«Φοβάμαι», «Χαιρετίσματα», «Χρόνια Πολλά», «Διαίρεση», «Όλα Από Χέρι Καμένα», «Σφεντόνα», «Ελλάς», «Χορεύω»… Αν φτιάχναμε το άλμπουμ της ζωής των προηγούμενων 45 μας χρόνων, ο μεγαλύτερος ροκ σταρ της Ελλάδας θα βρισκόταν σε περίοπτη θέση, με τα χέρια σηκωμένα να αγκαλιάζουν το φανατισμένο πλήθος.

Φοράει (σχεδόν πάντα) μαύρο φανελάκι, πίνει κρύο καφέ και εξηγεί σε κάποιο συνεργάτη του στο τηλέφωνο μερικές λεπτομέρειες από (άλλη μία) συναυλία του. «Sold out!», του λέω. Δεν απαντά, όπως δεν απαντά και στο «δυο χρόνια περιμέναμε γι’ αυτή τη συνέντευξη» προτιμώντας να χαμογελάσει πηγαία – σαν να μην τον αφορά η αριθμητική των πραγμάτων, οι «τύποι» και οι «κανόνες» του μουσικού «εμπορίου», μα μόνο ό,τι εντός του πάλλεται κάθε φορά επάνω στο stage, «με τα παιδιά», με την καρδιά του που χτυπά σαν να είναι 18χρονου και όχι ενός κορυφαίου της ελληνικής δισκογραφίας. 

Σε ποια θαύματα πιστεύεις ακόμη, για τα οποία έχεις την πεποίθηση πως βγάζουνε χειμώνα; Στα θαύματα που μπορούμε να δημιουργήσουμε εμείς οι άνθρωποι. Πάντοτε σ’ αυτά πίστευα! 

Τι είναι «θαύμα»; Μία απότομη αλλαγή προς το καλύτερο που δημιουργείται και με τη βοήθεια της τύχης καμιά φορά, αλλά είναι περισσότερο έργο ανθρώπου.

Ήταν τύχη το γεγονός πως ξεκίνησες να τραγουδάς Μάνο Λοΐζο, στα «Τραγούδια του Δρόμου» του 1974; Όχι. Ο Μάνος Λοΐζος ήταν η αναζήτησή μου. Όταν ήρθα από τη Γερμανία, με τον Μίκη Θεοδωράκη, αμέσως ζήτησα από την εταιρεία να με φέρουν σε επαφή με τον Λοΐζο. Μου είπαν: «Μα, καλά, είσαι με τον Θεοδωράκη και θες τον Λοΐζο;». «Και τον Θεοδωράκη και τον Λοΐζο», τους απάντησα. 

Πώς ήταν για ένα νέο τραγουδιστή, όπως ήσουν εσύ στις αρχές της δεκαετίας του ’70, να συνεργάζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη; Ήταν όνειρο ζωής. Νόμιζα πως θα ήταν άπιαστο. Αλλά δεν ήταν. Έζησα στη Γερμανία για ενάμιση χρόνο -πήγα εκεί μετά το στρατό- και πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου πώς θα συναντήσω αυτό τον άνθρωπο. Ταξίδεψα στη Γαλλία με την πρώην σύζυγό μου -η οποία τον είχε γνωρίσει στο Μόναχο- και με ένα φίλο δικηγόρο, φίλο και του Μίκη και του χτυπήσαμε την πόρτα. Κάτσαμε μαζί δυόμισι ώρες εκείνη τη μέρα. Ήταν ενθουσιασμένος. Φώναξε τη γυναίκα του, τα παιδιά του… Ήμουν μαγεμένος.  

Γιατί είχες πάει στη Γερμανία; Γιατί δεν είχα τι να κάνω στην Ελλάδα. Πήγα με ένα φίλο μου, φαντάρο, ο οποίος θα πήγαινε έτσι κι αλλιώς εκεί και λέω «δεν πάω κι εγώ μαζί του;».

Έτσι απλά; Ναι. Τότε τραγουδούσα στην Πλάκα, στην «Ξαστεριά», αλλά μας είχαν κλείσει γιατί λέγαμε και Θεοδωράκη. Κι έτσι έφυγα.

