«Δεκέµβρης του 1947. Νύχτα µας παίρνει η µαµά µου… Από τα βουνά φύγαµε, το χιόνι στο χωριό µπορεί να έφτανε και το ενάµισι µέτρο. Ήταν ακόµα δυο-τρεις οικογένειες που εγκατέλειψαν το χωριό εκείνη την ηµέρα. Μας φυγάδευαν οι αντάρτες προς στα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Μαζί µας είχαµε και τη Σόνα, την αγελάδα µας. Η Σόνα ήταν άσπρη, όµορφη, µου θύµιζε τη Σεβαστή. Λεβέντισσα! Η µαµά έβαλε πάνω της παπλώµατα. Και ψωµί φόρτωσε. Στη δική µου την πλάτη έβαλε ένα σακίδιο, το θυµάµαι καλά, είχα δύο κοτόπουλα βρασµένα µέσα. 

Βγήκαμε από το χωριό. Σε κάποια φάση, μας πήρανε χαμπάρι και μας έριχναν με το μυδράλιο κάτι σφαίρες μεγάλες! Η Σεβαστή μάς έντυσε με ό,τι βρήκε. Από δυο-τρία ρούχα, ό,τι είχαμε μας τα φόρεσε. «Φεύγουμε, τώρα, για τη Γιουγκοσλαβία» είπε. Περπατούσαμε δυο-τρεις μέρες. Δηλαδή, την ημέρα κρυβόμασταν και κινούμασταν βράδυ για να μη γινόμαστε στόχος των αεροπλάνων. Ώσπου φτάσαμε επιτέλους στα σύνορα. Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, πάγωσαν τα πόδια του αδελφού μου του Γιώργου. Σφάξανε ένα ζωντανό και του βάλανε μέσα τα πόδια για να γλιτώσει από τα κρυοπαγήματα. Είχαμε γίνει ολόμαυροι από την κακουχία εγώ όμως σαν ευτυχισμένη ήμουνα το πιστεύεις; Φεύγαμε από τους μπουραντάδες σκεφτόμουνα και τούτο καλό μου φαινότανε.

Βράδυ ήτανε όταν φτάσαμε στα σύνορα. Στην περιοχή εκείνη κατοικούσαν Σλαβομακεδόνες που δεν συμμετείχαν στο αντάρτικο, γι’ αυτό και δεν μας άφηναν να μπούμε στη χώρα.  Επενέβησαν τότε οι παρτιζάνοι κι ύστερα από συνεννόηση μας το επέτρεψαν. Μπήκαμε στο Γευγελή. Με την αγελάδα μας. Όλη τη διαδρομή μαζί της την κάναμε. Κι όταν έπρεπε ποτάμι να περάσουμε, η μαμά μάς κάθιζε πάνω στη Σόνα για να μη βραχούμε. Εγώ από το κρύο και την κακουχία αρρώστησα και δεν ένιωθα καλά. Κάπου γλίστρησα και πιάστηκα από ένα κλαδί. Εκεί μάλλον σκίστηκε το σακίδιό μου και μου πέσανε οι κότες… Όταν η Σεβαστή θέλησε να μας δώσει κάτι να φάμε, τότε κατάλαβε πως τίποτε δεν είχε απομείνει στο σακίδιο. Τίποτε όμως! Αλλά να που αντέξαμε και φτάνουμε στο Γευγελή. Οι άνθρωποι εκεί, να ‘ναι καλά, μας βάλαμε μέσα σε μια εκκλησία και μας δώσανε να φάμε. Ό,τι είχανε και αυτοί… Ψωμί και πατάτες. Ξέρεις όμως παγωμένη πατάτα τι σημαίνει; Δεν τρώγεται! Αλλά και τις φάγαμε και δεν γκρινιάξαμε. Έπρεπε να σταθούμε στα πόδια μας. H μαμά μου πούλησε τη Σόνα. Κι όσα δηνάρια πήρε, τα έδωσε για ν’ αγοράσει μισό κιλό αλεύρι. Μ’ αυτό μας έφτιαχνε πίτες. Με τα λεφτά της Σόνας επιβιώσαμε. Διότι το φαγητό που μας δίνανε ήτανε λιγοστό, όσο είχανε κι αυτοί. Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι ήτανε… 

Εκεί, στο Γευγελή, είδα πρώτη φορά τρένο. Σαν πόλη μου φάνηκε! Πρέπει να ήτανε κοντά μας ο σταθμός γιατί θυμάμαι πως τριγυρνούσα μονάχη μου κι τρύπωνα κάτω από τα βαγόνια. Είχα μεγάλη περιέργεια, όλα ήτανε τόσο καινούρια, τόσο διαφορετικά από το χωριό. Αυτά τα τρένα ζώα κουβαλούσανε. Ήταν εμπορικά, αλλά εκεί μέσα μας χώσανε κι εμάς. 

Επιβιβαστήκαμε σε ένα από εκείνα τα βαγόνια. Προχωρούσε το τρένο αλλά εμείς δεν βλέπαμε τίποτε. Μόνο όταν σταμάτησε στον πρώτο σταθμό είδα τα μεγάλα σπίτια. Τόσο μεγάλα δεν είχα ξαναδεί. Μας κατέβασαν και μας οδήγησαν σε ένα σχολείο. Εμείς, τα παιδιά, δεν ξέραμε πού βρισκόμαστε. Ούτε πού πηγαίναμε. Ούτε τι κάναμε εκεί… Μόνο το κρύο καταλαβαίναμε, εκείνη την παγωνιά τη νιώθαμε στα κόκαλά μας. Η μαμά μου έπιασε να μας κάνει τσάι για να μας ζεστάνει αλλά έπεσε το βρασμένο νερό και της έκαψε το πόδι. Ήταν μεγάλο έγκαυμα και πόναγε πολύ οπότε την πήρανε άρον άρον στον νοσοκομείο. Το τρένο όμως έπρεπε να φύγει, δεν σήκωνε αναβολή. Ταξιδέψαμε μονάχοι, χωρίς τη μαμά. Φτάσαμε στο Νικότινο. Σε ένα τεράστιο μοναστήρι αυτή τη φορά.

Στο σπίτι μας, στην κατοχή έρχονταν οι παρτιζάνοι. Είχαμε κρύψει και έναν δικό τους τραυματία. Ήταν από τους αρχηγούς του σέρβικου στρατού. Η μαμά μου τον φρόντισε ώσπου στάθηκε στα πόδια του ο άνθρωπος και επέστρεψε στη χώρα του. Αυτός λοιπόν έμαθε ότι η οικογένειά μας πέρασε στη Γιουγκοσλαβία, έψαξε και βρήκε τη μαμά μου. Η Σεβαστή ήτανε τότε στο νοσοκομείο για κείνο το κάψιμο στο πόδι της. Ο άντρας αυτός είχε εξουσία προφανώς, αργότερα μάθαμε ότι ήτανε υπουργός. Διέταξε και της στείλανε ένα άλογο. Έτσι την θυμάμαι να έρχεται στο μοναστήρι, σε ένα ύψωμα, κοντά στο Κρούσοβο. Καβάλα στο άλογο η Σεβαστή ερχότανε για να μας συναντήσει…»

*Η Σεβαστή Τσορακίδου εγκατέλειψε το χωριό της Νότια, στον Νομό Πέλλας της Μακεδονίας, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με τα πέντε ανήλικα παιδιά της. Η Μαρίκα ήταν τότε 12 ετών. Στην Κύπρο ζει από το 1960.