα δυσκολεύομαι σε τέτοιες περιπτώσεις. Θα απαντήσω διαφορετικά. Όταν ήρθα πρώτη φορά ως τουρίστας πριν από δέκα χρόνια αναζήτησα τους Ζορμπάδες -τίποτα πρωτότυπο- ανάμεσα στους Έλληνες. Βρήκα. Μέχρι τώρα τους βλέπω. Δεν είναι τόσο πολλοί, όμως αυτό το πλάσμα είναι υπαρκτό. Κι αυτό είναι που γουστάρω. Είναι νομίζω η αισιοδοξία και η χαρά της ζωής. Τώρα με την κρίση, βέβαια, έγιναν πολύ γκρινιάρηδες οι Έλληνες. Δεν ξέρω αν ήταν κι από πριν έτσι. Ίσως αυτή να είναι η μυστική τους μέθοδος, το κόλπο τους: να γκρινιάζουν συνεχώς για να παραμένουν βαθιά μέσα τους χαρούμενοι.

Η παρουσία σας στην Ελλάδα συμπίπτει με την περίοδο της κρίσης. Ωστόσο, επιλέξατε να μείνετε. Ποιος ήταν ο λόγος που σας κράτησε; Έμεινα για προσωπικούς λόγους. Λόγω έρωτα. Είμαι ερωτικός μετανάστης. Ίσως γι’ αυτό δεν σκέφτομαι αναλυτικά τι συνέβη εδώ και για ποιον λόγο.

Βρήκατε τρόπο πάντως να εκφραστείτε πάνω στο αντικείμενό σας… Δεν ήταν δύσκολο. Απλώς έκανα αυτό που ήθελα να κάνω. Δεν μπορώ να πω ότι στην Ελλάδα κάτι βρήκα ή κάτι έχασα. Έχω εμπειρία κι από πολλές χώρες που δούλεψα και η Ελλάδα είναι άλλη μία στάση. Δεν ξέρω πού θα βρίσκομαι αύριο. Ένας σοφός τσιγγάνος στα νιάτα μου είχε πει: «ο τόπος που βρίσκομαι τώρα, το φαγητό που τρώω τώρα, η παρέα που έχω τώρα, είναι το καλύτερο του κόσμου. Αλλιώς γιατί δεν φεύγω από εδώ;» Με αυτή την ωραία περηφάνια του ελεύθερου ανθρώπου που είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του έμαθα να πορεύομαι για όλη μου τη ζωή. Έτσι το βλέπω και δεν αναλογίζομαι πολύ την κρίση και τα οικονομικά προβλήματα. Με συγχωρείτε, δεν είμαι αρκετά σοφός, το μυαλό μου είναι περιορισμένο για να αναλύσω ζητήματα της οικονομίας.

Χρειάζεται να υπάρχει ο καλός νοούμενος καλλιτεχνικός εγωισμός; Υπάρχει. Έτσι είμαστε φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Αλλά καλύτερα ως επαγγελματίες να κλείσουμε αυτόν τον εγωισμό σε κάποιο απομακρυσμένο συρτάρι. Διότι όλα τα κλισέ, όλες οι βλακείες στην τέχνη ξεκινούν τη στιγμή που αρχίζει να μας οδηγεί η αγάπη για τον εαυτό μας. Είναι ο χειρότερος οδηγός. Ν’ αγαπάς τη δουλειά που κάνεις, το αντικείμενο, το κείμενο, την ιστορία, το θέμα, τους συνεργάτες σου. Όχι την πάρτη σου.

Γιατί κάνει όμως κανείς θέατρο αν όχι για να ικανοποιήσει μια δική του εσωτερική ανάγκη για έκφραση; Αν θες μόνο να εκφραστείς να πας σε μια πλατεία ή σ’ ένα δάσος όπου δεν σε βλέπει κανείς και να ουρλιάξεις όσο θέλεις. Γιατί να κάνεις θέατρο; Οι άνθρωποι πληρώνουν εισιτήριο για να δουν πόσο καλός είσαι; Τι περήφανη είναι η μαμά που σε γέννησε; Τι ωραία φωνή έχεις; Τι έξυπνος και τι όμορφος είσαι; Για ποιο λόγο μ’ ενοχλείς ως θεατή; Γιατί μου βγάζεις τα δικά σου; Καθήκον του ηθοποιού, του καλλιτέχνη, είναι να εκφράζει τα αιώνια πράγματα, όχι τα προσωπικά του.

Γιατί δώσατε στον Γιάννη Στάνκογλου τον διπλό ρόλο του Αγαμέμνονα και του Αίγισθου; Αυτή ήταν η ιδέα εξαρχής. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο για τον θεατή να δει τη μεταμόρφωση του Αγαμέμνονα σε κάτι άλλο. Είναι λίγο προβοκατόρικη σκέψη. Θέλω να συγκεντρωθεί ο θεατής, να σκεφτεί φιλοσοφικά τη μετεξέλιξη του Αγαμέμνονα σε Αίγισθο ως το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης.

Τι έχει αλλάξει στη Λιθουανία μετά την ένταξή της στην ΕΕ; Πολλά. Χάνουμε γρήγορα την ταυτότητά μας. Στα 50 χρόνια επιβολής της Σοβιετικής Ένωσης δεν χάσαμε την ταυτότητά μας στον βαθμό που τη χάσαμε μέσα σε λίγα μόνο χρόνια στην ΕΕ. Κι από τους Ρώσους νιώσαμε απειλή, επειδή ήθελαν να επιβάλλουν το προφίλ του ευτυχισμένου σοβιετικού ανθρώπου, όμως τότε γνωρίζαμε το πρόσωπο του εχθρού. Ενώ τώρα ακολουθήσαμε σαν πρόβατα τα λαμπερά φώτα του ελκυστικού καπιταλισμού και κάπου χαθήκαμε. Δεν βλέπεις το πρόσωπο του εχθρού σ’ αυτόν που σε διδάσκει να έχεις νέες ανάγκες στη ζωή σου και να εργάζεσαι μόνο για να καταναλώνεις.