Θα ήταν διαφορετικές, πιστεύεις, οι πεποιθήσεις σου αν ο πατέρας σου δεν ήταν οικοδόμος και η μητέρα σου δεν έπλενε σε σπίτια; Μπορεί. Αλλά ξέρω πως οι συνθήκες που σου τυχαίνουν στη ζωή, διαμορφώνουν και τον χαρακτήρα σου. Ο μπαμπάς μου ήταν προοδευτικός, βρισκόταν σε εξορία στη Μακρόνησο – κατά συνέπεια, δεν μπορούσα να μείνω αδιάφορος απέναντι στις κοινωνικές αδικίες που συνέβησαν και συμβαίνουν ακόμα. Έπρεπε να πάρω θέση! Και πήρα από την αρχή. Αυτό λέγεται συνείδηση. 

Τι σημαίνει για σένα σήμερα «Αριστερός»; Οι Αριστεροί είναι εκείνοι που θέλουν να επιβάλουν την εξουσία των πολλών απέναντι στους λίγους. Η Δεξιά, όπως είναι σήμερα, θέλει να επιβάλει την εξουσία των λίγων απέναντι στους πολλούς.

Υφίστανται ακόμη αυτοί οι διαχωρισμοί; Ναι. Αλλά μόνο όταν μιλάμε για την αληθινή Αριστερά, για τους ιδεολόγους της Αριστεράς, γι’ αυτούς που ξέρουν και πιστεύουν στον Μαρξ και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Οι Αριστεροί προσπαθούν, αλλά ο παράγοντας «άνθρωπος» δεν ξεπερνιέται – η καρέκλα είναι γλυκιά και δεν είναι τόσο πολύ συνειδητοποιημένοι οι σημερινοί Αριστεροί, όπως οι παλιοί. Οι παλιοί πέρασαν πόλεμο, εμφύλιο, έδωσαν και τη ζωή τους ακόμα για τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Φοβάσαι ακόμη για όλα αυτά που θα γίνουν για σένα χωρίς εσένα; Και βέβαια! Πάντα τα φοβάμαι. Αλλά δεν είμαι ένας φοβισμένος, ένας πεσιμιστής, ένας μοιρολάτρης. Από το πόστο μου δίνω ακόμη τους αγώνες μου: Μιλώ, τραγουδώ, εξηγώ, κάνω ό,τι μπορώ. 

Δίνεις ακόμα «χαιρετίσματα στην εξουσία»; Δίνω. Και θα δίνω όσο υπάρχει ακόμα εξουσία. Κι όπως φαίνεται, θα υπάρχει πάντα.

Τι είναι για σένα σήμερα το τραγούδι, έπειτα από 45 χρόνια πορείας; Είναι, καταρχήν, ένας τρόπος έκφρασης του εαυτού σου και κατ’ επέκταση, αν είναι αληθινό, θα είναι έκφραση και για τους υπόλοιπους που το ακούν. Ως εκ τούτου, παράγει ωφελιμιστικό έργο – είτε παίρνοντας θέση απέναντι στα πράγματα είτε μη παίρνοντας θέση, αφήνοντάς τα έτσι όπως είναι, οπότε δεν αλλάζει και τίποτα. Επέλεξα να ανήκω, όλα αυτά τα χρόνια, στην πρώτη κατηγορία.  

Γιατί τραγουδάς ακόμα; Γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Επίσης, το διαβατήριο μού το δίνει ο κόσμος, το κοινό. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα καθόμουν στ’ αβγά μου. 

Περνούσα από το στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ τις προάλλες και ακουγόταν από τους θαλάμους το «Ελλάς, Ελλάς, τι θα γίνει, φίλε μου, μ’ εμάς;». Γιατί πιστεύεις ότι αφορά τους σημερινούς νέους ένα τραγούδι του 1989; Γιατί οι σημερινοί νέοι -όσοι το συνειδητοποιούν βέβαια- καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα είναι χειρότερα από τότε. Και ότι το κεφάλαιο είναι ενδεδυμένο με δημοκρατικό προσωπείο. Τότε όλα ήταν ξεκάθαρα: Είχες απέναντι τον δικτάτορα, τον έβλεπες, τον αντιμετώπιζες διαφορετικά. Σήμερα έχει πολλά «όπλα» το κατεστημένο. Για παράδειγμα, τα Μέσα μαζικής ύπνωσης, όπως τα λέω εγώ.

Δεν βλέπεις τηλεόραση; Ελάχιστα. Παρακολουθώ ειδήσεις και κανένα έργο το βράδυ για να κοιμηθώ.

Κοιμάσαι αργά; Ναι. 

Τα όνειρά σου είναι φωτεινά; Αλίμονο αν δεν είχα φωτεινά όνειρα! Δεν θα ζούσα. Και πρέπει κανείς, βλέποντας φωτεινά όνειρα, να επιδιώκει να τα πιάσει κιόλας! Αν πετύχει κανείς να ζήσει κάτι έστω από τα όνειρά του, σίγουρα θα καταφέρει περισσότερα από τον υπάρχοντα ρεαλισμό, τον οποίο μας έχουν επιβάλει. 

Πρόδωσες ποτέ τα όνειρά σου; Τα όνειρα δεν προδίδονται. Ποτέ. 

Ο χαρακτηρισμός του «κορυφαίου Έλληνα ροκ σταρ» πώς σου ακούγεται; (Μένει για λίγο σκεπτικός). Ποτέ δεν έβαλα ταμπέλες σε ό,τι αφορά στον εαυτό μου. Έρχομαι σε αμηχανία όταν τα ακούω αυτά που μου λες. Είμαι ο Βασίλης και τραγουδώ αυτά που αγαπώ. Αν κάποιος έχει την ανάγκη να ταξινομήσει, να βάλει σε κουτάκια αυτό που ακούει και βλέπει είναι δικαίωμά του – όμως, ποτέ μου, δεν το έβλεπα έτσι. 

Αν δεν είναι «σταρ» αυτός που θυμάμαι να αποθεώνουν στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στο Παναθηναϊκό Στάδιο ή στο Καυτανζόγλειο με 50 και 100 χιλιάδες κόσμου να περιμένουν ουρές απέξω στις συναυλίες του, τότε ποιος είναι; …Είμαι ένας καλός τραγουδιστής.

Εσύ πώς ένιωθες ανεβαίνοντας στη σκηνή, με τόσες δεκάδες χιλιάδες κοινού από κάτω, σε στιγμές μεγάλης αποθέωσης;
Αυτό με κάνει ευτυχή. Και συνεχίζει να μου δίνει ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη ώστε, κάθε φορά που βγάζω κάτι, να είναι πάντα κοσκινισμένο και περασμένο και από το συναίσθημά μου, αλλά και από τη συνείδησή μου. 

Δεν έχασες τον εαυτό σου εκείνα τα χρόνια; Γνώρισαν αμέσως επιτυχία οι δίσκοι που έβγαλα κι έτσι δεν χρειάστηκε να κάνω κάποιο συμβιβασμό στις επιλογές μου. Τα «όχι» μου στις «σειρήνες» είχαν περιεχόμενο και αποτέλεσμα. Απ’ την άλλη, τι είναι ο «εμπορικός»; Γιατί κι εγώ πολύ εμπορικός θεωρούμαι.   

Όλη αυτή η μεγάλη δημοσιότητα δεν σε έφερνε σε δύσκολη θέση; Στην αρχή κολακεύτηκα. Το ευχαριστιόμουν που περπατούσα στο δρόμο και με χαιρετούσαν. Αλλά ποτέ δεν ήμουν ο «Παπακωνσταντίνου». Μ’ έλεγαν πάντα «Μπίλυ», «Βασιλάκη» και «Γεια σου, αρχηγέ». Μετά δυσκολεύτηκα, γιατί οι εκδηλώσεις λατρείας είχαν γίνει υπερβολικές. Με ρωτούσαν, για παράδειγμα, τι να κάνουν, πώς να φερθούν στην κοπέλα τους, μου εκμυστηρεύονταν πολύ προσωπικά τους θέματα – γιατί πάντα βλέπω τα παιδιά στις εμφανίσεις μου. Δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Ή θα τρελαινόμουν ή θα έπρεπε να το πάω αλλιώς. Ύστερα ήρθαν και οι ενοχές τού ποιος είμαι εγώ, γιατί να με βλέπουν έτσι. Χρειάστηκα τότε τη βοήθεια ειδικού, της επιστήμης. Πέρασα κατάθλιψη. Και έκανα θεραπεία. Συνήλθα. Κι αυτό που αποκόμισα από την επιστήμη ήταν το «να είσαι πάντα ο εαυτός σου και όλα θα πάνε καλά». Προσπάθησα να ξεφύγω από εκεί που με είχαν τοποθετήσει οι «θαυμαστές» – ας το πω έτσι. Και ξέφυγα. Είπα «άστο, αυτό δεν είναι για μένα, εγώ είμαι ο κανονικός Βασίλης».

Η αναγνωρισιμότητα σε οδήγησε στην κατάθλιψη; Είναι και κληρονομικό, μη γελιόμαστε. Κι όταν φτάνεις σε τέτοιες ευαίσθητες στιγμές, θα σε «χτυπήσει». 

Όταν εμείς βλέπαμε το «ίνδαλμα» να αποθεώνεται στις συναυλίες, εσύ είχες κατάθλιψη; Ναι. Οι ενοχές βέβαια κρατάνε μέχρι σήμερα, αλλά είναι ελεγχόμενες πια. 

Αισθανόσουν ενοχές ακόμα κι όταν έβγαλες τα πρώτα σου λεφτά απ’ τη δουλειά σου; Και αυτό. Μαζί με τη δόξα -που πίστευα πως δεν την άξιζα- ήρθαν και τα λεφτά. Χωρίς να είναι πολλά βέβαια, γιατί εμείς δεν τραγουδάμε σε μπουζούκια με γαρδένιες, πιάτα και σαμπάνιες. Ναι, ένιωσα ενοχές και για τα χρήματα. 

Η απομόνωση ήταν ένα ακόμη χαρακτηριστικό εκείνης της περιόδου; Ναι, συνέβαινε. Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου φυσιολογικό όταν συμβαίνει συνεχώς. 

Ποιο είναι το φυσιολογικό; Να είσαι με την παρέα σου, να πιεις ένα ποτό, να συνομιλήσεις. Τότε αυτό το απέφευγα. 

Μπορεί να ήσουν απλά μοναχικός… Δεν ήμουν (χαμογελά).

Η οικογένειά σου το καταλάβαινε αυτό που συνέβαινε; Το καταλάβαιναν οι γονείς μου και τα αδέλφια μου. Μου έλεγαν «τι έχεις, βρε Βασίλη; Γιατί δεν είσαι ευτυχισμένος;». 

Την ευτυχία πώς την ορίζεις; Η ευτυχία δεν είναι κάτι μόνιμο. Γιατί αν ήταν κάτι μόνιμο θα ήταν μόνο άσπρη – δεν θα είχε το γκρίζο, το μαύρο, οπότε δεν θα είχε και κανένα νόημα. Σημασία έχει να ζεις πολλές ευτυχισμένες στιγμές. 

Οι δικές σου πού βρίσκονται; Οι περισσότερες αφορούν στην ύπαρξη του παιδιού μου, της κόρης μου. Υπερέχει πάντα η Νικολέτα. Είναι τεταρτοετής στην Καλών Τεχνών και είμαι πολύ υπερήφανος για εκείνην.

Σκεφτόσουν στην αρχή πώς θα την διαπαιδαγωγήσεις; Το σκεφτόμουν. Και μου τα ανέτρεψε όλα όταν γεννήθηκε. Το παιδί στα ζητά όλα από μόνο του. Γι’ αυτό και όταν γεννήθηκε η κόρη μου, αγάπησα πολύ περισσότερο όλα τα παιδιά. 

Επιδίωξες να της προσφέρεις τα πάντα, αυτά που οι δικοί σου γονείς δεν μπορούσαν επειδή ήταν φτωχοί άνθρωποι; Όχι. Δεν έζησε ποτέ με υπερβολές. Άλλωστε, ούτε κι η ίδια το ζητά. 

Από τα 900 δισκογραφημένα σου τραγούδια, σε ένα best of τι θα έβαζες μέσα; Τα έχω διαλέξει όλα εγώ, αυτοπροσώπως, από την πρώτη στιγμή. Οπότε μού είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό. Δεν μου επεβλήθη ποτέ να τραγουδήσω κάτι που δεν ήθελα κι έτσι είναι όλα επιλεγμένα από μένα. Είναι τεράστιος όγκος τα 900 ηχογραφημένα τραγούδια και έχω μιλήσει για τα πάντα με πολλούς τρόπους: Για την κοινωνική αδικία, για τον έρωτα, για την αγάπη κ.λπ. Ψάχνω να βρίσκω, κάθε φορά, κάτι που να μην το έχω επαναλάβει στο παρελθόν. Και αισθητικά και μουσικά και στιχουργικά. 

Το κοινό δεν σε εγκλώβισε ποτέ στις επιλογές σου; Όχι. Παράδειγμα, όταν τα «χαιρετίσματα» έφτασαν στο ζενίθ τους, η αμέσως επόμενη δουλειά μου ήταν το «φυσάει» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη – τραγούδια που τώρα αναγνωρίζονται κι ακούγονται. 

Χαιρόσουν με τα σουξέ; Η «Βικτώρια» θεωρείται από τα fan clubs σου «το κορυφαίο της καριέρας σου»… Δεν έκανα ποτέ «σουξέ» για το σουξέ. Όλα τα είχα επιλέξει συνειδητά. Αλλά λυπόμουν συγχρόνως που δεν ακουγόντουσαν τα, λεγόμενα, χαμηλόφωνα.

Κι όμως. Ένα «χαμηλόφωνό» σου τραγούδι θα μείνει στην ιστορία. Το «σ’ ακολουθώ»…  Πολλές φορές τυχαίνει να «παντρευτεί» τόσο γερά ο στίχος με τη μελωδία που το ένα γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του άλλου. Έτσι έγινε και μ’ αυτό το σπουδαίο τραγούδι του Μάνου Λοΐζου που μου αναφέρεις. 

Αναπολείς καμιά φορά ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκες, οι οποίοι δεν υπάρχουν πια, όπως ο Άσιμος, ο Άλκης Αλκαίος, ο Λοΐζος; Τους βλέπω και στον ύπνο μου! Μιλάμε. Είναι άνθρωποι που συμπορευτήκαμε μαζί, που αλληλοεκτιμηθήκαμε, που αγαπηθήκαμε. Μου λείπουν στο επίπεδο του ανθρώπου προς άνθρωπο, όχι των «συνεργατών».

Τι ξεχωρίζεις σε έναν άνθρωπο για να τον βάλεις στην καρδιά σου; Ξεκινώ πάντα από τα μάτια. Από εκεί καταλαβαίνω… Πρέπει επίσης να είναι ευγενικός ο άλλος, ηθικός και κοινωνικός.

Αυτό σου έμαθαν οι γονείς σου για την πορεία της ζωής σου; Οι γονείς μου, μου διαμόρφωσαν τα κριτήρια για τα πάντα. 

Παραμένεις ρομαντικός; Ναι. Αλλά όχι με την έννοια της επιστροφής στο παρελθόν. Με την έννοια του τώρα. Όπως λέει κι ο Οδυσσέας Ιωάννου, η νοσταλγία είναι πέτρα στο λαιμό. Γιατί δεν σ’ αφήνει να πας παραπέρα. Μένεις στα παλιά. Και πάνω εκεί, κοιμάσαι.

Σου έτυχε; Όχι. Είμαι ακόμα ζωντανός.

Σε δύο χρόνια θα γίνεις 70 ετών. Σε τρομάζει ο χρόνος που περνά; Όχι. Ούτε τον θάνατο φοβάμαι. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν μετράω τα χρόνια. Άλλοτε είμαι 15 κι άλλοτε 115 ετών. Εκείνο που με κάνει έξαλλο είναι που δεν θα μπορώ να δω την εξέλιξη του ανθρώπου και της επιστήμης, να δω πού πάει ο κόσμος. Η περιέργεια θα με φάει, όχι ο θάνατος (γελάει). 

Η καθημερινότητά σου πώς είναι; Απλή. Φυσιολογική. Το μόνο που διαφέρει σε μένα από τους άλλους ανθρώπους, είναι πως η ζωή μου εκτυλίσσεται περισσότερο το βράδυ.

Δεν φοβάσαι το σκοτάδι; Είναι ήρεμα τα πράγματα στο σκοτάδι…

Το φοβόσουν παλιά; Καθόλου. Θυμάμαι, από τα παιδικά μου χρόνια, την αδελφή μου να μας τραγουδά και να κοιτάμε τα άστρα το βράδυ… Αυτά είναι καταπληκτικά πράγματα! Γεννήθηκα στο χωριό Βάστα – γιατί το καίγανε οι Τούρκοι συνέχεια και λέγανε «βάστα, κατακαημένο Βάστα». Θυμάμαι ακόμη τα γλέντια, τα πανηγύρια, την άνοιξη, το χειμώνα, τη ζέστη, το θρόισμα των φύλλων – αυτά σου μένουν στη ζωή. Έζησα μέσα στη φύση. Κι αυτό είναι μεγάλο προτέρημα. Γιατί έβλεπα τον ορίζοντα!

Απ’ τη μαμά σου κληρονόμησες τη φωνή; Από τη μαμά μου και από τη μεγάλη μου αδελφή. Τα άλλα δύο μου αδέλφια, ήταν τελείως φάλτσα.  

Ο έρωτας που τόσο πολύ επίσης τραγούδησες, τι σημαίνει για σένα; Ο έρωτας πρέπει να υπάρχει παντού! Με την έννοια του ερωτισμού: Να ερωτεύομαι τη μουσική, να ερωτεύομαι ένα γλυκό άνθρωπο, να ερωτεύομαι ένα τραγούδι. 

Αυτό σε κινεί; Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην αναζήτησή μου.

Όταν ερωτευόσουν στο παρελθόν πώς λειτουργούσες; Ήμουν θύμα περισσότερο. Γιατί αφηνόμουν στο να το χαρώ. 

Κι όταν τελείωνε ένας έρωτας πώς ήσουν; Προσπαθούσα να μη διαλυθεί από τη μεριά μου. 

Πάλι οι ενοχές; Πάλι. Γιατί θα είχα ενοχές για τον άνθρωπο που θα εγκατέλειπα. Οπότε προτιμούσα να με εγκαταλείπουν.

Είσαι τόσο πολύ ευαίσθητος, Βασίλη; Μου το έχουν ξαναπεί (συγκινείται).

Συγκινείσαι τόσο εύκολα; Πάρα πολύ. Κλαίω, για παράδειγμα, βλέποντας ένα θεατρικό έργο, ακούγοντας ένα τραγούδι πολύ αληθινό – όταν βλέπω την Ελένη στο θέατρο, πάντα κλαίω στις δραματικές της στιγμές. Όσο κι αν προς τα έξω υπερισχύει το χιούμορ της, αυτό έχει και την αντίθετή του πλευρά. 

Ένας ευσυγκίνητος ροκ σταρ, λοιπόν; Μπα… Όλα οφείλονται στην αλήθεια! Αν είσαι αληθινός, δεν μπορείς να μη συγκινείσαι. Η ευαισθησία δεν συνηθίζεται ούτε αυξομειώνεται με τα χρόνια. Ακόμη ανεβαίνω στη σκηνή και χτυπά τόσο δυνατά η καρδιά μου, σαν να είναι η πρώτη μου φορά! Έχω ακόμα την αγωνία αν όλα πάνε καλά, αν το κοινό θα είναι εντάξει, παρακολουθώ τα πάντα μέσα στα δύο πρώτα τραγούδια. Όταν πια ησυχάζω, αρχίζω να αποδίδω και να φτιάχνω μια συναισθηματική ατμόσφαιρα. Μόνο τότε.  

Η υστεροφημία σε αφορά; Δεν ήταν επιδιωκόμενό μου αυτό. Αλλά ύστερα από 45 χρόνια μάλλον τα έχω καταφέρει. Ασυνείδητα βέβαια. 

Γιατί αποφεύγεις τόσο πολύ τις συνεντεύξεις, τις φωτογραφίσεις, τις παρουσιάσεις δίσκων; Αυτά συνιστούν «καριέρα». Αλλά εγώ δεν κάνω «καριέρα». Κάνω πορεία ζωής. 

Info:Το τελευταίο άλμπουμ του Βασίλη Παπακωνσταντίνου «Όλα Είναι για Μας» σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και στίχους Οδυσσέα Ιωάννου κυκλοφορεί από τη Minos EMI / Universal και τη Rain Music.